Ομιλία Αντώνη Μπέζα στην εκδήλωση του Δήμου Πάργας «Η καταστροφή του Φαναρίου από τους Γερμανούς και τους Τσάμηδες»

Share Button

Κυρίες και Κύριοι,

Θέλω κι εγώ με τη σειρά μου να συγχαρώ την Οργανωτική Επιτροπή, και να την ευχαριστήσω, για την πρότασή της και την τιμή που μου έκανε, να είμαι και εγώ ένας από αυτούς που χαιρετίζουν τη σημερινή εκδήλωση μνήμης και ιστορίας.

Βρίσκομαι εδώ, όχι με κάποια πολιτική μου ιδιότητα, αλλά με την ιδιότητα ενός ανθρώπου που αισθάνεται την ανάγκη, να ασχοληθεί ενεργά με ορισμένα ζητήματα.

Όχι για κάποιον άλλο λόγο, αλλά γιατί πιστεύω ότι έχω και εγώ την ευθύνη, μαζί με άλλους βεβαίως, να προλάβουμε καταστάσεις που μπορεί να αποβούν επιζήμιες για το μέλλον και την προοπτική της πατρίδας μας.

Η περίοδος της γερμανικής Κατοχής είναι πράγματι μια από τις πιο σκοτεινές και τις πιο αιματηρές περιόδους, για τις περιοχές μας, τις περιοχές της Θεσπρωτίας και της Πρέβεζας.

Είναι υποχρέωση των ιστορικών και της επιστήμης να δώσουν μια ρεαλιστική, μια όσο το δυνατόν πιο κοντά στην αλήθεια και την πραγματικότητα εικόνα των συμβάντων εκείνης της εποχής αλλά και των αιτίων που τα προκάλεσαν.

Είναι όμως και δική μας υποχρέωση, εμάς των απογόνων – όπως τόνισαν και οι προηγούμενοι ομιλητές- να μη μείνουμε απαθείς και αδρανείς απέναντι στα γεγονότα και την Ιστορία.

Να μην αφήσουμε να «πέσουν» αυτά τα γεγονότα στη λήθη.

Να δημιουργήσουμε στις νεώτερες γενιές μια γνήσια ιστορική και εθνική συνείδηση.

Γιατί η δική μας άγνοια, η δική μας ελλιπής ενημέρωση γύρω από τα γεγονότα και τις αιτίες που αφορούν τις ιδιαίτερες πατρίδες μας, το Φανάρι και τη Θεσπρωτία, μπορεί να λειτουργήσουν ως εργαλεία στα χέρια κάποιων επιτήδειων, που για δικούς τους λόγους, επιχειρούν να διαδώσουν μια στρεβλή εικόνα για αυτά που συνέβησαν στην Ήπειρο κατά τη διάρκεια της Κατοχής.

Η άποψη ότι αυτά τα πράγματα είναι «περασμένα και ξεχασμένα», μπορεί να είναι χρήσιμη για ορισμένες περιπτώσεις, σ’ αυτή όμως εδώ την περίπτωση, μπορεί να έχει μεγάλο εθνικό κόστος.

Ο αλβανικός αλυτρωτισμός και το τσάμικο ζήτημα

Και γίνομαι πιο συγκεκριμένος για το θέμα, που αποτελεί στην ουσία, και το λόγο της δικής μου παρουσίας εδώ σήμερα:

Είναι γνωστό ότι ο αλυτρωτισμός αποτελεί την πολιτική και κοινωνική εκείνη κίνηση, που επιδιώκει την απελευθέρωση όλων των υπόδουλων ομοεθνών και την προσάρτηση των αντίστοιχων εδαφών, τα οποία στη διάρκεια της ιστορίας κατείχε ή υποτίθεται ότι κατείχε το κράτος που τα διεκδικεί.

Επειδή τα περισσότερα από τα τωρινά σύνορα στα Βαλκάνια, δημιουργήθηκαν μέσα από μετακινήσεις και αναδιαμορφώσεις, οι χώρες που θεωρητικά θα μπορούσαν να εγείρουν αλυτρωτικές αξιώσεις σε βάρος των γειτόνων τους είναι πολλές.

Και μια απ’ αυτές είναι, προφανώς, και η Αλβανία.

Η Αλβανία, όντας ένα νεώτερο κράτος, εμφανίζει τώρα που εκσυγχρονίζεται, τις παιδικές ασθένειες ενός έθνους- κράτους.

Η ιδέα της Μεγάλης Αλβανίας, που κατά τους αλβανούς εθνικιστές, φτάνει μέσα στην Ελλάδα μέχρι σχεδόν την Άρτα, γίνεται ολοένα και πιο διαδεδομένη τα τελευταία χρόνια στη γειτονική χώρα.

Και βέβαια, το εξιλαστήριο θύμα αυτού του αλυτρωτισμού είναι ο βορειοηπειρωτικός ελληνισμός, η Ελληνική Εθνική Μειονότητα της Βορείου Ηπείρου.

Αν οι αλυτρωτικές φωνές στην Αλβανία, κυρίες και κύριοι, ήταν προϊόντα μιας περιθωριακής ομάδας, ή υφίσταντο μόνο ως επικοινωνιακό παιχνίδι, για εσωτερική, αλβανική κατανάλωση, τότε τα πράγματα δεν θα ήταν ιδιαίτερα ανησυχητικά.

Δεν συμβαίνει όμως αυτό. Εντελώς αντίθετα, υπάρχουν άλλα δεδομένα που δεν μπορούμε να τα αγνοήσουμε. Κα τα δεδομένα αυτά, είναι πολύ συγκεκριμένα:

Δεδομένο (1ον)

Οι αλυτρωτικές απόψεις, εκτός από την ιδεολογία του κόμματος που διαδραματίζει πλέον κομβικό ρόλο στη λειτουργία του αλβανικού πολιτικού συστήματος, αναφέρομαι στο γνωστό λεγόμενο κόμμα των Τσάμηδων, αποτελούν επίσημο κυβερνητικό πρόγραμμα.

Ταυτόχρονα, αποτελούν τη δεσπόζουσα ιδεολογία στους πνευματικούς θεσμούς της χώρας αυτής, όπως για παράδειγμα στην Ακαδημία της, στα Πανεπιστήμια, σε μεγάλο μέρος της διανόησης ή στα μέσα ενημέρωσης.

Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμη και αυτός, ο υποτίθεται «φιλελεύθερος» και «ευρωπαϊστής» πρωθυπουργός της Αλβανίας, ο Έντι Ράμα, προωθεί τον αλυτρωτισμό. Προσπαθώντας μάλιστα να εξωραΐσει την κατάσταση, έχει αλλάξει τον όρο «Μεγάλη Αλβανία» με αυτόν της «Εθνικής Ενοποίησης», που είναι βέβαια το ίδιο και το αυτό πράγμα.

Ο αλβανικός αλυτρωτισμός άλλωστε, εκτός από την Τσαμουριά, έχει δημιουργήσει ζητήματα και σε άλλες περιοχές των Βαλκανίων, όπως το Κόσοβο και τη ΦΥΡΟΜ.

Δεν υπάρχει σχεδόν καμία πρώην κομμουνιστική χώρα στα Βαλκάνια και την Ανατολική Ευρώπη, στην οποία να μην έχουν εκδηλωθεί, μετά την κατάρρευση του καθεστώτος της, ακραίες εθνικιστικές και αλυτρωτικές τάσεις.

Δεδομένο (2ον)

Το ζήτημα της Τσαμουριάς έχει πλέον ξεφύγει από το εσωτερικό της Αλβανίας και τις διμερείς σχέσεις με την Ελλάδα και έχει μεταφερθεί, δυστυχώς, σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο.

Είναι γνωστό ότι οι οργανώσεις των Τσάμηδων, με χρηματοδότηση από το εξωτερικό, έχουν προσφύγει από τις αρχές του 2016 στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης κατά της Ελλάδας, ζητώντας:

-την αναγνώριση της δήθεν γενοκτονίας τους,

-την αναγνώριση της διάπραξης εγκλημάτων από τις ελληνικές κυβερνήσεις της περιόδου 1913- 1945,

-τον επαναπατρισμό τους στην Ελλάδα, και

-την επιστροφή της ακίνητης περιουσίας τους.

Είναι επίσης γνωστή, η ανιστόριτη στάση του αυστριακού Επιτρόπου για τη Διεύρυνση Γιοχάνες Χάν, ο οποίος, αν και αναρμόδιος, απαντώντας σε ερώτηση ελλήνων ευρωβουλευτών δήλωσε ότι «η Ελλάδα και η Αλβανία εξετάζουν τη θέσπιση κοινού μηχανισμού για την επίλυση των εκκρεμών διμερών ζητημάτων, όπως το τσάμικο ζήτημα».

Αναγνώρισε δηλαδή, εμμέσως πλην σαφώς, ότι για την Ευρώπη υφίσταται Τσάμικο ζήτημα, ασχέτως αν αργότερα η αρμόδια Επίτροπος για την Εξωτερική πολιτική το ανακάλεσε.

Και το ερώτημα είναι, μπροστά σ’ αυτή την κατάσταση εμείς, ως απλοί πολίτες, όχι ως επίσημη Ελληνική Πολιτεία, τι μπορούμε να κάνουμε;

Η επίσημη Ελληνική Πολιτεία, με τα όργανά της και την εξωτερική της πολιτική, έχει τη δική της τακτική και στρατηγική απέναντι στο συγκεκριμένο ζήτημα και δεν είναι ούτε ο τόπος, ούτε ο χρόνος για να κάνουμε οποιαδήποτε κριτική.

Εμείς, όμως, ως Αυτοδιοίκηση, ως ενεργοί πολίτες, για να βοηθήσουμε την επίσημη Ελληνική Πολιτεία σ’ αυτή τη στρατηγική, υπάρχουν συγκεκριμένα πράγματα που μπορούμε και οφείλουμε να κάνουμε:

-να τιμούμε τους νεκρούς μας,

-να αναδεικνύουμε, με εκδηλώσεις σαν τη σημερινή, τα πραγματικά γεγονότα,

-να υπερασπιζόμαστε την ιστορική αλήθεια και να την μεταλαμπαδεύσουμε, με διάφορους τρόπους, στους νεώτερους.

Και η αλήθεια είναι πολύ συγκεκριμένη και εντελώς αντίθετη με την προπαγάνδα του αλβανικού εθνικισμού.

Την περίοδο της Κατοχής επιχειρήθηκε στη Θεσπρωτία και την Πρέβεζα από ένοπλα τμήματα μουσουλμάνων Τσάμηδων, από το 1941 μέχρι το καλοκαίρι του 1943 με την επίβλεψη και τη συνεργασία των ιταλικών κατοχικών δυνάμεων, και στη συνέχεια, από το καλοκαίρι του 1943 μέχρι το καλοκαίρι του 1944 με τη συνεργασία των γερμανικών κατοχικών δυνάμεων, ο «καθαρισμός» της περιοχής από το ελληνικό- χριστιανικό στοιχείο.

Σχεδιάστηκε δηλαδή, και άρχισε να υλοποιείται, είτε ο φυσικός του αφανισμός, με εκτελέσεις και δολοφονίες, είτε η φυγή του μέσω της καταστροφής των περιουσιών και της τρομοκράτησης των αμάχων.

Όλα αυτά, που είναι λίγο πολύ γνωστά, είχαν ως κορυφαία γεγονότα την εκτέλεση των 49 Προκρίτων της Παραμυθιάς και την ολική καταστροφή των χωριών του Φαναρίου, τη θλιβερή ανάμνηση της οποίας τιμούμε σήμερα.

Επομένως, όχι μόνο, δεν έγινε γενοκτονία των Τσάμηδων, αλλά εντελώς αντίθετα, οι Τσάμηδες, ως συνεργάτες των Ιταλών και στη συνέχεια των Γερμανών-Ναζί, επιχείρησαν την «εκκαθάριση» του ελληνικού- χριστιανικού πληθυσμού.

Εκείνη την περίοδο, απέναντι στη φασιστική βαρβαρότητα και την προσπάθεια εθνοκάθαρσης, η στάση του ελληνικού πληθυσμού ήταν στάση άμυνας και αξιοπρέπειας.

Ακόμη και η εκκένωση της Θεσπρωτίας από τον αλβανομουσουλμανικό πληθυσμό το καλοκαίρι του 1944, παρά τα περιορισμένης έκτασης έκτροπα που σημειώθηκαν κατά την απελευθέρωση ορισμένων χωριών, λίγους μήνες πριν την απόφαση της ηγεσίας των αλβανοτσάμηδων για αποχώρηση από την περιοχή, υπήρξε συντεταγμένη και δεν συνοδεύτηκε, σε καμιά περίπτωση, από ενέργειες των στρατιωτικών μονάδων του Ναπολέοντα Ζέρβα εναντίον του άμαχου πληθυσμού.

Ακόμη και για τους Τσάμηδες που είχαν εμπλακεί σε εγκλήματα, υπήρξαν οι διαδικασίες που προβλέπουν οι διεθνείς συνθήκες, υπήρξαν δηλαδή δίκες και καταδίκες με δημεύσεις περιουσιών από το Στρατοδικείο Ιωαννίνων, από το 1945 έως το 1948.

Μόνο που οι δικαστικές αυτές αποφάσεις δεν εκτελέστηκαν ποτέ, διότι οι καταδικασθέντες βρίσκονταν τότε σε αλβανικό έδαφος και δεν εκδόθηκαν ποτέ στην Ελλάδα, για να εκτίσουν τις ποινές τους.

Σύλλογος Απογόνων Θυμάτων των Τσάμηδων

Χρειάζονται επομένως, κυρίες και κύριοι, εκδηλώσεις σαν τη σημερινή. Χρειάζεται να τιμούμε με ηρώα τους νεκρούς μας. Χρειάζεται να μεταφέρουμε την ιστορική αλήθεια στις νεώτερες γενεές και στα διεθνή φόρα, γιατί μόνο έτσι θα βοηθήσουμε την ελληνική εξωτερική πολιτική να αντιμετωπίσει την κατάσταση.

Την κατάσταση, που εθνικιστικοί αλβανικοί κύκλοι, για πολιτικούς λόγους αλλά και για ιδιοτελή οικονομικά συμφέροντα, προσπαθούν να δημιουργήσουν.

Μόνο έτσι θα αντιμετωπιστούν στη ρίζα τους, η προπαγάνδα των Τσάμηδων και ο αλβανικός αλυτρωτισμός.

Σας ενημερώνω λοιπόν, σήμερα, με αφορμή αυτή την εκδήλωση, ότι εμείς, μια ομάδα ανθρώπων με καθαρά εθνικά κίνητρα, και για τους λόγους που ανέφερα προηγουμένως, έχουμε την πρόθεση το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα να προχωρήσουμε στην ίδρυση ενός Συλλόγου Απογόνων των Θυμάτων των Τσάμηδων, της περιόδου 1941-1944.

Στο Σύλλογο αυτό, θα συμμετέχουν ως ιδρυτικά μέλη, απόγονοι οικογενειών που υπήρξαν θύματα των εκκαθαρίσεων των Τσάμηδων από ολόκληρη τη Θεσπρωτία και την περιοχή του Φαναρίου του Δήμου Πάργας.

Το κάνουμε, γιατί πρέπει να σταματήσει η εθνική φοβία που μας οδηγεί στη σιωπή και την ανοχή.

Ναι μεν το λεγόμενο Τσάμικο ζήτημα είναι πολιτικά, ιστορικά και νομικά ανύπαρκτο για την ελληνική πλευρά, αυτό όμως δε σημαίνει ότι δεν πρέπει να υπερασπιζόμαστε την ιστορική αλήθεια και το δίκιο μας, αν χρειαστεί.

Το Δικαστήριο της Χάγης, στο οποίο έχουν προσφύγει οι Τσάμηδες, αλλά και όλοι οι διεθνείς θεσμοί, θα πρέπει να γνωρίζουν ότι η στρατιωτική και πολιτική ηγεσία των Τσάμηδων την περίοδο 1941- 1944 προέβη σε ενέργειες εναντίον της ζωής και της περιουσίας του ελληνικού πληθυσμού και ότι οι Έλληνες ήταν αμυνόμενοι στα σπίτια τους.

Και για την επιβεβαίωση αυτών των γεγονότων, αυτή την αλήθεια, οι καταλληλότεροι για την προβάλουν και να την αναδείξουν, είναι οι απόγονοι των θυμάτων της βαρβαρότητας των Τσάμηδων.

Γι’ αυτό δημιουργούμε το συγκεκριμένο Σύλλογο.

Για να αναλάβει την υπεράσπιση της αλήθειας. Με τεκμηρίωση, χωρίς φανατισμό, χωρίς μίσος και πρόθεση εκδίκησης, αλλά με σθένος, με επιμονή και με σεβασμό στις θυσίες των προγόνων μας.

Η υπεράσπιση της αλήθειας, είναι ταυτόχρονα υπεράσπιση του ανθρώπου, της ελευθερίας και της δημοκρατίας. Αυτή η υπεράσπιση είναι ένας αγώνας διαρκής και ανυποχώρητος. Είναι στάση ζωής και όχι ένας αγώνας περιστασιακός.

Η κίνησή μας συνδέεται άμεσα και με το μεγάλο ζήτημα των αποζημιώσεων για το κατοχικό δάνειο και τις καταστροφές της ναζιστικής θηριωδίας.

Οι αξιώσεις αυτές, όπως ανέφερε πρόσφατα από το Κομμένο της Άρτας ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, πρέπει να είναι νομικώς ενεργές και δικαστικώς επιδιώξιμες.

Γιατί οι Τσάμηδες, υπήρξαν συνεργάτες του φασισμού και του ναζισμού και οι περισσότερες καταστροφές στην περιοχή μας, απ’ αυτούς σχεδιάστηκαν και με τη δική τους συνεργασία εκτελέστηκαν.

Τα σημάδια της ναζιστικής θηριωδίας και οι πράξεις των Γερμανών- Ναζί και των συνεργατών τους Τσάμηδων, πρέπει να μη σβηστούν ποτέ.

Μόνο έτσι, η συνείδησή μας θα παραμένει σε εγρήγορση. Μόνο έτσι, δεν θα υπάρξουν ποτέ στο μέλλον ανάλογα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.

Σας ευχαριστώ για την προσοχή σας.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *