«Η μπανάνα, ο πίθηκος, το πάντα» και η σχέση τους με την Πρόληψη των Εξαρτήσεων

Share Button

Γράφει ο Θανάσης Χ. Θεοδώρου, εργαζόμενος στο ΚΠ «Αριάδνη»

Η ραγδαία ανάπτυξη των ανθρωπιστικών επιστημών, στη διάρκεια του περασμένου αιώνα, έχει οδηγήσει σε πλήθος κατανοήσεων για τις αιτίες, τις διεργασίες και την έκφραση κοινωνικών και ατομικών συμπεριφορών. Βασικό χαρακτηριστικό των επιστημονικών παρατηρήσεων, ιδιαίτερα της επιστήμης της Ψυχολογίας, ήταν η «παγκοσμιότητα» των συμπερασμάτων τους και η δυνατότητα της αξιοποίησης τους ως εργαλείων κατανόησης της ανθρώπινης συμπεριφοράς, ανεξάρτητα από το πολιτισμικό πλαίσιο. Ωστόσο, η πεποίθηση της «καθολικότητας» αμφισβητήθηκε έντονα, ως Δυτικοκεντρική, με την παράλληλη ανάδειξη της επίδρασης που ασκούν τα πολιτισμικά πρότυπα και νόρμες στην ανθρώπινη συμπεριφορά.

Είναι αλήθεια πως οι άνθρωποι μοιραζόμαστε κοινά χαρακτηριστικά και ανάγκες. Παρ’ όλα αυτά, και παρά την σαρωτικά ομογενοποιητική δύναμη της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας της αγοράς, εξακολουθούμε να σκεφτόμαστε και να δρούμε με πολύ διαφορετικούς τρόπους και αξιακά πλαίσια. Οι μελέτες της ανθρώπινης συμπεριφοράς συνηθίζουν να αξιοποιούν μικρές δειγματοληπτικές ομάδες με την αξιολογική κρίση/ υπόθεση ότι τα συμπεράσματα τους στη συνέχεια μπορούν να αναχθούν/ γενικευτούν στον ευρύτερο πληθυσμό. Η αναγωγή μπορεί να θεωρηθεί ορθή μονάχα εφόσον ο ευρύτερος πληθυσμός είναι επαρκώς ομοιογενής και αντικατοπτρίζεται στο μικρό τυχαίο ερευνητικό δείγμα. Είναι όμως έτσι; Μια προσεκτικότερη ματιά στην «ταυτότητα» των ερευνών αποδεικνύει πως η πλειονότητα των μελετών διεξάγονται έχοντας ως σύνηθες δείγμα προπτυχιακούς φοιτητές με το περισσότερο από 90% εξ αυτών να προέρχονται από χώρες του λεγόμενου και «Δυτικού κόσμου». Γίνεται λοιπόν σαφές ότι το δείγμα δεν μπορεί να θεωρηθεί τυχαίο, πόσο μάλλον αντιπροσωπευτικό του ευρύτερου ανθρώπινου πληθυσμού.

Ένα από τα κλασικότερα παραδείγματα αποτύπωσης των διαφορετικών τρόπων σκέψης που διαμορφώνουν διαφορετικοί μεταξύ τους πολιτισμοί είναι το εξής χορηγούμενο παιχνίδι συσχέτισης: Δίνουμε τρεις κάρτες που απεικονίζουν μια μπανάνα, ένα πάντα και μια μαϊμού και ζητούμε να επιλεχθούν εκείνα που σχετίζονται μεταξύ τους περισσότερο. Εάν προέρχεστε από Δυτικό περιβάλλον σκέψης το πιθανότερο είναι να συσχετίσετε τη μαϊμού και το πάντα καθώς και τα δύο είναι ζώα, στη λογική ενός αναλυτικού τρόπου σκέψης τα αντικείμενα συσχετίζονται άσχετα από το περιβάλλον τους. Εάν από την άλλη προέρχεστε από το περιβάλλον σκέψης της Ανατολής το πιθανότερο είναι να συσχετίσετε τον πίθηκο και την μπανάνα καθώς αυτά θεωρούνται αλληλένδετα (οι πίθηκοι τρώνε μπανάνες), σε ένα ολιστικότερο τρόπο σκέψης τα αντικείμενα συνδέονται με το περιβάλλον τους.

Το παραπάνω παράδειγμα καθιστά σαφές πως οι πολιτισμικές διαφορές επηρεάζουν τον τρόπο θέασης του κόσμου και κατ’ επέκταση τη μνήμη, την αντίληψη, τη γλώσσα, τη σκέψη αλλά και τον τρόπο θέασης του ίδιου μας του εαυτού και του τρόπου που αυτός σχετίζεται και κοινωνικοποιείται. O τρόπος με τον οποίο οι άνθρωποι περιγράφουν τον εαυτό τους είναι πολιτισμικά δεσμευμένος. Για παράδειγμα, οι άνθρωποι στο Δυτικό κόσμο είναι πιθανότερο να θεωρούν τους εαυτούς τους ως ελεύθερα, αυτόνομα και μοναδικά άτομα που διαθέτουν ένα σύνολο σταθερών χαρακτηριστικών• ενώ εκείνοι που προέρχονται από την Ασία, την Αφρική και τη Λατινική Αμερική ως μέλη διαφορετικών κοινωνικών σχέσεων που συνδέονται και αλληλεπιδρούν έντονα με τα υπόλοιπα μέρη.

Οι κριτικές που ασκήθηκαν στην επιστήμη της Ψυχολογίας για τη γενίκευση των συμπερασμάτων της, μπολιασμένες από τα εργαλεία και τα συμπεράσματα μελετών της Κοινωνιολογίας και της Πολιτισμικής Ανθρωπολογίας, εντάσσουν το στοιχείο της πολιτισμικής διαφοράς. Πιο συγκεκριμένα, εξαιτίας της ύπαρξης πολιτισμικών διαφορών στη συμπεριφορά των ανθρώπων, το πλαίσιο της ανίχνευσης των «αποκλίσεων και των μη κανονιστικών συμπεριφορών» δεν είναι πλήρες. Εκείνο που μπορεί να θεωρηθεί «φυσιολογικό» σε μια κουλτούρα μπορεί να θεωρηθεί ότι «αποκλίνει» από τον κανόνα και το κοινωνικά αποδεκτό σε μια άλλη. Φανταστείτε έναν/μία Προτεστάντη/σα Ολλανδό/η μπροστά στη γνωστή σε όλους/ες μας σκηνή του «ξεματιάσματος». Πόσο λογική και αποδεκτή πιστεύετε ότι θα του/της φαινόταν μια τέτοια πρακτική, ως μέθοδος αντιμετώπισης της «ασθένειας»;

Είναι σαφές ότι οι ανθρώπινοι πολιτισμοί, είτε αυτοί αφορούν στην τοπική κοινότητα είτε σε ευρύτερους κοινωνικούς σχηματισμούς, έχουν τεράστια επίδραση στον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε, αντιμετωπίζουμε και αλληλεπιδρούμε με τον κόσμο γύρω μας αλλά και στην αυτοεικόνα μας. Τα Κέντρα Πρόληψης, έχοντας ως γνώμονα την παραπάνω επιστημονική παραδοχή, οφείλουν και στο βαθμό που τους επιτρέπεται, αναπτύσσουν παρεμβάσεις πρόληψης προσαρμοσμένες στις ανάγκες κάθε ιδιαίτερης κοινότητας, αξιοποιώντας θεωρητικά μοντέλα και μεθοδολογικές προσεγγίσεις που αφ’ ενός διαθέτουν επιστημονική τεκμηρίωση και εγκυρότητα και αφ’ ετέρου δοκιμάζονται στο πεδίο. Βέβαια, οι καθόλα φυσιολογικές ιδιαιτερότητες της εκάστοτε τοπικότητας δεν υποκαθιστούν την κοινή στόχευση της καθολικής πρόληψης που είναι η συμβολή «μέσα από ένα συνεχές παρεμβάσεων στην κατά το δυνατόν ολόπλευρη στήριξη των ανθρώπων μέσα από την αδιάρρηκτα δεμένη ενίσχυση της προσωπικής αυτονομίας και της συνοχής στην κοινότητα».

Τα προγράμματα πρόληψης, έτσι όπως αυτά σχεδιάζονται και εφαρμόζονται από τους/ις λειτουργούς των ΚΠ, με τις επιμέρους διαφοροποιήσεις και εκδοχές τους, βασίζονται στο διαλεκτικό ψυχοκοινωνικό μοντέλο, τη βιωματική μάθηση και τη συμμετοχική έρευνα δράσης. Το πολυπαραγοντικό φαινόμενο της εξάρτησης προϋποθέτει, για την αντιμετώπισή του, δράσεις και φιλοσοφία που συνεκτιμούν τοπικές και ευρύτερες συνθήκες, προσωπικές ιδιαιτερότητες και κοινωνικά, οικονομικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά. «Πιο εμφατικά: ο άνθρωπος είναι κάτι πολύ περισσότερο από σώμα, αλλά και από ένα μαθηματικό άθροισμα σώματος και ψυχής, αφού διαμορφώνει και διαμορφώνεται από την κοινωνία και γενικότερα το περιβάλλον».

Θανάσης Χ. Θεοδώρου
εργαζόμενος στο ΚΠ «Αριάδνη»

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *