Κείμενο-φωτογραφίες: Χριστίνα Γκάνια
θυμήθηκα όταν μ’ έφερναν οι παππούδες μου στο χωριό μικρό παιδί, τα πατρικά τους σπίτια, ιστορίες για τον παππού Λιούτα και τα πειράγματά του, τα Μαγγάτικα απέναντι, το χτύπημα τ΄ αργαλειού της γιαγιάς Βαρβάρας, τον μύλο, τ’ αλώνι και τον Μαυροβιρό, ιστορίες με τους βλάμηδες του παππού και τις μότρημες της γιαγιάς, τα κατορθώματα των μπαρμπάδων μου στο σχολείο, το μαγαζί του Λιώνη Ντούρου, τη Σωτηρδήμαινα που πρώτη ερχόταν να μας καλωσορίσει με τ’ ολόισιο κορμί της και το σκόπι στην πλάτη, τον μπάρμπα Γεράσιμο, τον Αιδονη, τα ψυχοσάββατα στον Αι Νικόλα, την Αγία Παρασκευή και το σμίξιμο του χωριού στον Άγιο Παντελεήμονα, τις κορφοκολοκυθιές και μπριγιάμια της γιαγιάς, τον τραχανά και τα πέτουρα, που έπρεπε οπωσδήποτε να φτιάξει στο σπίτι της στο χωριό και μετά να φύγουν με τον παππού τον Οκτώβρη για την Αθήνα, πειράζοντάς με, συνήθως ο παππούς «Χριστίνα, βοζιώνεις τ΄αλειφιάτικα….»
… την ξενιτιά, τ΄ ανάστημα των παιδιών από τους παππούδες τους, τους μετανάστες του χωριού στο Βέλγιο και την Γερμανία, αλλά και ακόμη πιο μακρυά, στην Αμερική και την Αυστραλία, την «βαρελάτικη» και τα ταξίδια των καλατζήδων στην Πελοπόννησο, την σκληρή δουλειά δαμάζοντας την πέτρα και τον ύπνο κάτω απ΄ τα αστέρια…