Ποια παιδεία θέλουμε; Σχόλια και σκέψεις σχετικά με προηγούμενο άρθρο

Share Button

*του Πέτρου Τσάπε

Να επισημάνω εισαγωγικά ότι η  διατύπωση άποψης για την παιδεία από ευρυμαθείς, καλόπιστους και σεμνούς ανθρώπους προσδίδει μεγαλύτερο βάρος στον συγκεκριμένο λόγο και πολύ περισσότερο, όταν χαρακτηρίζεται από την έγνοια  για τους φτωχούς και αδύναμους μαθητές.

Ο σύγχρονος λόγος για θέματα παιδείας, σε σχέση με παλιότερες εποχές, διευκολύνεται και συνδέεται με την αύξηση των εγγράμματων πολιτών, τη συμβολή του διαδικτύου και των ΜΜΕ στην ενημέρωση καθώς και με την αναγνώριση της προστιθέμενης αξίας της γνώσης σε ατομικό, κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο. Οι ποικίλες όμως προσεγγίσεις για ζητήματα εκπαίδευσης εστιάζουν συνήθως, με έμμεσο ή άμεσο τρόπο,  στις ευθύνες των εκπαιδευτικών για την κακοδαιμονία της. Θα επιθυμούσα λοιπόν, χωρίς να αποσείω το βάρος της δικής μας ευθύνης, να προβώ σε κάποιες διευκρινιστικές επισημάνσεις για πληρέστερη ενημέρωση.

Η παραδοχή ότι η παιδεία έχει τα χάλια της και η διευρυνόμενη δυσαρέσκεια για την λειτουργία της διευκολύνει την εισαγωγή αλλαγών.  Όμως η στόχευση ρυθμίσεων προς την κατεύθυνση της περαιτέρω συρρίκνωσης του δημοσίου αγαθού της παιδείας προκαλεί δικαιολογημένες αντιδράσεις. Επίσης, η δημιουργία της αίσθησης ότι η κακοδαιμονία της εκπαίδευσης οφείλεται κυρίως στην οκνηρία και ανεπάρκεια των εκπαιδευτικών είναι  άδικη. Ασφαλώς, αποτελούν βασικό κρίκο του εκπαιδευτικού συστήματος αλλά δεν είναι μικρότερης αξίας και τα υπόλοιπα στοιχεία που συναποτελούν το εκπαιδευτικό σύστημα όπως: το κράτος στο οποίο παρέχεται η εκπαίδευση, η σημασία που της αποδίδεται, η χρηματοδότησή της, η κατάρτιση και επιμόρφωση των εκπαιδευτικών, τα αναλυτικά προγράμματα, η λειτουργία άλλων θεσμών κ.α.

Η εκτίμηση ότι «υπάρχουν και άρτιοι εκπαιδευτικοί που κάνουν άψογα τη δουλειά τους» παρουσιάζει ως μειοψηφία τους καλούς εκπαιδευτικούς ενώ κατά την δική μου θεώρηση, προτιμότερη θα ήταν η διατύπωση ότι «υπάρχουν και αδύναμοι εκπαιδευτικοί που δεν κάνουν καλά τη δουλειά τους».

Προβάλλει εδώ και δεκαετίες η αξιολόγηση ως διαδικασία η οποία θα συμβάλλει στην καλύτερη λειτουργία της εκπαίδευσης. Για την πλειονότητα των υποστηρικτών αυτής της άποψης «πρέπει να πάνε σπίτι τους οι ανίκανοι», «να ξεχωρίσει η ήρα από το σιτάρι» κ.λ. Με μεγαλύτερη όμως  σύνεση, οι εισάγοντες κατά καιρούς νομοθετικές ρυθμίσεις, προκειμένου να πείσουν για την αναγκαιότητα της αξιολόγησης,  αναφέρονται στον βελτιωτικό και μη τιμωρητικό χαρακτήρα της. Εξειδικεύοντας όμως με Προεδρικά διατάγματα και Υπουργικές Αποφάσεις τους νόμους για την αξιολόγηση, είδαμε στο παρελθόν να την συνδέουν με βαθμό, μισθό ακόμη και με την  επαγγελματική υπόσταση των εκπαιδευτικών.

Εφόσον προσχωρούσαμε σε αυτή την αντίληψη, θα οφείλαμε να δεχτούμε επιστημονικά, ότι απαραίτητοι όροι για μια αξιολόγηση είναι η αξιοπιστία, αντικειμενικότητα, η εγκυρότητα. Πώς όμως διασφαλίζονται αυτές οι προϋποθέσεις με την έκφραση της υποκειμενικής αξιολογικής κρίσης από τον διευθυντή του σχολείου ή τον σχολικό σύμβουλο; Πόσο αντικειμενική και έγκυρη θα είναι η κρίση τους για την επιστημονική ικανότητα, την διδακτική ευχέρεια και την παιδαγωγική κατάρτιση του εκπαιδευτικού, όταν στο υπό διαβούλευση νομοσχέδιο σχεδιάζεται, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, η επιλογή «ημετέρων» στελεχών; Ποια εχέγγυα αμεροληψίας παρέχουν οι όποιες αξιολογικές κρίσεις σε δημόσιο ή σώματα και φορείς στο ελληνικό κράτος μέχρι σήμερα; Κανείς δεν θα επιθυμούσε να έφτανε ο εκπαιδευτικός σε αυτό που γράφει ο Μακιαβέλι στον Ηγεμόνα: «όποιος θέλει να αποκτήσει την εύνοια του ηγεμόνα, οφείλει να παρουσιάζεται μπροστά του με ό,τι πολυτιμότερο έχει ή με ό,τι βλέπει να ευχαριστεί αυτόν».

Πρόβλημα ασφαλώς προκύπτει από το ότι παρά από τις όποιες ενστάσεις ή επιφυλάξεις των εκπαιδευτικών για το θέμα της αξιολόγησης, δεν έχουν προβληθεί οι διατυπωμένες θέσεις του κλάδου, ενδεχομένως,επικαιροποιημένες.

Οι λόγοι της άρνησης μετατροπής σε πρότυπο σχολείο του  επαγγελματικού λυκείου της πόλης, οφείλονταν σε ζητήματα περιφρόνησης της δημοκρατίας, δυσχέρειας στην φοίτηση των μαθητών, κατάργηση του δικαιώματος επιλογής τομέων- ειδικοτήτων, λειτουργίας του προτύπου ΕΠΑΛ με αποκλειστικό γνώμονα τις ανάγκες της αγοράς εργασίας κ.α.. Διατυπώθηκαν οι εντάσεις μας σε δελτία τύπου, άρθρα, παρεμβάσεις, συνεντεύξεις. Ο χρόνος θα δείξει.

Πρότυπα σχολεία δεν υπάρχουν σε καμιά άλλη χώρα. Αυτό όμως, που μέχρι σήμερα προκύπτει από ερευνητικά δεδομένα στη χώρα μας, στα ογδόντα και πλέον χρόνια λειτουργίας προτύπων γυμνασίων και λυκείων (από την δικτατορία του Μεταξά μέχρι σήμερα), είναι ότι στα σχολεία αυτά φοιτούσαν και φοιτούν οι γόνοι ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων και ότι ουδέποτε «εφαρμόστηκε πιλοτικά η εκπαιδευτική πολιτική σε αυτά για να διαχυθεί στη συνέχεια σε όλα τα υπόλοιπα», όπως διατείνεται η εκπαιδευτική ηγεσία. Παρέμεινε ερμητικά κλεισμένη μέσα στα πρότυπα. Οι νομοθετικές ρυθμίσεις άλλωστε, για λειτουργία και οργάνωση των προτύπων με ευνοϊκότερους όρους, για τους ήδη ευνοημένους μαθητές, με επιλεγμένο εκπαιδευτικό προσωπικό, με επιπρόσθετη  χρηματοδότηση και λειτουργία τμημάτων με μικρότερο αριθμό μαθητών διευρύνει τις υφιστάμενες εκπαιδευτικές ανισότητες και δημιουργεί την αίσθηση της αδικίας.

Πεποίθησή μου είναι ότι η ακολουθούμενη πολιτική, στον χώρο της παιδείας ειδικότερα, διευρύνει τις ανισότητες, προκαλεί αποκλεισμούς και στρέφεται εναντίον εκείνων τους οποίους επικαλείται ότι υπερασπίζεται.

Ο κ. Πέτρος Τσάπες είναι εκπαιδευτικός

 

1 response on Ποια παιδεία θέλουμε; Σχόλια και σκέψεις σχετικά με προηγούμενο άρθρο

  1. Ευχαριστώ προκαταβολικά για την δημοσίευση του άρθρου. Το κείμενό μου αφορά σχόλια πάνω σε προηγούμενο άρθρο που είχε τον ίδιο τίτλο. Η πρώτη παράγραφος του ανωτέρω κειμένου αφορά τον συντάκτη προηγούμενου άρθρου. Πέτρος Τσάπες

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *