4 Ιουλίου 1822: Δύο σημαντικές μάχες με την συμμετοχή των Σουλιωτών-Οι μάχες της Σπλάντζας και του Πέτα

Share Button

Του Σωτήρη Λ. Δημητρίου

 

Οι Σουλιώτες πολεμούσαν τον εχθρό και το μόνο που ήθελαν, ήταν η βοήθεια από την ελευθερωμένη Ελλάδα.  Όσες προτάσεις έκαναν οι Τούρκοι για συμφωνία, όλες απορρίφτηκαν. Βιαζόταν οι Τούρκοι να πάρουν τα ασκέρια τους από το Σούλι και την Ήπειρο να τα πάνε στην παρακάτω Δυτική Ελλάδα. Αποφασίστηκε από τους Τούρκους, εκστρατεία στην Ήπειρο από την Άρτα και από το Φανάρι Πρεβέζης, δηλ. από την Σπλάντζα (Αμμουδιά), όπου θα έρχονταν στρατός και εφόδια με καράβια.

Η μάχη της Σπλάντζας

Αμμουδιά

Ο Μαυροκορδάτος φιλοδοξούσε να αποκομίσει πολεμικές δάφνες ίσες με των καπεταναίων για να ανεβάσει το κύρος του, που τόσο χρειαζόταν όντας πρόεδρος του εκτελεστικού (πρωθυπουργός). Ο Μαυροκορδάτος ήταν γενικότερα αντιπαθής αλλά ήταν ιδιαίτερα στους Ρουμελιώτες και μιας και είχε μαζί του και τον Μάρκο Μπότσαρη, δεν χώνευαν τώρα και τον Μάρκο και δεν χώνευαν ούτε τους Σουλιώτες. Είχαν δε και στενό τοπικιστικό πνεύμα που ζημίωνε πολύ.

Για την εκστρατεία στην Ήπειρο κάλεσε ο Μαυροκορδάτος το σώμα του  τακτικού  στρατού, του   Κυριακούλη Μαυρομιχάλη και ορισμένους Αιτωλοακαρνάνες. Ο τακτικός ήταν απλήρωτος και ρέμπελο και μισοδιαλυμένος, περιφέρονταν στην Κόρινθο, ντουφεκούσαν άσκοπα  ή άρπαζαν.  Οι άντρες του Μαυρομιχάλη, ζήτησαν να πληρωθούν προτού να μπουν στα πλοία και οι περισσότεροι γύρισαν στην Μάνη.  Ορισμένοι μπήκαν στα πλοία στις 22 Μάη 1822 και την άλλη μέρα έφτασαν στο Μεσολόγγι. Από κει ξεκίνησαν για την Ήπειρο, δύναμη 500 ανδρών, να ενισχύσουν τους στενά πολιορκούμενους στην Κιάφα Σουλιώτες. Τους μετέφεραν από το Μεσολόγγι υδραίικα πλοία, με επικεφαλής τον Νικόλαο Βώκο.  Ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης με τα καράβια από το Ιόνιο και ο Μαυροκορδάτος από το Βραχώρι (Αγρίνιο), Καρβασαρά (Αμφιλοχία) και Μακρυνόρος.

Η ολιγάριθμη ελληνική δύναμη κατέλαβε πρώτα το λιμάνι του Μούρτου (σημερινά Σύβοτα Θεσπρωτίας), όπου έκαψε τα σπίτια και συνέλαβε αιχμαλώτους 150 Τουρκαλβανούς, κατοίκους της περιοχής, τους οποίους έστειλε με πλοία στην Πελοπόννησο. Η αποβατική ενέργεια προκάλεσε την αντίδραση των Άγγλων, που κατείχαν τότε τα Επτάνησα και διαφέντευαν το Ιόνιο Πέλαγος. Αγγλικό πλοίο που έφθασε στον Μούρτο απαίτησε από τον Μαυρομιχάλη να εγκαταλείψει αμέσως την περιοχή. Ο μανιάτης οπλαρχηγός, επειδή φοβήθηκε πολεμική ενέργεια από μέρους των Άγγλων, αναχώρησε νοτιότερα και κατέλαβε τη Σπλάντζα, η οποία απείχε επτά ώρες από την Κιάφα και βρισκόταν στις εκβολές του ποταμού Αχέροντα.

Κυριακούλης Μαυρομιχάλης

 

Στις 4 Ιουλίου 1822 ήρθε στην Σπλάντζα  και αποβίβασε τους στρατιώτες του ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης και ο Ιωάννης Ραζηκότσικας.

Την άφιξη του ελληνικού αποσπάσματος  πληροφορήθηκαν οι πολιορκημένοι

Σουλιώτες κι έστειλαν εκεί εκατόν εξήντα  άντρες με αρχηγούς τον Λάμπρο Βέικο, τον  Ζώη Πάνου και τον Βασίλη Ζέρβα, για να  ανταμώσουν τον Κυριακούλη

Μαυρομιχάλη, να οργανώσουν την άμυνα του Σουλίου και τον αγώνα στην Ήπειρο. Όμως και οι Τούρκοι παρακολουθούσαν τα συμβάντα στην Ήπειρο και έμαθαν την βοήθεια των Ρωμιών που ήρθε από την Σπλάντζα. Αν τα κατάφερναν οι Έλληνες από το προγεφύρωμα της Σπλάντζας η άμυνα θα ήταν ευκολότερη, για τους Σουλιώτες,  διότι θα έμπαιναν εφόδια από το προγεφύρωμα του Φαναρίου.

Από το άλλο στρατόπεδο ο Ομέρ Βρυώνης έστειλε εναντίον τους τρεις χιλιάδες Τούρκους «…Οσμανλίδες και μουσουλμανοτσάμηδες…»  [ Π. Αραβαντινός]. (Τούρκοι και μουσουλμάνοτσάμηδες) με Σερασκέρη (αρχηγό), τον Μουσταφάμπεη, παλιό κεχαγιά-μπέη της Πελοποννήσου.

Στις 3 Ιλουλίου ο Μουσταφάμπεης συγκέντρωσε τις δυνάμεις του μια ώρα μακριά από την Σπλάντζα και ήταν έτοιμος να κάνει αιφνιδιασμό. Χώρισε το ασκέρι του σε τρία μέρη, πλησίασαν όσο μπορούσαν οι Τούρκοι   στην Σπλάντζα και κρύφτηκαν μέσα στα καλάμια, στα νερά των εκβολών του Αχέροντα και στα ρυάκια.

Οι κινήσεις τους δεν πέρασαν απαρατήρητες από τους ντόπιους και ένας Έλληνας χριστιανός αρβανιτόφωνος τσοπάνης από την περιοχή, ειδοποίησε τους Έλληνες αρχηγούς. «…Επαρουσιάσθη χριστιανός Ηπειρώτης αναγγέλων ότι κατά του Ελληνικού εκείνου σώματος επήρχετο μανιώδης Οθωμανικός στρατός πολυπληθής…» [Π. Αραβαντινός].

Στο στρατόπεδο της Σπλάντζας σήμανε συναγερμός. Οι Έλληνες ήταν απροετοίμαστοι για μάχη, καθώς δεν περίμεναν τόσο ταχεία αντίδραση από τους Οθωμανούς πασάδες. Στη σύσκεψη που ακολούθησε, κάποιοι αξιωματικοί πρότειναν να μη πολεμήσουν, παρά να μπουν μέσα στα πλοία. Ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης και οι Σουλιώτες είχαν άλλη άποψη, να μείνουν και να πολεμήσου και αυτό έγινε. Γρήγορα έφτιαξαν έναν πρόχειρο, πέτρινο τοίχο στο μήκος της παραλίας και ταμπουρώθηκαν εκεί οι Σουλιώτες. Έναν πύργο που υπήρχε στις εκβολές του Αχέροντα αποφάσισαν να το χρησιμοποιήσουν ως παρατηρητήριο, μη τυχόν και εμφανιστεί τούρκικο ιππικό και ταμπουρώθηκαν εκεί 50 άντρες. Ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης με τους Μανιάτες έπιασε την άλλη άκρη της παραλίας, την βραχώδη ακτή της Σπλάντζας.

 Σπλάντζα

 

Οι Έλληνες αποβιβάστηκαν στην στεριά και δόθηκε εντολή στα καράβια να μην δεχτούν κανέναν, που θα ήθελε να υποχωρήσει μπροστά στον εχθρό. Έπρεπε να νικήσουν πάση θυσία.

Η αναμέτρηση

Το σχέδιο του Σερασκέρη των Τούρκων, του Μουσταφάμπεη, ήταν να αρχίσουν την επίθεση,  προτού να χαράξει, για να πιάσει στον ύπνο τους Έλληνες ή απροετοίμαστους και ανοργάνωτους, και έτσι θα κέρδιζε εύκολα την μάχη. Ο Λάμπρος Βέικος, Βασιλης Ζέρβας και Ζώης Πάνου, με τους Σουλιώτες τους όμως ήταν έτοιμοι και οχυρωμένοι πίσω από τον τοίχο που είχαν κατασκευάσει.  Τότε διέταξε τους στρατιώτες του να αρχίσουν να πυροβολούν. Και πάλι για κακή του τύχη, τα όπλα των ανδρών του δεν εκπυρσοκρότησαν κατά το ένα τρίτο, επειδή τα μπαρούτια τους είχαν πάρει υγρασία.

Οι Έλληνες απάντησαν στους πυροβολισμούς με επιτυχία, έχοντας τους Τουρκαλβανούς ακάλυπτους. Οι Μανιάτες βρίσκονταν σε ικανή απόσταση και δεν ενεπλάκησαν στα πρώτα στάδια της μάχης. Όμως, ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης δεν μπορούσε να παραμείνει αδρανής. Σπεύδοντας να βοηθήσει τους Σουλιώτες του Πάνου βρέθηκε ξαφνικά μπροστά στον Μουσταφάμπεη, που προσπαθούσε να εμψυχώσει τους άνδρες του. Οι δύο άνδρες, παλιοί γνώριμοι από την πολιορκία της Τριπολιτσάς, αιφνιδιάστηκαν από την απρόσμενη συνάντηση. Γρήγορα ανέκτησαν την αυτοκυριαρχία τους και άρχισαν τις μεταξύ τους λεκτικές προκλήσεις. Λέγεται ότι οι δυο άντρες ήρθαν πρόσωπο με πρόσωπο και κανείς τους δεν έκανε κίνηση να πυροβολήσει σαν παλιοί γνώριμοι που ήταν από την μάχη της Τριπολιτσάς.

Η μάχη όλο και δυνάμωνε και ένα βόλι από εχθρικό όπλο βρήκε στη μασχάλη τον Κυριακούλη Μαυρομιχάλη και τον τραυμάτισε σοβαρά. Λίγο προτού αφήσει την τελευταία του πνοή, διέταξε τον ιπποκόμο του να πάρει την αιματοβαμμένη ζώνη του και να την παραδώσει στην οικογένειά του στη Μάνη. Οι Έλληνες, απορροφημένοι από το θλιβερό γεγονός της απώλειας του αρχηγού τους, θα διέτρεχαν μεγάλο κίνδυνο, εάν ένα δικό τους βόλι δεν έριχνε νεκρό τον Μουσταφάμπεη.  Οι Τούρκοι οπισθοχώρησαν, το ίδιο έπραξαν και οι Έλληνες. Η τρίωρη μάχη είχε λήξει χωρίς νικητή. Οι απώλειες για μεν τους Τούρκους ήταν 43 νεκροί και πέντε αιχμάλωτοι και για τους Έλληνες μόλις τρεις νεκροί. Οι Μανιάτες, αφού σκότωσαν τους πέντε αιχμαλώτους για να εκδικηθούν την απώλεια του Μαυρομιχάλη, επιβιβάσθηκαν στα πλοία τους και αναχώρησαν για το Μεσολόγγι με τον νεκρό αρχηγού τους, οι δε Σουλιώτες επέστρεψαν. Με περισσότερες απώλειες οι Τούρκοι αλλά χωρίς νικητή τελείωσε η μάχη της Σπλάντζας.                                                                                                             Αυτά έγιναν στις 4 Ιουλίου 1822, στην Σπλάντζα (Αμμουδιά) Φαναρίου Πρεβέζης.

Λ. Κουτσονίκας: Γεν. Ιστ. της Ελληνικής Επαναστάσεως Τ. Α΄

Νίκου Ζιάγκου: «Μάρκος Μπότσαρης»

Δ. Οικονόμου: «Σούλι, Σουλιώτες»

Ν. Σπηλιάδη: «Απομνημονεύματα» τ. Α΄

Π. Αραβαντινός: «Χρονογραφία της Ηπείρου»

Χ. Περραιβός 

Φινλεϋ

 

2. Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΠΕΤΑ

Επιστολή Μάρκο Μπότσαρη :

«Κιρ γιοργι

Ειξέρις οπού έχω καλαμπαλικι πολεί και να μού δήνις την κάθε ειμερα από τέσερες μποτίλες κρασει και μισι οκα ριζι και μενο

Αδερφόσου

Μάρκο Μπότσαρις

1822 Ιουλίου 2

Πέτα»

Πρόκειται για συνθηματικές λέξεις. Κρασί = Βαρέλια μπαρούτι, Ρύζι = καντάρι βόλια. Λένε ότι η επιστολή απευθυνόταν στο Γ. Τουρτούρη στη Ζάκυνθο.

Οι Οθωμανοί συγκέντρωσαν στην Άρτα από την Ήπειρο δυνάμεις πεζικού και ιππικού κυρίως Τουρκαλβανών. Υπολογίζονταν σε 7-8.000 υπό τους Ισμαήλ Πλιάσα και Κιουταχή.

Στις 4 Ιούλη 1822 οι Έλληνες δέχτηκαν επίθεση από 8.000 Τούρκους. Με συνεχείς επιθέσεις κατάφεραν να σπάσουν την άμυνα των φιλελλήνων και να περικυκλώσουν τους Έλληνες. Η επίθεση ξεκίνησε από το οθωμανικό πεζικό που επιτέθηκε στην εμπροσθοφυλακή του Τάγματος.

Δε εισακούσθηκαν οι υποδείξεις του Μάρκου να κατασκευάσουν οχυρώματα. Ακόμα λάθος ήταν να μπουν στις προφυλακές οι φιλέλληνες. Ο Μάρκος υπέδειξε να πάνε Έλληνες που ξέρουν τον τόπο αλλά και να μάχονται τον εχθρό και εκείνοι να αποσυρθούν σε άλλες θέσεις.

Περίπου 80 Τουρκαλβανοί αποσπάστηκαν από σώμα 2.000 ανδρών που είχαν πάει πισώπλατα των Ελλήνων. Βρήκαν αφύλακτο το πέρασμα της Κορακοφωλιάς (Μετεπιού), το οποίο παράτησε ο οπλαρχηγός Γώγος Μπακόλας με τους άντρες του, για αυτό τον λόγο τον είπαν και προδότη. Προχώρησαν στον λόφο, όπου ήταν αφρούρητος, και ύψωσαν τουρκικές σημαίες, ακολούθησαν πυροβολισμοί οι οποίοι δημιούργησαν πανικό και τα Ελληνικά σώματα των ατάκτων, τράπηκαν σε φυγή. Έφυγαν όλοι για να γλυτώσουν από τον χαλασμό. Μάταια φώναζε ο Μάρκος να εκτελούνται επί τόπου οι κιοτήδες. Προσπάθησε το Σύνταγμα να ενωθεί 2 φορές με τους φιλέλληνες, αλλά την 1η σκοτώθηκε ο Tarella και στην 2η τραυματίστηκε ο στρατηγός Norman.

Ο Κιουταχής, ενίσχυσε την επίθεση εναντίων των φιλελλήνων με δύναμη ιππικού και ο τόπος μεταβλήθηκε σε κόλαση. Πάνω στους φιλέλληνες έπεσαν  με ορμή οι Τούρκοι για να πάρουν μπαξίσι.  Ο τακτικός στρατός και οι φιλέλληνες στις δύο λοφοσειρές δεξιά, αριστερά του χωριού Πέτα. Στο κέντρο της 1ης σειράς τοποθετήθηκε ο τακτικός στρατός με τον Tarella. Η διλοχία των φιλελλήνων με τον Ιταλό Dania, επικεφαλής των φιλελλήνων,  έπιασε θέσεις αριστερά. Δεξιά οι Επτανήσιοι με τον Σπύρο Πανά. Στα υψώματα πίσω από το χωριό έμειναν εφεδρικά τα άτακτα ελληνικά σώματα, με Βαρνακιώτη στο κέντρο,  Μπότσαρη αριστερά και δεξιά τον Γώγο με τον Βλαχόπουλο. Λίγο πιο πίσω ο Ίσκος, ο Γάτσος και ο Δημοτζέλιος. Όλες αυτές οι δυνάμεις των Eλλήνων δεν ξεπερνούσαν τις 2.000, το πολυαριθμότερο μέρος τα σώματα των ατάκτων, ήταν εφεδρεία. Οι φιλέλληνες δεν θέλησαν να πολεμήσουν σε ταμπούρια και ίσως αυτό να πλήρωσαν. Οι πυροβολητές δεν παρατούν τα πυροβόλα, δίπλα τους οι τακτικοί στρώνονται στο έδαφος σφαγμένοι από το ιππικό, τους αντικαθιστούν οι επόμενοι, πέφτουν και αυτοί νεκροί. Οι Επτανήσιοι γύρω από τους αρχηγούς τους, προξενούν σημαντικές απώλειες στους Τουρκαλβανούς, αλλά τελικά, ο ένας μετά τον άλλο πέφτουν.  Ανάμεσα τους σοβαρά  τραυματισμένος και ο στρατηγός Norman. Τραγικότερη η θέση των φιλελλήνων που απομονώθηκαν στο Πέτα. Οι φιλέλληνες, πιεζόμενοι από όλα τα μέρη, δεν σκέφτονταν πλέον παρά πως θα πουλήσουν ακριβότερα τη ζωή τους. Σκηνές ηρωισμού και δραματικού μεγαλείου ακολουθούν. Είκοσι Τόσκηδες ρίχνονται συγχρόνως κατά του Συνταγματάρχη Dania, μάχεται με όλους, τον κτυπούν όλοι μαζί, και του παίρνουν το κεφάλι. Έντεκα Πολωνοί με τον αξιωματικό Marzefski, έχοντας εξαντλήσει τα πυρομαχικά τους, ανεβαίνουν στη στέγη εκκλησίας. Οι Τούρκοι ανεβαίνουν στην εκκλησία, και ο αγώνας συνεχίζεται σώμα προς σώμα. Τελικά και οι δώδεκα Πολωνοί σκοτώθηκαν, αφού έστρωσαν το έδαφος γύρω τους με τουρκικά κορμιά. Οι φιλέλληνες πολέμησαν γενναία και έπεσαν για την Ελλάδα και την Ήπειρο. Ο Γάλλος λοχαγός Μονιάκ, σκοτώνεται και οι Τουρκαλβανοί τον αποκεφαλίζουν. Οι περισσότεροι φιλέλληνες κείτονται άψυχοι. Δύο λοχαγοί, ο Γερμανός Χέλμαν και ο Βέλγος Ανναί,  τραυματισμένοι, κατορθώνουν με είκοσι πέντε άλλους, να προχωρήσουν προς ορεινή διάβαση που ήταν αφύλακτη.

Ειδική μνεία πρέπει να γίνει για τους φιλέλληνες.

Στην μάχη ήσαν 250 Γερμανοί, ακολουθούν οι Γάλλοι και οι Ιταλοί, Πολωνοί, Ελβετοί, Ρώσοι, Άγγλοι, Μικρασιάτες, Βούλγαροι, Σουηδοί, Φιλανδοί, Ολλανδοί, Βέλγοι, Ούγγροι, Ισπανοί, Πορτογάλοι και Αμερικανοί. Συμμετείχαν φιλέλληνες από 19 χώρες. Τα 2/3 από το σώμα των φιλελλήνων και ο αρχηγός τους, οι μισοί από τους Επτανησίους και το 1/3 του τακτικού στρατού με το Συνταγματάρχη του σκοτώθηκαν, τα άτακτα σώματα σκορπίστηκαν. Έτσι η εκστρατεία της Ηπείρου κατέληξε σε ολοκληρωτική καταστροφή. Η συντριβή των Ελλήνων και φιλελλήνων στο Πέτα, ήταν αποτέλεσμα κυρίως έλλειψης συντονισμού. Η γενναιότητα των Φιλελλήνων δεν ήταν αρκετή για να αποτρέψει την έκβαση της μάχης. Οι Τούρκοι είχαν περίπου 1.000 νεκρούς.

Ο Λάμπρος Κουτσονίκας γράφει: ” Μετά την μάχην άπαντες απέδιδον την προδοσίαν στον Γώγον Μπακόλαν, όστις είχεν υποσχεθή να φρουρήση τον λόφον  και τον άφησε και εξ αυτού απήλθε η απώλεια της μάχης, ο Γώγος ήλθε να απολογηθή, αλλ’ ακολούθως επροσκύνησε τους Τούρκους και έμεινε μέχρι τέλους μετ’ αυτών”. Για τις μαρτυρίες:  «…τας οποίας αξιότιμοι άνδρες λεπτομερώς εξιστόρησαν, και περί των μαχών αυτών, και περί των ελαττωμάτων αυτών». Βέβαια το να μη μπορέσει να κρατήσει το ύψωμα, αυτό δεν σημαίνει υποχρεωτικά και προδοσία… Δεν αμφισβητείται η ανδρεία του αλλά ο χαρακτήρας του. Αυτό ισχυρίζεται και ο Γκούσταβ Φρίντριχ Χέρτσβεργκ”.  Οι φιλέλληνες τον αποκαλούσαν προδότη.  Ο Γώγος, φοβούμενος ότι δεν θα μπορέσει ν’ αποδείξει την αθωότητά του, ( Σπ. Τρικούπης): “Εσυμβιβάσθη μετά των Τούρκων και Τούρκος έκτοτε διέμεινε μέχρι τέλους της ζωής του. Διοικητής σε αυτή την συντριβή ήταν ο πρόεδρος του εκτελεστικού “Πρίγκηψ” Αλ. Μαυροκορδάτος ,  υποδ.  Χριστόφορος Περραιβός. «Για τους ιστορικούς αναλυτές της εποχής, μεγάλη ευθύνη για την συντριβή στο Πέτα έχει αναμφίβολα ο Αλ. Μαυροκορδάτος. Οι Σουλιώτες χάνοντας πλέον κάθε ελπίδα για βοήθεια, πέτυχαν ισότιμη συνθηκολόγηση, με τους Τούρκους. Οι Τούρκοι μετά την καταστροφή στο Πέτα, κυριάρχησαν στην Ήπειρο. Έμελλε αυτή να είναι η αρχή του (μετά από λίγο καιρό) τέλους του Σουλίου. Να αφήσει εκεί ο Ομέρ Βρυώνης, φρουρά 30 ατόμων, να επιτηρεί την «απαγόρευση οποιουδήποτε έμβιου όντως», στο Σούλι και στους τρεις ακόμη οικισμούς.

Σ.Σ. Σούλι: Το γνωστό ηρωικό χωριό των Σουλιωτών, με οικισμούς τότε, την Σαμονίβα, την Κιάφα και το Αβαρίκο, δεν ξανακατοικήθηκε ποτέ πια από τους Σουλιώτες της ιστορίας, ούτε από τους απογόνους τους…!

(Περιοδ. ΕΣΤΙΑ (Τόμος Δ΄ αρ. 84 σελ. 510)

Νίκος Ζιάγκος: «Μάρκος Μπότσαρης

Γιώργος Γκορέςζης: Ο Κίτσος Τζαβέλλας

Ν. Καννελόπουλος  Στρατ. Ιστορ. Σχ. Ευελπίδων.

Ν. Τόμπρος Ιστορ. Σχ. Ευελπίδων

Λάμπρος Κουτσονίκας Τ2

Γκούσταβ Φρίντριχ Χέρτσβεργκ

Φιλελληνισμός. Β΄ Επ/κό  Συνέδριο 2007 Δ. Πέτα

Ι. Λαμπρίδης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *