
Συχνά –για να μην πω πάντα– παρατηρώ την ίδια απογοητευτική εικόνα: οι παρευρισκόμενοι συμπεριφέρονται περισσότερο σαν θαμώνες καφετέριας παρά ως συνειδητοί πολίτες που συμμετέχουν με ουσία σε έναν χώρο ανταλλαγής λόγου και ιδεών.
Υπάρχει συνεχής ενασχόληση με το κινητό τηλέφωνο, αδιάφορα βλέμματα και μια στάση χαλαρότητας που δεν συνάδει με τη σοβαρότητα τέτοιων εκδηλώσεων.
Όταν έρχεται η ώρα των ερωτήσεων ή των παρεμβάσεων, σπάνια σηκώνονται από τη θέση τους, δεν συστήνονται, δεν τηρούν καμία σειρά, και συχνά εκφράζονται χωρίς κανέναν σεβασμό προς τον ομιλητή ή το υπόλοιπο ακροατήριο.
Αυτό δεν είναι απλώς θέμα καλών τρόπων. Είναι θέμα παιδείας, δημοκρατίας και πολιτισμού της επικοινωνίας.
Η απουσία βασικού σεβασμού στο δημόσιο διάλογο μαρτυρά μια εσωτερική αποστασιοποίηση από τις αξίες της συλλογικότητας, της λογικής επιχειρηματολογίας και της πολιτισμένης διαφωνίας.
Ένα συχνό φαινόμενο είναι και η άρνηση χρήσης του μικροφώνου.
Με τη φράση «Εγώ ακούγομαι» πολλοί αποφεύγουν να ανέβουν στο βήμα ή να εκτεθούν.
Άλλοι ζητούν επιτακτικά ένα ασύρματο μικρόφωνο μόνο και μόνο για να χαθούν ανάμεσα στους υπόλοιπους.
Η αλήθεια είναι πως, συχνά, αυτό γίνεται σκόπιμα: για να πουν “ό,τι τους κατεβαίνει”, χωρίς να λογοδοτούν ή να υπογράφουν ουσιαστικά τη θέση τους.
Όμως το μικρόφωνο δεν είναι απλώς ένα τεχνικό μέσο. Είναι εργαλείο ισότητας, διαφάνειας και δημόσιας ευθύνης.
Όταν κάποιος το αρνείται, δεν αποφεύγει μόνο τον ήχο — αποφεύγει και την ευθύνη.
Η άποψή του χάνεται στα τελικά συμπεράσματα με τη γενική επισήμανση “κάποιος το είπε”, χωρίς να έχει όνομα, θέση ή βαρύτητα.
Η ευθύνη για αυτή την εικόνα δεν βαραίνει μόνο το κοινό. Οι διοργανωτές τέτοιων εκδηλώσεων, αλλά και οι ίδιοι οι ομιλητές, οφείλουν να θέτουν από την αρχή σαφείς κανόνες: πώς υποβάλλονται οι ερωτήσεις, ποιος έχει τον λόγο, πόσο διαρκεί μια παρέμβαση, και γιατί είναι απαραίτητο να παρουσιάζεσαι με όνομα και ιδιότητα.
Ο ομιλητής, με τη σειρά του, δεν πρέπει να φοβάται να υπενθυμίσει ευγενικά –αλλά σταθερά– αυτούς τους κανόνες.
Η ευγένεια δεν είναι αδυναμία, είναι μορφή δύναμης που υπερασπίζεται το επίπεδο και την ποιότητα της δημόσιας συζήτησης.
Ο διάλογος είναι ένα πολιτιστικό επίτευγμα. Αν θέλουμε να τον κρατήσουμε ζωντανό και ουσιαστικό, πρέπει να επενδύσουμε ξανά στη δημόσια παιδεία του λόγου, της ακρόασης και της συμμετοχής.
Να ξαναμάθουμε να ακούμε, να περιμένουμε, να σεβόμαστε. Όχι γιατί το επιβάλλει το πρωτόκολλο, αλλά γιατί έτσι χτίζονται οι κοινότητες που σκέφτονται, συζητούν και εξελίσσονται μαζί.
Βαγγέλης Χαλμαντζής – Χωρίς Σχέδιο