Οι Αλβανοί είναι φίλοι της Ελλάδας;

Share Button

Γράφει ο π.Ηλίας Μάκος

Σε μια εποχή, όπου η Ελλάδα πιέζεται ιδιαίτερα από την Τουρκία και επικρατεί μια παρατεταμένη αβεβαιότητα, μια σημαντική πτυχή είναι οι σχέσεις της με τις άλλες γειτονικές χώρες, όπως η Αλβανία, προς τις οποίες απλώνει τα “δίκτυα” του ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.

Στο ερώτημα αν οι Αλβανοί είναι φίλοι της Ελλάδας, δεν χωράει μονομερή απάντηση.

Με δεδομένη τη μεγάλη και αμέριστη βοήθεια, που έχει προσφέρει η Ελλάδα στην Αλβανία, η απάντηση θα έπρεπε να είναι αυτόματα και αυτονόητα  θετική.

Από τη μια  χρηματοδότησε  σημαντικές υποδομές. Και από την άλλη πολλοί Αλβανοί   εργάστηκαν ή εξακολουθούν να εργάζονται στην Ελλάδα, ενώ τα παιδιά τους μορφώθηκαν στην πατρίδα μας.

Όμως εισχωρούν διάφορες σκοπιμότητες, πολιτικού και εθνικιστικού περιεχομένου, που συγχέουν έως και αλλοιώνουν τα πράγματα.

Η πλειοψηφία, εκτιμούμε, των απλών πολιτών της Αλβανίας,  είναι φιλική προς την Ελλάδα.

Δεν συμβαίνει, όμως, το ίδιο με την εξουσία στο γειτονικό κράτος, γενικά και διαχρονικά αναφερόμαστε και όχι συγκεκριμένα, από την εποχή ακόμη του βασιλιά Ζόγου, αλλά και νωρίτερα, υπάρχουν και κάποιες λίγες εξαιρέσεις,  που παρότι διακηρύττει ότι επιθυμεί καλές σχέσεις με την Ελλάδα, δεν το επιβεβαιώνει στην πράξη.

Εμφανίζεται, επίσης, και μια μικρή μειοψηφία φανατικών και έξαλλων εθνικιστών, που κατά καιρούς δημιουργούν προβλήματα με τις ακρότητές τους, οι οποίες φτάνουν μέχρι του σημείου να διεκδικούν και ελληνικά εδάφη στη Θεσπρωτία και στην υπόλοιπη Ήπειρο.

Πάντως οι πολλοί, πιστεύουμε, Αλβανοί, δεν ξεχνούν και δεν πρέπει να ξεχνούν ότι εκατοντάδες χιλιάδες  ρακένδυτοι και πεινασμένοι  Αλβανοί κατέφυγαν εδώ ως οικονομικοί μετανάστες στις αρχές της δεκαετίας του 1990 και  βρήκαν θαλπωρή και φιλοξενία και στοργή.

Τότε το  καθεστώς κατέρρευσε, τα ηλεκτροφόρα συρματοπλέγματα έπεσαν και επιτέλους δικαιώθηκε η θυσία Αλβανών και Ελλήνων Μειονοτικών, που με το αίμα τους πλήρωσαν την αντίστασή τους στην τυραννία.

Και ξεχύθηκαν οι Αλβανοί στην Ελλάδα για να αναπνεύσουν ελεύθερα, αλλά και να εξασφαλίσουν την επιβίωση των ίδιων και των οικογένειών τους.

Και στη χώρα μας δουλεύοντας σκληρά και ασταμάτητα (κάποιες φορές ενδεχομένως να έπεσαν και θύματα εκμετάλλευσης από τους εργοδότες, δεν λείπουν αυτά, και οι Έλληνες εργαζόμενοι πέφτουν θύματα εκμετάλλευσης) και κατάφεραν και πρόκοψαν.

Κάποιοι γύρισαν στον τόπο τους, έφτιαξαν σπίτια και επιχειρήσεις, με χρήματα, που κέρδισαν στην Ελλάδα, κάποιοι παραμένουν εδώ και με το μόχθο τους άνοιξαν δικές τους δουλειές ή έρχονται κατά διαστήματα και απασχολούνται σε διάφορες εποχικές εργασίες, που απαξιώνουν οι Έλληνες.

Μένει στο νου και στην καρδιά μας η εικόνα ενός σπιτιού στην Αυλώνα, όπου στις δύο άκρες του μπαλκονιού υπήρχαν από μία ελληνική σημαία.

Όταν ρωτήσαμε τον ιδιοκτήτη του σπιτιού, βέρο Αλβανό,  πως και δεν φοβάται να κυματίζει η γαλανόλευκη στο σπίτι του, μας απάντησε αυθόρμητα και αφοπλιστικά: “Εγώ αυτό το σπίτι το έχτισα με χρήματα, που απέκτησα  στην Ελλάδα, αχάριστος δεν είμαι… Η Αλβανία είναι η πατρίδα μου και την αγαπώ, μα η Ελλάδα με στέριωσε στα πόδια μου και το αναγνωρίζω”.

Μένει στο νου και στην καρδιά μας  η ημέρα, που ήμασταν στη Λούνσια και ψάχναμε ξενοδοχείο για να κοιμηθούμε το βράδυ.

Και προθυμοποιήθηκε  ένας άγνωστος Αλβανός να μας φιλοξενήσει στο σπίτι του, γιατί, όπως μας είπε  “στην Ελλάδα έζησα και δεν τη βγάζω από την καρδιά μου”.

Μάλιστα έσφαξε και κόκορα, για να μας περιποιηθεί, και επειδή είχε δύο δωμάτια όλα και όλα, φαμίλια οκταμελής (ανδρόγυνο, παιδιά, παππούς, γιαγιά), κοιμήθηκαν μερικοί στο πάτωμα και σ’ εμάς παραχώρησαν κρεβάτι!…

Μένει στο νου και στην καρδιά μας  η αντίδραση του  δημοσιογράφου του Αλβανικού Πρακτορείου Ειδήσεων Τελνίς Σκούκι (τώρα ζει αυτοεξόριστος στη Σκανδιναβία), που όταν εθνικιστές έκαιγαν την ελληνική σημαία στη Δερβιτσάνη και βρέθηκε εκεί για ρεπορτάζ, προσπάθησε να τους εμποδίσει, λέγοντάς του ότι δυναμιτίζουν το κλίμα ανάμεσα στα δύο κράτη,  και δέχθηκε σωρεία απειλών και προπηλακισμών.

Ο ίδιος είναι, που προστάτεψε τον γράφοντα, όταν ως δημοσιογράφοι τότε καλύπταμε εκδήλωση των “Τσάμηδων” στα ελληνοαλβανικά σύνορα και δεχθήκαμε απρόκλητη επίθεση (εμείς, αλλά και οι υπόλοιποι Αλβανοί ρεπόρτερς). Έβαλε το σώμα του ασπίδα μπροστά μας, προσπάθησε να αποθήσει τους μπράβους, που τον μάτωσαν με τα χτυπήματά τους, ενώ με ουρλιαχτά καλούσε τη διμοιρία των ΜΑΤ της Αλβανικής Αστυνομίας, που βρισκόταν σε κάποια απόσταση, να επέμβει, όπως και έγινε.

Πάλι ο Τελνίς Σκούκι αντέδρασε με αρθρογραφία του και καταδίκασε ανθελληνικό πανό, που σήκωσαν φίλαθλοι, σε αγώνα ποδοσφαίρου της εθνικής ομάδας της Αλβανίας.

Μένει στο νου και στην καρδιά μας  η συνάντησή μας με Αλβανό αστυνομικό στα Τίρανα, που όταν χαθήκαμε σ’ ένα δρόμο, μας πλησίασε, μας μίλησε αρχικά αλβανικά, του απαντήσαμε στα ελληνικά και με έκπληξη διαπιστώσαμε να μας λέει στη γλώσσα μας, που την ήξερε φαρσί: “Έλληνας είσαι; Τους θέλω πολύ τους Έλληνες. Μου στάθηκαν στα δύσκολα. Δέκα χρόνια δούλευα ως σερβιτόρος σε ταβέρνα στην πλάκα”.

Λοιπόν, ας εστιάζουμε σ’ αυτούς τους Αλβανούς, που επιθυμούν ειρηνικές και αδελφικές σχέσεις με την Ελλάδα, που επιθυμούν ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας,  που θέλουν συνεργασία των δύο χωρών για το όφελος και των δύο χωρών, που αναγνωρίζουν την προσφορά της Ελλάδας.

Την τακτική της εκάστοτε Αλβανικής εξουσίας απέναντι στην Ελλάδα, ας την σταθμίσει και ας την αξιολογήσει η Ελληνική πολιτεία.

Αυτό, που χρειάζεται, είναι η ειλικρινής διάθεση της Αλβανίας για ουσιαστική προσέγγιση με την Ελλάδα, η οποία δεν πρέπει να αποφεύγεται, αλλά να επιδιώκεται.

Και ας μην ενθαρρύνονται αλυτρωτικές αξιώσεις, που προβάλλουν  με έξαρση Αλβανοί υπερπατριώτες.

Οι Αλβανοί, που έκαναν την Ελλάδα τόπο διαμονής τους και εργασίας τους και γεύτηκαν την στήριξη (οικονομική και ηθική) των Ελλήνων, είναι η καλύτερη αφετηρία και βάση να εδραιωθεί η ελληνοαλβανική φιλία.

Δεν συμφέρει τις δύο αυτές γειτονικές χώρες να γκρεμίζουν γέφυρες διαλόγου και συνύπαρξης, αλλά να τις χτίζουν. Δεν συμφέρει να υψώνουν τείχη, αλλά να τα κατεδαφίζουν.

Γιατί έχουν κοινά συμφέροντα και κοινές προοπτικές και κοινές επιδιώξεις στην περιοχή.

Και μπορούν να δημιουργήσουν και κοινό ευρωπαϊκό όραμα, με τις προϋποθέσεις του αλληλοσεβασμού και της αλληλεγγύης.

Τα γειτονικά κράτη ευημερούν αδελφωμένα και όχι διαιρεμένα και συγκρουόμενα.

Πηγή: www.protothema.gr

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *