50 χρόνια μετά – Συνάντηση αποφοίτων Γυμνασίου Παραμυθιάς 1975

Share Button

Γρηγόρη, Πέτρο, Νικηφόρε

δημοδιδάσκαλοι της Θεσπρωτίας

οι μαθητές σας διαρκώς μειούνται

τα δημητριακά μας λιγοστεύουν

θα πούμε το ψωμί  π-σ-ω-μ-ά-κ-ι.

Μιχάλης Γκανάς « Ακάθιστος Δείπνος»

Μνήμη  Σπύρου Μουσελίμη, Φώτο Μηλιώνη, Βασίλη Ντούρου

Η Παραμυθιά  είναι κομώπολη της Θεσπρωτίας, χτισμένη στους πρόποδες του Κουρίλα, στα βόρεια  της οροσειράς του Σουλίου, κτίσμα των Θεσσαλών Θεσπρωτών κοντά στον Σελλήεντα (Κωκυτό) ποταμό. Στην γύρω περιοχή ζούσαν οι Σελλοί όπως φανερώνουν τα πανάρχαια τείχη και τα ερείπια εντός της πόλης καθώς και τα κτερίσματα σε τάφο πολεμιστού, χάλκινα προϊστορικά ξίφη και δόρατα. «..Σελλοί, έθνος Ηπειρωτικόν της Θεσπρωτίας κληθέν από του παραρρέοντος ποταμού από Σελλού του Θετταλού..»

Θάμουνα εφτά χρονών όταν έμεινα στη πόλη για πρώτη φορά,  στο σπίτι ενός  θείου μου. Το βράδυ δεν έκλεισα μάτι από έναν περίεργο θόρυβο που σταματούσε για λίγο και πάλι  ξανάρχιζε ο ίδιος, μέχρι τα ξημερώματα το ίδιο βιολί. Δεν έμοιαζε με τις φωνές της νύχτας που ήξερα να ξεχωρίζω κι  έφτασα να σκεφτώ  πως θάναι το στοιχειό του σπιτιού που κοιμόταν και ανάσαινε βαργια.Το πρωί με κόκκινα μάτια από το τρίψιμο πήγα κατά κει που ερχόταν ο θόρυβος. ΄Ηταν ένα ψυγείο, που πρώτη φορά έβλεπα και άκουγα. Την επομένη ανεβήκαμε με τα πόδια στο Πόποβο, τρεις ώρες δρόμο. Στο Λευτροχώρι που κάναμε στάση για νερό, με ρώταγε ο Ντάη-Γιάννης για να τ΄ακούσει άλλη μια φορά δυνατά, χορεύοντάς με στα γόνατα. Με το ΠΑΜΕ ή με την ΕΡΕ. Φώναζα εγώ, με το ΠΑΜΕ, τονίζοντας  την λήγουσα κι έρχονταν ο αντίλαλος στη παραλήγουσα από την Σπάτα.

Αργότερα, την  περίοδο 1969-’75 ήμουνα μαθητής στο Γυμνάσιο Παραμυθιάς που τότε αριθμούσε πάνω από χίλιους μαθητές και μαθήτριες. ΄Ενα παιδομάνι που πλημύριζε τα σοκάκια της πόλης, τις πρωινές και μεσημεριανές ώρες. Πάνω από τριακόσια αγόρια μένανε στο Οικοτροφείο Αρρένων της Μητρόπολης Ευροίας Παραμυθιάς, τα υπόλοιπα παιδιά πηγαινοέρχονταν κάθε μέρα στά γύρω χωριά και αρκετά μέναμε στην πόλη. Δώδεκα και δεκατριών χρονώ παιδάκια σε δωμάτια υγρά και ασοφάτιστα έκαναν το κουμάντο τους   σαν  μεγάλοι, τόσα για νοίκι τόσα για φαί τόσα για βιβλία και αν έμνησκεν και κάτι , έξτρα γλυκό στον Γούσια.   ΄Εμενα στά πάνω διαζώματα της πόλης κοντά στήν Κούλια και ακόμα θυμάμαι την εικόνα του Κωκυτού στα πόδια μας που σάλευε σα φίδι στα χορτάρια. Απο κει κάθε πρωί, ροβόλαγε τον κατήφορο ένα σμάρι παιδιά για το σχολειό μαζί με τα νερά, έβρεχε πολύ τον καιρό εκείνο, που κύλαγαν ως τα λειβάδια κάτω. Το μεσημέρι τον ανήφορο, αλλού τσάντες αλλού μολύβια και χαρτιά και τα κεφάλια ξαναμένα μέσα στίς κάνουλες να σβήσουν. Ρόδια κρασάτα πειρασμοί κρέμονταν στο διάβα μας και  τα Γεωργικά του Βιργιλίου πεταμένα μεσα στον ξένο κήπο.

Τό Φθινόπωρο, με την έναρξη των σχολείων και πριν προλάβουμε να ντύσουμε με μπλέ χαρτί τα σχολικά και γράψουμε τις άσπρες ετικέτες, έρχονταν ο Λάμποβος,μεγάλη εμποροπανήγυρις , και μαζεύονταν εκείνη την βδομάδα όλη η Ηπειρος στην πόλη,που άλλαζε όψη, φορτωμένη πράμματα ζώα και ανθρώπους. Στα γκαλντερίμια παράγκες φύτρωναν και δρόμοι γίνονταν τα μαγαζιά.Τα μεγάλα καφενεία σαν του Φούρκα, άδειαζαν από καρέκλες και τραπέζια και γέμιζαν  φλωκάτες  βελέτζες και λευκά, ως απάνω όλοι οι τοίχοι,γεννήματα απ΄ το Φανάρι σε σακιά, τροφές για τα  ζώα, λιχουδιές που πρώτη φορά αντικρίζαμε, «βελάζαν τα μπακίρια» στα σοκάκια, ούζο Πιλαβά και τσίπουρο από κούμαρα μύριζε στα στενά, βγαίναν από τις πόρτες κουβέντες ανακατεμένες, Σκαλοπανήσιοι, Τσιάμηδες, πέρα απ΄ τον Καλαμά, απ΄ το Φανάρι πέρα, μαζί Γιαννιώτικες και Ιόνιες προφορές, κάπες μαύρες κατράμι και μούργες στα γκαλντερίμια απλωμένες, παιχνίδια τυχερα στά ξέφωτα, κούνιες και γύρος του θανάτου με μηχανές πού κόβαν την ανάσα  και οι τυχεροί θα ακούγανε τον Μπούκαλη το βράδυ στα κλαρίνα κι οι άφραγκοι ξεροσταλιάζοντας με το αυτί στά νάυλον ως τα ξημερώματα στο Καρακαμίσι, μια  τζούρα για να πάρουν από όργανα. ΄Εξω από τη πόλη στου Γαλατά, τα ζώα περίμεναν με υπομονή νάρθει αυτός που  θα τα πάρει.

΄Επεφτε ύστερα γρήγορα ο Χειμώνας και κατέβαζε τά λευκά του ο καιρός απ΄ τον Κουρίλα. Κάπνιζαν τα σπίτια πουρνάρι , έλατο και κουμαριές  που φέρναν οι χωριάτες τους καλοκαιρινούς μήνες, με τα ζώα καραβάνι και οι γυναίκες ζαλικωμένες,  απ΄ τα χωρια πάνω απ΄ την Σκάλα. Δεκαπέντε δραχμές το φόρτωμα έπερναν αν θυμάμαι καλά, κι έκαναν πάνω από είκοσι χιλιόμετρα δρόμο. Ακούγαμε στό θόλο τον χιονιά και παρακαλούσαμε, το χιόνι να κατέβει ως τα σπίτια μας, να πάμε το πρωί με μπάλες στο Γυμνάσιο, ν΄ ανταριαστούνε του γλυκού τα ζωντανά. Πλημμυρισμένος ο Κωκυτός κατέβαινε θολός κι έβρισκε κάτω χαμηλά τον Αχέροντα μέσα σ΄ ομίχλες και χύνονταν μαζί στη θάλασσα δίπλα στο Κειμέριο ακρωτήρι.

Η βδομάδα κυλούσε με τα ίδια και τα ίδια,χρόνος μεταλλικός του ρολογιού της πόλης. Σχολειό το πρωί που ξεκίναγε με προσευχή υπό το χάλκινο βλέμμα του Γυμνασιάρχη που εκτελέστηκε από τους Γερμανούς με τους ’49, και το μυωπικό μάτι του τότε γυμνασιάρχη, που περνάγαμε μπροστά του και μας ξεχώριζε «τα στείρα από τα γαλάρια», έτσι έλεγε, και μας έβαζε στην άκρη όσοι είχαμε ένα πόντο μαλλιά παραπάνω κι άγγιζαν τ΄ αυτί, για να πάρουμε αποβολή την επομένη,καλλιεργώντας έτσι με συνέπεια το απείθαρχον του χαρακτήρα μας. Στο Γυμνάσιο ερχόταν και τα γράμματα από Γερμανία. ΄Ηταν η περίοδος της μαζικής μετανάστευσης κι ένα στα δυό παιδιά περίπου είχαν δικούς στην ξενητιά. Μέσα στο φάκελο πολλές φορές μά τη χαρά, βρίσκαμε διπλωμένο χαρτονόμισμα των πέντε ή των δέκα μάρκων. Εφτάμισυ δραχμές ισοδυναμούσε το μάρκο τότε, όταν μιά φασολάδα στου Πατσιούρα έκανε τέσσερις δραχμές και με το ψωμί τεσσερισήμισυ. Τα απογεύματα ώρες πολλές στα μαθητικά δωμάτια με τον Μπέστ και τον Χέντριξ στους τοίχους να χτυπάνε ροκές και να ντριπλάρουν, λίγο διάβασμα, λίγο μπάλα στο μοναδικό γήπεδο κάτω απ΄το Γυμνάσιο, αν βέβαια μας έβαζαν μέσα οι παραμυθιώτες, εμάς τα ξένα παιδιά και καμμιά βόλτα στα στενά. Ράφτες και τσαγκάρηδες σκυφτά δούλευαν τις παραγγελίες του Σαββάτου κι οι σακοράφες γυάλιζαν στο πήγαιν΄ έλα. «Τι κακό ΄κανα ο καημένος/και με λεν όλοι φονιά/μήνα σκότωσα κανέναν/μήνα φίλησα καμμιά…».

Στα δυτικά της πόλης ακούγονταν οι σιδεράδες να χτυπάνε.Τα μέταλλα στραφτάλιζαν και η νύχτα μέρα γίνονταν. Κυριακές απόγευμα όλη η παρέα σε ξέφωτα με κλίση ως και τριάντα τα εκατό, να κυνηγάμε μια μπάλα πιο πολύ μή τη χάσουμε παρά να σκοράρουμε, με το ραδιόφωνο στ΄ αυτί για την αναμετάδοση των αγώνων. ΄Οταν η ώρα πήγαινε οχτώ μαζευόμασταν έξω απ΄ την τζαμαρία του Μπάρμπα με την μοναδική έκθετη τηλεόραση στη πόλη, να δούμε αθλητική κυριακή, πολύ πριν αρχίσει, μή χάσουμε την διαφήμηση του OLD ΝAVY  που μας απογείωνε εκείνη την δύσκολη ώρα. Τα Σάββατα στο παζάρι κατέβαιναν όλα τα χωριά και μαζεύονταν άνθρωποι και ψώνια έξω απ΄ τα δικά τους μαγαζιά. Εμείς θυμάμαι στο παληό βιβλιοπωλείο του Τζώη που δεν υπάρχει σήμερα. Κάναμε βόλτες και με βροχή ακόμη ως αργά το μεσημερι που έφευγε το τελευταίο λεωφορείο και γύριζε τον κόσμο στα χωριά με όλα τα χρειαζούμενα και το πλαστάρι στο χαρτί, παραγγελιά της γιαγιάς,  απ΄ τον Λάμπρο Μίχο.

Θυμάμαι ακόμα οταν έπαιρνε να μεγαλώνει η μέρα, κι όπως φύση – κορμιά φουσκώνανε, περιμέναμε πως και πως να ρθούνε οι Χαιρετισμοί,  να  παμε καθώς νύχτωνε στον Αη-Νικόλα στα Σεμέτια  να ακούσουμε τους ύμνους και να δούμε τις συμμαθήτριες χωρίς ποδιά να λάμπουν σαν αγίες  κάτω από το φώς των κεριών. Το Πάσχα φεύγαμε για τα χωριά κι όταν γυρίζαμε πάλι, πνιγμένη μές΄ στα πράσινα η πόλη μας,σβησμένα τα στενά τα μονοπάτια  και τα λελέκια πάνω στα χαλάσματα μας υποδέχονταν  μ΄ ένα κροτάλισμα γερό. Μετα σιωπή. Η βουβαμάρα εκείνη μούφερνε πάντα στο μυαλό τις διηγήσεις των μεγάλων για την «Θυσία των 49». Την παγερή σιωπή που ακολούθησε το κροτάλισμα του γερμανικού εκτελεστικού αποσπάσματος που θέρισε 49 προκρίτους της Παραμυθιάς,εκείνη την μαύρη μέρα για την πόλη.  ΄Οταν θυμάμαι εκείνη την έποχή, γλυκιά μου φαίνεται κι ας ξέρω πως δεν ήταν μόνο έτσι,κι όσο πιό μακριά βρέθηκα τόσο πιό γλυκιά μου φάνταζε κι όσο μεγαλώνω τόσο πιό συχνά πίσω γυρίζω. Λές και οι συνάψεις των νευραξόνων που τότε συντελέστηκαν όλο και ζαχαρώνουν με τον καιρό καθώς αναδύονται από τ΄ άπατα της μνήμης. Σαν το παληό κρασί μοσχοβολάνε, και οι κρύσταλλοι που συσωρεύονται στα βάθη όλο και μεγενθύνουν το μικρόκοσμο των παιδικών μας χρόνων, δίνοντας ιριδισμούς και ανεξερεύνητες διαστάσεις στις ασπρόμαυρες φωτογραφίες της περιόδου εκείνης. Λές και στα πρώτα είκοσι χρόνια τελειώνει το αρχέγονο μέρος της παρατεταμένης ζωής μας και μετα βγαίνουμε στα ξέφωτα της μνήμης κι όλο θυμόμαστε.

Γιάννης Ζαρκάδης, Πάτρα Φεβρουάριος 2001

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *