Προσκύνημα-ύμνος στα ύψη του Σουλίου – Του π. Ηλία Μάκου (Α΄ Βραβείο Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών)

Share Button

Με την καρδιά πλημμυρισμένη από συναισθήματα, που συγκλονισμένη στέλνει δάκρυα ευγνωμοσύνης, θυμίαμα θυσίας,  αντικρύζουμε το Σούλι. Τι να πρωτοτραγουδήσει ένας ταπεινός προσκυνητής της Σουλιώτικης γης; Τη λεβεντογέννα ανθρώπινη γενιά, που μεγαλούργησε,  ή τα αγέρωχα βουνά με την αυστηρή τους έκφραση και το άγριο μεγαλείο ή τις ανήλιαγες λαγκαδορεματιές με τις ποικίλες αποχρώσεις;

«Τα γενόμενα στο Σούλι είναι  θαύμα Θεού». Η επιγραμματική αυτή φράση, το νόημα της οποίας  νιώθει κανείς ως μυρωμένη πνοή του χθες στο σήμερα, έστω και αν βρεθεί  λίγες στιγμές στον ιστορικό τόπο, δεν ανήκει σε Έλληνα επαινέτη και θαυμαστή της δόξας των Σουλιωτών, αλλά στο Γενικό Προβλεπτή των Ενετών στα Επτάνησα, που την έγραψε, το 1772, είκοσι σχεδόν χρόνια  πριν ο Αλής επιτεθεί στο Σούλι. Τότε 600 άνδρες του Σουλίου αντιπαρατάχθηκαν απέναντι σε 12.000 Αλβανούς και τους γονάτισαν, τους  ταπείνωσαν, τους εξολόθρευσαν και τους μαυροφόρεσαν.

Ακριβοπληρωμένος ο αέρας του ηρωισμού πάνω στα μέρη του Σουλιού, όπου στηλίτες ασκητές της λευτεριάς, άξιοι για αιώνιο έπαινο, σε αντίθεση με εμάς τους σύγχρονους, που δε λογαριάζουμε ολότελα τιμή και αξιοπρέπεια, μες της ανήκουστης σκλαβιάς το χειροπιαστό σκοτάδι, έκαναν να καίει ζωηρή η φλόγα σ’ αυτό το βουνίσιο βωμό, όπου το αδούλωτο φρόνημα και ανίκητο ήταν και άπαρτο και σεβαστό και ιερό. Έδρασαν αποφασιστικά στην ξερή και άγονη και τραγικά μεγαλοπρεπή αυτή γωνιά της ελληνικής γης,  όπου εμπνεύστηκαν, μετουσίωσαν και ενσάρκωσαν τον φωτερότερο απ’ όλους τους σκοπούς τους, αυτόν της λευτεριάς.   Και από των πυρωμένων βράχων τη λαμπράδα μίλησαν εύγλωττα, με τη γλώσσα των όπλων, ποιοι και από ποιους ήταν και σε τι απέβλεπαν.

Ο χρόνος άφησε την πατημασιά του πάνω στον κακοτράχαλο τούτο βράχο, που η γραμμή του ακουμπάει δυνατά στον ουρανό, φορτωμένη ερειπωμένα αρχοντικά, μισογκρεμισμένα, αλλά και ορθά, σαν τους λαβωμένους Σουλιώτες πολεμιστές, που δεν άφηναν παρά νεκροί τον αγώνα. Τυλιγμένα στην αχλύ του θρύλου και της σιωπής, έχουν αποθέσει στους αιώνες τα μυστικά τους. Λιθάρια μαυρισμένα από τις μπόρες και τη φωτιά, θυμίζουν στον επισκέπτη, πως εδώ κάποτε κατοικούσαν γίγαντες, πως η ιστορία του Σουλιού, υπήρξε και θα υπάρχει.  Ανήκει στη σφαίρα του τραγουδιού, ως ύμνος ανδρείας, ως συνώνυμο της λεβεντιάς, της ευψυχίας, της ευτολμίας, της αυταπάρνησης μέχρι θανάτου για τη θεϊκιά κι όλο αίματα πατρίδα.

Ένα μικρό Σουλιωτόπουλο τριγυρίζει δίπλα μας, την ώρα, που το πνεύμα συναντά τις σκιές των σεπτών Σουλιωτών προμάχων να σχηματίζουν την τρομερή πομπή και λαμπαδηφορία της αυτοθυσίας.   Ζει με τους γονείς του και τ’ αδερφάκια του στο Σούλι. Μετρημένες οι οικογένειες, που φρουρούν τον ματωμένο αυτό τόπο, ασχολούμενες με τα ζωντανά τους. Το παιδάκι μάς ακολουθεί στην περιήγησή μας στα πηγάδια. Τετρακόσια υπήρχαν παλαιότερα, σήμερα σώζονται περίπου σαράντα πέντε, κι απ’ αυτά, τα περισσότερα ξεραμένα. Κάθε σουλιώτικο σπίτι είχε το δικό του πηγάδι και ποτέ η Σουλιώτισσα δεν περίμενε στη σειρά για να πάρει δεύτερη νερό.

Το μάτι μας ψάχνει, σε αμφιθεατρικό χώρο κοντά στα πηγάδια, το Βουλευτήριο των Σουλιωτών. Εκεί συνάζονταν οι αρχηγοί των φαρών, και μαζί τους, μοναδική γυναίκα, η Μόσχω Λ. Τζαβέλα, ισότιμη και με δικαίωμα ψήφου, για να πάρουν τις αποφάσεις τους για τη σωτηρία του Σουλιού                     , με μοναδική σκέψη ότι έπρεπε να μείνει απάτητο.

Τιτανικοί, αλύγιστοι οι σαρανταεφτά σύνεδροι-αρχηγοί από τις φάρες. Με αγνοημένο το συναίσθημα και ζωντανεμένο πάντα το καθήκον. Κρατώντας τα «Άγια των Αγίων των πατέρων τους», αποφάσιζαν με μια λέξη: Φωτιά! Το ντουφεκίδι άναβε. Αναθαρρούσαν, η συνείδησή τους ενισχύονταν και βίωναν πως ο άνθρωπος είναι άνθρωπος, μόνον όταν είναι λεύτερος.

Αργοδιαβαίνουμε, ενώ κάπου κάπου διαπεραστικές κραυγές ακούγονται από το πέταγμα πουλιών, που φωλιάζουν μέσα στις πέτρες. Για να μας ηχολογήσουν ότι σ΄ αυτά τα βουνά γεννήθηκε και φτερούγισε η λευτεριά, που διακόσμησε από τότε αυτό το μέρος με σπαθιά, καριοφύλια, αγριολούλουδα και δάφνες. Αθέλητα ο νους εστιάζει σ’ εκείνη την ηρωική κοινοπολιτεία. Στην αρχή στέριωσαν εδώ λίγοι, από την ανάγκη, που δημιουργούσε η μόνιμη εγκατάσταση της πατριάς. Ύστερα ήρθαν πολλοί από τον πόθο της λευτεριάς. Κι ύστερα προστέθηκαν και άλλοι. Ο τόπος γιόμισε από έναν κόσμο, που ζούσε με δωρική εμμονή στο πεπρωμένο, πρόθυμο να βαδίσει στον αφανισμό του.

Η αναζήτηση του βλέμματος συνεχίζεται. Σε μια απότομη και κακοτράχαλη βουνοπλαγιά πάνω από το Σούλι, έκαναν αγώνες δρόμου τα Σουλιωτόπουλα. Σκαρφάλωναν τρέχοντας, φορτωμένα τ’ άρματα, για να αποχτούν αντοχή και να μπορούν έτσι να καταδιώκουν, να κυνηγούν τους οχτρούς. Γυμνάζονταν σωματικά και πνευματικά στην καρτερία, στην εμπιστοσύνη του καθενός στον εαυτό του, στο σεβασμό της προγονικής κληρονομιάς και στην ευγενική φιλοδοξία της συνέχειας και της συνέπειας. Στο Σούλι, γίνονταν τόσα και τόσα άλλα, που μας χαϊδεύουν τη φαντασία, η οποία φιλοτεχνεί πολύτιμους πίνακες.

Οι Σουλιώτες απέδειξαν ότι η ωμή και κυνική και ανενδοίαστη βία συντρίβεται στης ψυχής τ’ άπαρτο κάστρο, θραύεται στης ψυχής το γρανίτινο βράχο. Και τότε γίνεται το θαύμα. Όπως έγινε και στους αγώνες του 1789-1792 εναντίον του Αλή. Και επαναλήφθηκε στους πολέμους του 1800-1803, καθώς στ’ ατσάλινα στήθη τους και στη λιονταρίσια ορμή τους συντρίφτηκαν οι Τουρκαλβανοί.

Απαντώντας στον Αλή «η πατρίδα μας είναι απείρως γλυκύτερη από τα άσπρα και όλους τους ευτυχείς τόπους, όπου υπόσχεσαι να μας δώσεις», δεν ομιλούν αγράμματοι, ορεσίβιοι και τραχείς πολεμιστές, αλλά αγωνιστές, που, αφού έτσι σκέφτονταν και έτσι ενεργούσαν, ήταν όχι απλά Έλληνες, αλλά πρωτοέλληνες, πρωτοήρωες  και προβάλλουν σαν ημίθεοι της φυλής στην κορυφογραμμή της ιστορίας μας. Τα ελληνικά από χιλιετηρίδες εδάφη, που κατοίκησαν οι Σουλιώτες, στάθηκαν η αφετηρία στη μεγαλειώδη, μα και δύστηνη πορεία του Ελληνισμού, αφού κάπου κοντά έζησαν οι Σελλοί ή Ελλοί, από τους οποίους πιστεύεται ότι κατάγονται και γλωσσολογικά αποδεικνύεται ότι πήραν το όνομά τους οι Έλληνες.

Ανηφορίζουμε για το Κούγκι, όπου  μετεωρίζεται ο σπινθήρας από το άσβεστο πυρ ενός δαυλού και λίγης μπαρούτης, που την πρωτοάναψε η ανάγκη στο φως να αποκριθεί το φως, διώχνοντας τη μαυρίλα της τυραννίας. Ο καλόγερος Σαμουήλ, τελευταίος θεματοφύλακας αυτού του κάστρου,  έκανε το δάκρυ μετάληψη και με το δαυλό του έβαλε φωτιά, σωριάζοντας το εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής, που έγινε ο τάφος του.    Και είδαν οι λαοί την ακτινοβολία του Σουλίου, την είδε και η δόξα. Όλα τα διαπέρασε η υπερκόσμια λάμψη του Κουγκιού, που σα Βόρειο σέλας άστραψε και φώτισε την ανθρωπότητα.

Με ευλάβεια στεκόμαστε στον καινούργιο ναό της Αγίας Παρασκευής, που ύψωσε η αγάπη ευεργέτη πάνω στα παλιά καπνισμένα θεμέλια. Η προσευχή μας σμίγει με τον καπνό, που τύλιξε τον Σαμουήλ και τον έφερε στα μονοπάτια της αθανασίας. Και απλώνει, σαν αέρινο πέπλο, για να κρατήσει το δάφνινο στεφάνι, που χρόνια αιωρούνταν στους λιθοσωρούς…

Η Σουλιώτικη ιστορία δεν τελειώνει τον ψυχρό εκείνο Δεκέμβρη του 1803 με τα αποκαΐδια του Κουγκιού, το χορό του Ζαλόγγου, την ηρωική αντίσταση στο μοναστήρι του Σέλτσου, την εξορία στη γειτονική Κέρκυρα, που φιλόξενα άνοιξε τις αγκαλιές της και τους δέχτηκε στο έδαφός της, αλλά δεν τους κατέκτησε, γιατί το είναι τους ήταν δοσμένο στο Σούλι, πλασμένο για το Σούλι και ήταν αδύνατο μακριά να αναπνεύσει. Τα μετέπειτα κατορθώματα, δεν έχουν να ζηλέψουν τίποτε από τα προγενέστερα.

Του θείου  η πρόνοια μερίμνησε, ώστε να ξαναγυρίσουν οι Σουλιώτες στην πατρίδα τους ελεύθεροι και τιμημένοι. Μια παγερή μέρα, στις 12 Δεκεμβρίου του 1820 ξαναφίλησαν τη γη του αγαπημένου τους Σουλιού. Και αντιλάλησαν τα βουνά και τα ρουμάνια και έστησαν χορό και έκαναν πανηγύρι, γιατί οι λατρεμένοι τους ήταν και πάλι μαζί τους, να τα ποτίσουν με αίμα και ιδρώτα και δάκρυα.

Και ξανάρχισαν  επικοί, τιτανικοί, απελπισμένοι, αλλά και δοξασμένοι νικηφόροι αγώνες. Όταν εγκαταλελειμμένος και προδομένος από το συνάφι του, κατατρεγμένος και εξουθενωμένος ο Αλής, εξοντώθηκε στο Νησί των Ιωαννίνων από απεσταλμένους του Χουρσίτ πασά, οι μόνοι, που έμειναν απροσκύνητοι σ’ αυτή την περιοχή, ήταν οι Σουλιώτες. Σκληροί σαν τα βράχια, αποσύρθηκαν σ΄ αυτά και καθήλωσαν για όλο σχεδόν το 1822 στην Ήπειρο τις δυνάμεις του Χουρσίτ και τις έφθειραν ανεπανόρθωτα. Αφού έλαμψαν στην τελευταία μάχη σε Σουλιώτικο χώμα, έφυγαν με συμφωνία δύο μήνες αργότερα, για να συνεχίσουν αλλού…

Ο πόλεμος των Σουλιωτών κατά των σουλτανικών στρατευμάτων, τους εντάσσει αυτόματα στα οράματα του επαναστατημένου γένους. Και τους ενσωματώνει σ’ αυτό, απορροφώντας και κάνοντας δική του σάρκα και δικά του οστά το ασύγκριτο σε μαχητική επίδοση Σουλιώτικο στοιχείο.  Πέρα και πάνω από τις τοπικολογίες, τις λεπτολογίες και τις έριδες, είναι γεγονός ότι πρώτα το πυρ εξερράγη στο Σούλι και αποτελεί αλήθεια ότι, ψυχολογικά και ουσιαστικά, προετοιμάστηκε, ξεκίνησε, εδραιώθηκε και πέτυχε η Επανάσταση με πρωταγωνιστική συμμετοχή και των Σουλιωτών.

Όταν άναψε η Επανάσταση στην άλλη Ελλάδα, οι Σουλιώτες ήταν καθημαγμένοι, ωστόσο όρθιοι, με τα όπλα θερμά. Οι Σουλιώτικες, παρασουλιώτικες και κλεφταρματολικές δυνάμεις της Ηπείρου, αξιόλογες σε αριθμό, πολέμησαν, ασυναγώνιστες σε τόλμη και πολεμική εμπειρία, στο Μεσσολόγγι, στην Κλείσοβα, στο Καρπενήσι, στην Αράχοβα, στην Ακρόπολη, στο μακρινό Κρεμμύδι της Καλαμάτας, στην άγρια καταδίωξη του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο και ακόμα στην αποτυχημένη επιχείρηση του Φαλήρου, όπου χάθηκαν γενναίοι αρχηγοί και ανδρείοι στρατιώτες.  Αλλά και σε κάθε γωνιά της επαναστατημένης γης μας μέχρι και στη Βοιωτία, όπου βρόντηξαν, για τελευταία φορά τα αθάνατα καριοφίλια του 1821.

Μαζί με τους άνδρες και οι θρυλικές Σουλιώτισσες, οι επώνυμες και οι ανώνυμες, οι νεότερες και οι γεροντότερες.  Η χορεία των ηρωίδων Σουλιωτισσών κλείνει με τις 26 γυναίκες, ανώνυμες πέρασαν στην αιωνιότητα, που στο κύκνειο άσμα του Σουλιοῦ, στις 19 Ιουλίου του 1822, με τα μαχαίρι στα χέρια και κυνηγώντας τους Τουρκαλβανούς γκρεμίστηκαν μαζί τους στα άγρια φαράγγια του Αχέροντα.

Μέσα στα απομεινάρια του Σουλιού, συλλογιζόμαστε ότι διάβηκαν περισσότεροι από δύο αιώνες από τα μεγάλα εκείνα χρόνια και οι περιπέτειες, τα κατορθώματα, οι ανδραγαθίες και οι ατυχίες των Σουλιωτών, συγκινούν, συνεπαίρνουν, καθοδηγούν, διδάσκουν και δεν μοιάζουν με παλαιούς ηρωικούς μύθους.

Παίρνουμε το δρόμο του γυρισμού και κοιτάζοντας πίσω με έκσταση και έξαρση, καθώς ο ήλιος έγερνε κι έβαφε ροδοκόκκινα τ’ ακροβούνια,  μας φάνηκε πως ζωντανεύουν οι ήρωες και οι ηρωίδες, παραμένοντας αιώνιοι και ακοίμητοι φρουροί των πεπρωμένων της φυλής μας.

Αποχαιρετώντας το Σούλι, του αφήνουμε την ανάσα μας, συνάμα και την υπόσχεση ότι θα ξαναγυρίσουμε, μια δυο και πολλές φορές.  Από πίστη και ελπίδα, ότι εκεί θα βρίσκουμε τον πραγματικό εαυτό μας, με τη μέθεξη, που οδηγεί στη μεταλαβιά των άχραντων μυστηρίων του Ελληνισμού, με τη δύναμη, που οδηγεί το άτομο πέρα από τη γήινη υπόστασή του.

Σε εποχές ηθικών κατεδαφίσεων και δεινής καταλυτικής κατάπτωσης, κάθε προσκύνημα στο Σούλι, εδώ, όπου το όνειρο συναντήθηκε με το θαύμα, εδώ, όπου οξύνεται το πνεύμα και λεπτύνεται η ψυχή με αμόνι την εθελοθυσία και τον πόνο, καταυγάζει και ενθαρρύνει  τις πράξεις μας και μας τειχίζει με σθένος στις επάλξεις του χρέους.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *