Γιατί οι εκλογές θα είναι εξαιρετικά οξυμένες, του Παντελή Κυπριανού

Share Button

Παρά τις διακηρύξεις και εκκλήσεις από πολλές πλευρές για την ανάγκη διαλόγου, συνεννόησης και συναίνεσης οι εκλογές του 2019, ιδιαίτερα οι βουλευτικές, θα είναι εξαιρετικά οξυμένες. Θα μοιάζουν με τις ευρωεκλογές του 1984 και τις βουλευτικές του 1985 και την ένταση ανάμεσα στο ΠΑΣΟΚ και τη Ν.Δ., ανάμεσα στον Α. Παπανδρέου και τους Ευ. Αβέρωφ και Κ. Μητσοτάκη.

Δεν πρόκειται για κάποια επανάληψη της Ιστορίας. Οι δύο περίοδοι έχουν σημαντικές διαφορές, το ίδιο και οι πρωταγωνιστές. Εχουν δύο κοινά χαρακτηριστικά, που εξηγούν την τότε όξυνση και αυτή που αναμένεται να ακολουθήσει και τώρα.

Το πρώτο κοινό έγκειται στον μη συναινετικό χαρακτήρα του πολιτικού μας συστήματος και τη συνακόλουθη ανελαστικότητά του. Πρόκειται λιγότερο για αδυναμία των κυρίαρχων πολιτικών και οικονομικών δυνάμεων και περισσότερο για ανεκτή, αν όχι επιδιωκόμενη πρακτική.

Ελλείψει κανόνων στον δημόσιο χώρο, αυξάνει το ειδικό βάρος του πολιτικού και μέρους των πολιτικών, καθώς τα όρια παρέμβασής τους είναι θολά.

Ετσι, οι ασκούντες την εξουσία μπορούν να προβαίνουν σε προνομιακές μεταχειρίσεις «ημετέρων», να συγκροτήσουν πελατειακά δίκτυα, να ευνοήσουν άτομα και ομάδες συμφερόντων.

Ολα αυτά τους προσδίδουν ισχύ και αναδεικνύουν την πολιτική σε σημαίνον επάγγελμα ανέλιξης στον δημόσιο χώρο.

Πέρα από τη διαπλοκή, το σύστημα αυτό έχει δύο επιπλέον μεγάλες αδυναμίες. Η πρώτη έγκειται στην αέναη αναπαραγωγή αδικιών και αδικημένων, γεγονός που δύσκολα αντισταθμίζεται, ιδιαίτερα σε περιόδους περιορισμένης ευημερίας, από τις πελατειακές πρακτικές.

Δεύτερη μεγάλη του αδυναμία είναι η ανελαστικότητά του. Ευάλωτο σε κρίσεις νομιμοποίησης, εκτρέφει πολυποίκιλους αντισυστημικούς λόγους.

Ενίοτε, όπως μετά το 1974 και πρόσφατα, η εν λόγω κατάσταση, χάρη βέβαια και στις προσωπικότητες του Α. Παπανδρέου και του Α. Τσίπρα, αποτέλεσε το υπόστρωμα για κοινωνικές εκρήξεις, έφερε στην κυβέρνηση νέες πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις.

Αλλιώς, η απουσία κανόνων καθιστά το πολιτικό παιχνίδι πιο ανοικτό σε λόγους και συγκρούσεις που σε ένα πιο συναινετικό σύστημα θα ήταν δυσκολότερα ανεκτοί.

Ρίσκο που αντισταθμίζεται, βέβαια, από τα υψηλά οφέλη που αποφέρει σε κανονικές συνθήκες η διαχείριση της εξουσίας. Το ρίσκο, ωστόσο, μεγαλώνει σε συνθήκες όπως η σημερινή ή όπως αυτή στις αρχές της δεκαετίας του 1980, όταν κέρδισε τις εκλογές το ΠΑΣΟΚ.

Ο λόγος είναι προφανής. Οταν κερδίζει τις εκλογές ένα κόμμα που θεωρείται ριζοσπαστικό, οι κυρίαρχες μέχρι τότε δυνάμεις τείνουν να το απονομιμοποιήσουν, με το γνωστό αφήγημα ότι «εξαπάτησε τον λαό». Το αφήγημα αυτό είναι μέρος της πολιτικής διαμάχης.

Τα πράγματα, όμως, γίνονται συνθετότερα, όταν το πρώτο «ατύχημα», η πρώτη νίκη του αντιπάλου, μπορεί να συνοδευτεί από δεύτερο και την ανάληψη της διακυβέρνησης για δεύτερη τετραετία. Εδώ τα πράγματα γίνονται κρίσιμα, καθώς τα διακυβεύματα είναι τεράστια.

Τι διακυβεύεταιΠέρα από την απομάκρυνση από την κυβέρνηση, σημαντική καθαυτή, καθώς λειτουργεί ως συνεκτικός ιστός ομάδων και ατόμων, το διακύβευμα είναι η ίδια η εξουσία και η νομή της.

Ο μη συναινετικός τρόπος κυβέρνησης καθιστά δυσχερέστερη τη διαχείριση της εξουσίας από τους νέους κυβερνώντες, καθώς οι κρατικοί μηχανισμοί ελέγχονται εν πολλοίς από «φίλους».

Ταυτόχρονα, όμως, επιτρέπει στους νέους κυβερνώντες να διεκδικήσουν μελλοντικά τον έλεγχό της. Στη συνθήκη αυτή, κρισιμότατος παράγοντας είναι ο χρόνος, η άσκηση ειδικότερα της διακυβέρνησης για δεύτερη τετραετία.

Η επανεκλογή για δεύτερη τετραετία ενός κόμματος, στην προκειμένη περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ, είναι κρισιμότατη από πολλές απόψεις.

Απονομιμοποιεί τη ρητορική περί «εξαπάτησης του λαού», σταθεροποιεί το μεγαλύτερο μέρος του πολιτικού του προσωπικού, δρομολογεί ανακατατάξεις στα κόμματα της αντιπολίτευσης, ιδιαίτερα τη μείζονα, καθώς μπορεί να οδηγήσει σε αλλαγή του επικεφαλής της, σε ανανέωση μέρος του στελεχικού της προσωπικού και, βέβαια, στην επανεξέταση των ιδεολογικών της προσανατολισμών.

Εξίσου κρίσιμη είναι και η άλλη πτυχή, η πρόσβαση στους κρατικούς μηχανισμούς, καθώς και ο χρόνος και οι διαθέσεις επιτρέπουν τις αλλαγές, διαρρηγνύοντας τις προνομιακές σχέσεις τμημάτων της διοίκησης με πάτρωνες, κόμματα και ομάδες συμφερόντων.

Μπορεί αυτό το παιχνίδι δύναμης και ελέγχου να αναπαράγεται αέναα; Προφανώς, όχι. Είναι αντιοικονομικό για τους κυβερνώντες, αντιπαραγωγικό για τη χώρα και προσβλητικό για τους πολίτες της, τουλάχιστον μέρος τους.

Εχουμε σημάδια αποδυνάμωσής του με την πρόσφατη διαδικασία πρόσληψης των στελεχών της δημόσιας διοίκησης, αλλά οι ρίζες του παλιού καθεστώτος είναι πολύ ανθεκτικές, πάνε χέρι χέρι με τη διαπλοκή και τις πελατειακές σχέσεις.

*καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πατρών

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην “Εφημερίδα Των Συντακτών”

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *