Ηπειρος και ξενιτιά

Share Button

(Στην ξενιτιά όλα είναι βαριά και δύσκολα, η ζωή, ο βηματισμός, η μνήμη, η προσδοκία, η αγάπη και ο έρωτας, τα πάντα είναι μια φυλακή. Και πίσω μεγαλύτερο το δράμα. Μια εξαιρετική αφήγηση του Μιχάλη Γκανά που αποτυπώνει το δράμα της ξενιτιάς στην Ήπειρο).
(…) Με το κλείσιμο του μαγαζιού παντρεύτηκε η Πολυξένη. Πήραν τους πάγκους και τα τραπέζια για το γάμο, βοηθήσαμε και εμείς. Ο Παναγιώτης με το κλειδί στο χέρι, βιαζότανε. Άδειο μας φάνηκε μικρό και βρώμικο. Ο γαμπρός ξενομερίτης. Απάνω στους δύο μήνες έφυγε για τη Γερμανία. Αυτή στο χωριό με τη μάνα της και τη γιαγιά της, ο πατέρας χρόνια στην Αυστραλία ούτε φωνή ούτε ακρόαση.
Είχανε λίγα γελάδια, δυο τρεις γίδες, κότες, τους κήπους, έραβε κι αυτή καμιά ποδιά, κανένα φόρεμα, κάτι έστελνε κι ο άντρας της, τα φέρνανε βόλτα. Ώσπου ήρθε η ώρα της και γέννησε το Θοδωρή. Μια σταλιά πράμα, το ‘χαν στα όπα, όπα, τίποτε μην του λείψει. Δε θα ‘τανε πέντε έξι μηνών που έφυγε κι αυτή για τη Γερμανία, να δουλέψει μαζί με τον άντρα της λίγα χρόνια, να τους μείνει κανένα φράγκο, κάτι να φτιάξουν. Την πήγανε στο λεωφορείο η μάνα της και δυο τρεις γριές. Ερχότανε τώρα ως μέσα στο χωριό και σε άλλα χωριά ένα γύρω. «Για να φεύγει ο κόσμος ευκολώτερα» έλεγε ο μπάρμπα Θόδωρος.
Η Πολυξένη έστελνε κάρτες με συντριβάνια και άλλες ομορφιές του Ντίσελντορφ, λίγα μάρκα και πολλά φιλιά στο Θοδωρή, που μεγάλωνε με τη γιαγιά του. Τη φώναζε μάνα. Αυτή δεν το ‘θελε και όλο του ‘λεγε πως άλλη είναι η μάνα του, πως θα έρθει με τον πατέρα του από μακριά και θα του φέρει τούτο και τ’ άλλο. Ο Θοδωρής την άκουγε καλά καλά σαν να μην πίστευε.
Όταν ήρθαν οι γονείς του, πού να τους πλησιάσει. Τον είχε πάρει η γιαγιά του στο μοναστήρι, που κάνει στάση το λεωφορείο, να τους καλοδεχτούνε. Θα ‘τανε τριώ χρονώ, καλοντυμένος, ομορφούλης, έκανε χαρές όσο να ‘ρθει το λεωφορείο. Άμα τους είδε και του είπανε να η μανούλα, να ο πατερούλης και έπεσαν πάνω του και οι δυο να τον φυλάνε και να τον χαϊδεύουν, άρχισε να κλαίει και να κλωτσάει, γύρευε τη γιαγιά του.
Όσοι χωριανοί βρέθηκαν εκεί κοιτάζανε καλά καλά, «Τι λες, το άτιμο», «Δίκιο έχει το παιδί» και από κοντά οι γριές «Έρημη Γερμανία».
Ο Θοδωρής είχε κουρνιάσει στην αγκαλιά της γιαγιάς του και κοίταζε τους γονείς του αμίλητος και δακρυσμένος, αφήνοντας κάθε τόσο ένα λυγμό. Όταν άπλωσε πάλι τα χέρια της η Πολυξένη να τον αγγίξει λίγο, γύρισε και αγκάλιασε τη γιαγιά του σκούζοντας. «Μανούλα, μη με δίνεις, πες τους να φύγουν, να φύγουν…»
Έτυχε γνωστός ο οδηγός και λίγο συγγενής τους, πήγε κι αυτός να του μιλήσει με το καλό, «θείε», του λέει «βάλ’ τους στη ρόδα, να τους πατήσεις, θείε…». Έκανε το σταυρό του ο άνθρωπος.

Μιχάλης Γκανάς, Μητριά Πατρίδα, εκδόσεις Μελάνι, 2011

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *