Του π. Ηλία Μάκου
Με αφορμή τις διάφορες πανηγύρεις των αγίων σε πόλεις και χωριά, ανά την Ελλάδα, τώρα το καλοκαίρι (αλλά και σε όλη τη διάρκεια του έτους), κάποιοι ισχυρίζονται, και μάλιστα με βεβαιότητα (!), ότι η πίστη στο Χριστό έχει γίνει ” εμπόριο” και οι άγιοι, όπως και τα λείψανά τους, ουκ ολίγες φορές προβάλλονται και “χρησιμοποιούνται” σαν “εμπόρευμα”…
Μια τέτοια εντύπωση, παρά το γεγονός ότι δεν λείπουν, δυστυχώς, οι αιτίες για να δημιουργηθεί, δεν πρέπει να γενικεύεται αφοριστικά και φυσικά δεν έχει σχέση με το πνεύμα και το νόημα και το περιεχόμενο και την ουσία της Εκκλησίας.
Η Εκκλησία είναι ακλόνητη αξία και πραγματικότητα ως πνευματικός θεσμός, ανεξάρτητα από την ποιότητα των ατόμων, που αποτελούν το ανθρώπινο δυναμικό της.
Σε περιπτώσεις που, τυχόν, παρατηρείται «εμπορευματοποίηση» της Ορθοδοξίας, ας μην κάνουμε το λάθος να συνδέσουμε λανθασμένα τις αξίες της πίστης, που μας τονώνουν και μας αναγεννούν ψυχικά, αλλά και τις μορφές των αγίων, που μας παρακινούν προς το καλό, με τη φαινομενική και υποκριτική θρησκευτικότητα ανθρώπων.
Κάποιοι κληρικοί, αλλά και λαϊκά μέλη της Εκκλησίας, κάνουμε ενδεχομένως αδικαιολόγητες ενέργειες που δικαιολογούν και συντηρούν την κακή αίσθηση περί «εμπορευματοποίησης» της πίστης. Και σκανδαλίζουμε γινόμενοι “χριστέμποροι”! Και δίνουμε, όσοι το δίνουμε, το λυπηρό και βλάσφημο μήνυμα ότι η Εκκλησία είναι “μαγαζί γωνία”.
Είναι, κατά τη γνώμη μας πάντα, αθέμιτο και αφύσικο να γίνεται (αν και όπου γίνεται) προσπάθεια να στηθεί εμμονικά μια αδιαφανής εισπρακτική μηχανή με “εκμετάλλευση” παλαιών και σύγχρονων αγίων, επιστρατεύοντας διάφορους προσχηματικούς τρόπους για περισσότερα έσοδα στ’ όνομα της πίστης!
Άνθρωποι της Εκκλησίας λέγονται και είναι όσοι προσπαθούν να ζήσουν σύμφωνα με τις εκκλησιαστικές αξίες και όχι όσοι επιδιώκουν εκκλησιαστικά εισοδήματα…
Είναι, βέβαια, θεμιτό και φυσιολογικό, όποιος πιστός θέλει με δική του πρωτοβουλία και διάθεση, χωρίς καμία προτροπή και πίεση από κανέναν, που δεν είναι σε καμία περίπτωση επιτρεπτή, να προσφέρει τον οβολό του, προκειμένου να εξασφαλίσουν τα λειτουργικά τους έξοδα οι ναοί, αλλά και να αναπτύξουν κοινωνικό έργο, που τόσο χρειάζεται στην εποχή μας, με έντιμη, βέβαια, διαχείριση.
Άλλωστε με τα χρήματα των πιστών και χτίστηκαν και συντηρούνται οι ναοί και τα μοναστήρια. Και με αυτά προσφέρεται από ιερείς και μοναχούς στήριξη σε φτωχούς και άπορους, που σε μερικές περιπτώσεις, είναι εκτεταμένη.
Ας συνειδητοποιήσουμε κύρια και πρώτιστα όλοι εμείς, που θέλουμε να εμφανιζόμαστε στα λόγια ως Ορθόδοξοι, ότι η αληθινή πίστη δεν έχει σχέση με τα κάθε είδους συμφέροντά μας, αλλά με τα φτερουγίσματα της ψυχής μας προς τα άνω.
Ας μην έχουμε την αφέλεια να πιστεύουμε στο μονόφθαλμο και μονόπλευρο κοίταγμα της πραγματικότητας, που εμείς δημιουργούμε.
Η πίστη, όταν δεν μετατρέπεται σε υλικοκεντρικό σύστημα, αλλά αναδεικνύεται η πνευματικοκεντρική της διάσταση, μπορεί να υποδείξει τις λύσεις και να βρει τα μέσα για την αντιμετώπιση της πολλαπλής και πολυσήμαντης τραγικότητας της εποχής μας.
Η επίτευξη αυτού του σκοπού απαιτεί προσπάθεια δημιουργικής πνοής, με την αξιοποίηση των θετικών μας στοιχείων κόντρα στα αρνητικά μας στοιχεία, ώστε να ξαναβρούμε μέσα μας τον πόθο της αγνότητας που δείχνει το ποιοι οφείλουμε να είμαστε.
Και αυτό είναι μια στάση ζωής που είναι δυνατό να βοηθήσει σε όλο το φάσμα της καθημερινής ζωής, αλλά και να εγγυηθεί την άνθηση του ανθρώπου.
Με την εσωτερική μας ανάταση και ανάσταση έχουμε ελπίδα να υπερβούμε το χάος, που μας κυκλώνει, και να επανέλθουμε από το χάσμα (κενό) σε στέρεο έδαφος, από την αταξία σε τάξη, από τα αδιέξοδα στη διέξοδο, από τα ερείπια στην αναστήλωση.
Πηγή: Εφημερίδα “POLITICAL”, 31/7/2025