Διονύσιος Β΄ο φιλόσοφος, ο αδικημένος της ιστορίας

Share Button

Γράφει ο Γιώργος Κ.Καπρινιώτης

Ο Καζαντζάκης γράφει ότι αποστολή του πνευματικού ανθρώπου είναι να φωνάζει στην έρημο. Ίσως κάποιος να τον ακούσει. Αυτό ακριβώς έπραξε ο Διονύσιος  Β΄ο Φιλόσοφος. Μέσα στην έρημο της δουλείας, τότε που «όλα τα ’σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά», ύψωσε τη φωνή της εξέγερσης, όρθωσε το ανάστημά του και κατάφερε, ώστε να κάνει αρκετούς κοινωνούς του οράματός του στην Ήπειρο και ιδιαίτερα στην περιοχή της Θεσπρωτίας. Δεν έχουμε πολλές και έγκυρες πληροφορίες για την καταγωγή του. Πάντως, οι περισσότεροι μελετητές συγκλίνουν στην άποψη ότι καταγόταν από την περιοχή της Παραμυθιάς. Σε νεαρή, σχετικά, ηλικία τον βρίσκουμε μοναχό στη μονή Αγίου Δημητρίου Διχουνίου, κοντά στο Ραδοβίζι, που ανήκει στον δήμο Ζίτσας Περιφέρειας Ιωαννίνων. Αργότερα, για να διευρύνει τον πνευματικό του ορίζοντα, ταξίδεψε στην Ιταλία. Εκεί Σπούδασε φιλολογία, φιλοσοφία και κατά πάσαν πιθανότητα, ιατρική και φυσική. Εξαιτίας αυτής της μεγάλης του μόρφωσης, έλαβε και την προσωνυμία Φιλόσοφος.  Στη συνέχεια, πήγε στην Κων/λη, όπου ανέβηκε γρήγορα τα σκαλιά της εκκλησιαστικής ιεραρχίας: Διάκονος, αρχιδιάκονος, πρωτοσύγκελος, έξαρχος (αντιπρόσωπος πατριαρχείου σε μεγάλη περιφέρεια με ειδικά καθήκοντα) και το 1591, με απόφαση του Πατριαρχείου εκλέγεται μητροπολίτης Λαρίσης και Τρίκκης (Τρικάλων).

Όμως, παράλληλα με τα θρησκευτικά του καθήκοντα νοιάζεται και για την απελευθέρωση της σκλαβωμένης πατρίδας. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι, όντας επίσκοπος Λάρισας, δεν είχε στείλει ποτέ στην Πόλη χαράτσια και δοσίματα, δηλ. φόρους και εισφορές για τον σουλτάνο και το Πατριαρχείο. Η έντονη επιθυμία του, για να αποτινάξουν οι Έλληνες τον ζυγό της δουλείας, τον ώθησε, ώστε να υποκινήσει το έτος 1600 επαναστατικό κίνημα στη Θεσσαλία. Όμως, δεν τελεσφόρησε και οι Έλληνες υπέστησαν πολλά δεινά, ενώ ο ίδιος καθαιρέθηκε από τον επισκοπικό θρόνο και κατέφυγε στη Δύση. Εκεί, για μια δεκαετία περίπου, προσπάθησε να εξασφαλίσει την υποστήριξη του Πάπα, της ισπανικής αυλής, του Ισπανού Αντιβασιλέα της Νάπολης και του Δούκα του Νεβέρ, προκειμένου να ετοιμάσει ένα νέο επαναστατικό κίνημα.  .

Το 1609 έρχεται πάλι στη Θεσπρωτία και στο γνωστό του μοναστήρι του Αγίου Δημητρίου, στο Διχούνι. Εκεί αναλαμβάνει δράση. Αν και ήταν ηλικιωμένος, περίπου 70 ετών, συνεχώς τριγύριζε. Γράφει ο Αραβαντινός: «περιηγείτο εις τα χωρία και τας κώμας πάσης της Θεσπρωτίας, συνεργούς έχων τους εκ Παραμυθίας Ζώτο Τσίριπον, Γεώργιον Ντελήν και έτερον τινα Λάμπρον». Με το πρόσχημα της θεραπείας ασθενών κάνει περιοδείες και με την ευγλωττία του ξεσηκώνει τους απλούς αγρότες και κτηνοτρόφους της υπαίθρου. Με αναφορά σε χρησμούς, παραδόσεις, σύμβολα και θρύλους, γίνεται πιστευτός. Θύμιζε στους σκλαβωμένους τις παραδόσεις για τον Κων/νο Παλαιολόγο, τον μαρμαρωμένο βασιλιά , τα δημοτικά τραγούδια για την Αγια-Σοφιά, τους χρησμούς για το ξανθό γένος. Τελικά, κατορθώνει να συγκροτήσει ένα σώμα χιλίων περίπου ανδρών, αλλά οπλισμένο με πρωτόγονα θα λέγαμε όπλα. Τόξα, ακόντια, ρόπαλα, γεωργικά εργαλεία, μαχαίρια και 40 μόνο αρκεβούζια (παλιά πυροβόλα όπλα τύπου τυφεκίου).

Τελικά, η εξέγερση εκδηλώθηκε στις 10 Σεπτεμβρίου του 1611 με την καταστροφή δύο τούρκικων χωριών, της Ζαραβούτσας (Αγίου Νικολάου) και Τουρκογρανίτσας (Γρανίτσας). Οι εξεγερμένοι, το βράδυ της ίδιας μέρας, έφτασαν στα Γιάννενα ψάλλοντας «Κύριε ελέησον» και φωνάζοντας «χαράτζι χαρατζόπουλον» και « αναζούλι αναζουλόπουλον». Με αυτόν τον τρόπον ειρωνεύονταν τους τελευταίους φόρους, που είχαν επιβάλει οι Τούρκοι. Οι κατακτητές αιφνιδιάστηκαν και οι εισβολείς δεν άργησαν να φτάσουν στο Διοικητήριο του Οσμάν πασά στην Καλούτσεσμε (Κανλή Τσεσμέ =αίματος πηγή), Καλούτσιανη.

Ωστόσο, η συνέχεια δεν ήταν η αναμενόμενη. Οι Έλληνες, που ήταν μέσα στο κάστρο, δεν άνοιξαν τις πύλες, όπως υπήρχε συνεννόηση. [Το Κάστρο, ήταν μια οχυρωμένη περιοχή έξω από τα Γιάννενα. Σ’ αυτήν έμεναν οι Έλληνες προύχοντες και κληρικοί, αλλά και Τούρκοι αξιωματούχοι]. Γρήγορα η κατάσταση περιήλθε στα χέρια των Τούρκων  και κατέπνιξαν στο αίμα την επανάσταση. Διαβάζουμε στο «ΧΡΟΝΙΚΟ» της εποχής:

«Άλλους μεν εσκότωσαν, άλλους έψησαν ζωντανούς, άλλους έβαλαν εις τα τζεγγέλια και άλλους επαλούκωσαν … Και έγινεν αιματοχυσία πολλή εις το Κάστρον (και) εις ταις στράταις…» Ο ίδιος ο Διονύσιος, ύστερα από προδοσία των Εβραίων, βρέθηκε κρυμμένος σε μια σπηλιά, κοντά στη λίμνη. Στον Οσμάν πασά, που οδηγήθηκε, δήλωσε με παρρησία: «Πολέμησα, για να ελευθερώσω τον  λαό μου από τα βάσανα και την τυραννίας σας». Για το αποτέλεσμα της στάσης του γράφει ο Αραβαντινός: και οι Οθωμανοί μετά μανίας και λύσσης εξήγαγον την δοράν αυτού και πληρώσαντες αυτήν δι’ αχύρων την απέπεμψαν εις Κων/λιν.

Τις επόμενες μέρες, οι Τούρκοι προέβησαν σε σκληρά και απάνθρωπα αντίποινα στα Γιάννενα και στη Θεσπρωτία. Το αποτέλεσμα ήταν  πολλοί να καταφύγουν στα βουνά. Γι’ αυτό αρκετοί Ηπειρώτες αναγκάστηκαν να αλλαξοπιστήσουν, ενώ πολλοί κατέφυγαν στα βουνά και άλλοι στα Επτάνησα (Κέρκυρα 5000 ως το 1627). Επίσης, καταστράφηκαν εκκλησίες, μοναστήρια και δημεύτηκαν κτήματά τους. Ακόμη, καταργήθηκαν προνόμια, που είχαν παραχωρηθεί στους Γιαννιώτες, όπως για παράδειγμα, η απαλλαγή από το παιδομάζωμα, που ίσχυε από τότε που έπεσαν τα Γιάννενα στους Τούρκους (1430). Το έτος 1622 αναφέρεται το 1ο παιδομάζωμα στα Γιάννενα.

Αρκετοί χριστιανοί διώχτηκαν μέσα από το κάστρο. Σύμφωνα με το ΧΡΟΝΙΚΟ της εποχής: «εξωσθέντες έκτισαν έξω οικίας μικράς και έζων ταπεινοί και καταφρονημένοι».

Τέλος, καταστράφηκε η μονή Διχουνίου, στην οποία μόναζε και χρησιμοποίησε ως ορμητήριο και στρατηγείο του ο Διονύσιος. Τελικά, το κίνημα απέτυχε, γιατί, όπως αποδείχτηκε δεν ήταν εξασφαλισμένες οι απαραίτητες αντικειμενικές συνθήκες: Δηλαδή, δεν υπήρχε οργανωμένος, επαρκής και εξοπλισμένος στρατός ούτε κατάλληλος στρατιωτικός ηγέτης. Περισσότερο, θα λέγαμε, κυριάρχησαν μια παρόρμηση και ένας εθνικός αυθορμητισμός.

Αλλά και η αναμενόμενη βοήθεια από τη Δύση δεν έφτασε ποτέ. Έτσι, επιβεβαιώνεται η διαχρονική αλήθεια με το στόμα του Σολωμού: «δεν είναι εύκολες οι θύρες, εάν η χρεία τες κουρταλεί». Τέλος, και στο εσωτερικό δεν εκδηλώθηκε η αναμενόμενη στήριξη. Οι Έλληνες των Ιωαννίνων, και ιδιαίτερα του κάστρου, καθώς και μερίδα του κλήρου, βοήθησαν τους Τούρκους.

Όμως, το γεγονός της αποτυχίας αυτού του πρώτου και σημαντικού προεπαναστατικού κινήματος στην Ήπειρο δεν μειώνει καθόλου την αξία του και δικαιολογημένα αξιολογείται ως μία από τις δυναμικότερες ενέργειες των υπόδουλων Ελλήνων κατά τον 17ο αιώνα.

Η εξέγερση του 1611 οργανώθηκε και εκτελέστηκε αποκλειστικά με ελληνικές δυνάμεις και δίκαια χαρακτηρίστηκε ως η πρώτη που είχε σημαντικό στρατηγικό στόχο, δηλαδή να καταληφθεί ένα σημαντικό κέντρο, ένα φρούριο και στη συνέχεια να επεκταθεί προς την κεντρική Ελλάδα. Επιπλέον, αυτό το κίνημα αποτελεί ένα σημαντικό σταθμό σε μια σκοτεινή περίοδο του υπόδουλου ελληνισμού, κατά την οποία έπρεπε να τονωθούν η εθνική συνείδηση, το πνεύμα της εξέγερσης και η ελπίδα για το μέλλον.

Υπήρξαν, όμως και εκείνοι που εκ του αποτελέσματος καταδίκαζαν και ύβριζαν τον Διονύσιο. Μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα δυσαρέσκειας, εμπάθειας, επικριτικής διάθεσης και απαξίωσης προς το πρόσωπό του τού αποδόθηκε η προσωνυμία «Σκυλόσοφος». Δυστυχώς, αυτό το απαξιωτικό, χλευαστικό, σκωπτικό, περιπαικτικό και μειωτικού χαρακτήρα προσωνύμιο επισκίασε την προσωνυμία Φιλόσοφος. Το παράδοξο και άδικο είναι ότι και οι μετέπειτα ιστορικοί τον έκαναν γνωστό περισσότερο με το παρωνύμιο Σκυλόσοφος. Φαίνεται ότι σε μερικές περιπτώσεις, όπως αυτή, η ιστορία παρουσιάζεται με σκληρή όψη. [Μην παραβλέπουμε και σήμερα ακόμη πόσο εύκολα αποδίδονται παρατσούκλια μειωτικού χαρακτήρα σε συνανθρώπους μας, με πολύ δυσάρεστα αποτελέσματα, που κάποτε καταλήγουν σε σκληρά αντίποινα, ακόμη και μέχρι το έγκλημα]. Οπωσδήποτε όμως, δε δικαιολογείται η συνέχιση αυτής της απαξιωτικής προσωνυμίας προς ένα πρόσωπο ηρωικό, που έδωσε συνειδητά τη ζωή του για την πατρίδα.  Στην πόλη μας ευτυχώς έχει διορθωθεί το παρωνύμιο Σκυλόσοφος, τόσο στο Ηρώο της πόλης όσο και στην οδό, που βρίσκεται δίπλα από το 1ο Γυμνάσιο Ηγουμενίτσας.

Σε όσους τον επέκριναν γιατί ανέλαβε να φέρει εις πέρας ένα κίνημα έξω από τα όρια της λογικής, ως απάντηση παραθέτω τα ακόλουθα λόγια του Καζαντζάκη: «Το ελληνικό κράτος, αν σώθηκε ως τα σήμερα, αν επέζησε ύστερα από τόσους εχτρούς, εξωτερικούς και εσωτερικούς –προπάντων εσωτερικούς – ύστερα από τόσους αιώνες κακομοιριάς, σκλαβιάς και πείνας, το χρωστάει όχι στη λογική, αλλά στο θάμα». Και ο Νίτσε συμπληρώνει: Πάντα υπάρχει λίγη λογική στην παραφροσύνη.

Αναμφίβολα, ο Διονύσιος ο Φιλόσοφος υπήρξε μία από τις πιο σημαντικές εθνεγερτικές μορφές κατά τα χρόνια της δουλείας. Ήταν ο πρώτος μεγάλος επαναστάτης στην περίοδο της Τουρκοκρατίας. Επιπρόσθετα, υπήρξε φλογερός εθνοκήρυκας, αγωνιστής της ελευθερίας, μεγάλος πατριώτης, διαφωτιστής, οραματιστής αλλά και ονειροπόλος. Παρέμεινε αδούλωτος στην ψυχή και στην πίστη του Χριστού. Δικαιολογημένα, η ιστορία τον κατέταξε στο πάνθεο των ηρώων και η πολιτεία έχει χρέος να άρει μια αδικία προς τη μνήμη του και να τον επαναφέρει στα επίσημα σχολικά εγχειρίδια της ιστορίας, όπου υπάρχει αυτή η προσωνυμία, με την ορθή προσωνυμία Διονύσιος Β΄ ο  Φιλόσοφος.

Ειπώθηκε ότι, μερικές φορές, η ήττα αποτελεί νίκη. Αλλά νομίζω ότι και η αποτυχία, σε ανάλογες περιπτώσεις, ποτέ δεν είναι αποτυχία. Όλο και κάτι μένει. Μένει και κάποια μαγιά για τους μεταγενέστερους. Άλλωστε, μερικές φορές, λιγότερη αξία έχει η σίγουρη νίκη από τη βέβαιη, ή σχεδόν βέβαιη, ήττα και στην αβέβαιη έκβαση μιας μάχης κρίνεται ο ήρωας. Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά, κατά τον Σεφέρη.

Καταλήγοντας θα υπογράμμιζα ότι ο Διονύσιος  Β΄ο Φιλόσοφος ανήκει στους εθνομάρτυρες της ιστορίας μας και αξίζει κάθε έπαινο, τιμή και θαυμασμό. Αλλά ερωτώ στις μέρες μας πόσο τον τιμούμε; Έχουμε  ως Θεσπρωτία αναλάβει κάποια μορφή  τιμής προς το πρόσωπό στην επέτειο της επανάστασής του, 10 Σεπτεμβρίου; Από ό,τι γνωρίζω ούτε μια μικρή ομιλία δεν γίνεται προς τους μαθητές και ιδιαίτερα στο 1ο Λύκειο και στο 1ο Γυμνάσιο Ηγουμενίτσας που βρίσκονται δίπλα ακριβώς από την οδό Διονυσίου  Β΄Φιλοσόφου. Αυτό αποτελεί  ασύγγνωστη αμέλεια. Απευθύνομαι, κλείνοντας,  στην Περιφέρεια Θεσπρωτίας, στου Δήμους της, στους Διευθυντές Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Θεσπρωτίας και σε πολιτιστικούς συλλόγους, έστω από το επόμενο έτος να αναλάβουν πρωτοβουλίες ώστε να αποδίδεται η δέουσα τιμή στον αδικημένο επαναστάτη Διονύσιο Β΄Φιλόσοφο,  ο οποίος με τη θυσία του πότισε το δέντρο της λευτεριάς, έγινε λαμπάδα, που φώτισε για λίγο τους σκλαβωμένους και αποτέλεσε πηγή έμπνευσης και άρδευσης της εθνικής μνήμης. Μ’ έναν λόγο,  έκανε πράξη αυτό που γράφει ο Ανώνυμος στην Ελληνική Νομαρχία: «Ο άνθρωπος πρέπει να τελειώνει τη ζωή του ή με την ελευθερίαν του ή δια  την ελευθερίαν του».

 

 

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *