*Γράφει ο Παντελής Κυπριανού
Οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές οδήγησαν διεθνώς σε μια πρωτοφανή συγκέντρωση πλούτου, σε φτωχοποίηση μεγάλου μέρους του πληθυσμού. Οι κοινωνικές ανισότητες είναι πρωτόγνωρες. Με την κρίση, τα μνημόνια και την ακολουθούμενη πολιτική από την κυβέρνηση του Κυρ. Μητσοτάκη οι ανισότητες στην Ελλάδα πήραν τεράστιες διαστάσεις. Οι φτωχοί έγιναν φτωχότεροι, οι πλουσιότεροι ακόμα πλουσιότεροι. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Eυρωπαϊκής Στατιστικής Αρχής, της Eurostat, το 2021 το 28,3% των Ελλήνων ήταν στα όρια της φτώχειας. Τρεις κοντά στους δέκα Ελληνες. Η χώρα με τους περισσότερους στην Ευρωπαϊκή Ενωση (Ε.Ε.) στα όρια της φτώχειας μετά τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία. Στα όρια της φτώχειας μάλιστα σε μια χώρα μεταξύ των χωρών με τους χαμηλότερους μισθούς στην Ε.Ε., με 15.800 ευρώ μέσο ετήσιο εισόδημα το 2021.
Τα πράγματα επιδεινώθηκαν τα τελευταία δύο χρόνια με την ακρίβεια βασικών ειδών ανάγκης. Επίσημα ο πληθωρισμός ήταν 7,6% το 2022. Αν και το ποσοστό είναι χαμηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, πρόκειται για το υψηλότερο τον 21ο αιώνα. Αλλά αυτό δεν λέει πολλά. Τα είδη βασικής ανάγκης αυξήθηκαν πολύ περισσότερο. Από 10% έως 50%. Αυτό σημαίνει ότι τα νοικοκυριά έχασαν μεγάλο μέρος της αγοραστικής τους δύναμης. Αν σε αυτό συνυπολογίσουμε ανελαστικά έξοδα όπως μετακίνηση, θέρμανση, ηλεκτρικό ρεύμα, τότε τα νοικοκυριά έχασαν πολύ περισσότερα.
Σύμφωνα με μελέτη του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ, από τον Αύγουστο του 2021 έως και τον Σεπτέμβριο του 2022 τα νοικοκυριά με εισοδήματα έως 750 ευρώ απώλεσαν το 40% της αγοραστικής τους δύναμης. Αντίστοιχα έχασαν 9-14% όσοι είχαν εισόδημα έως 1.100 ευρώ μηνιαίως. Ας σκεφτούμε τι σημαίνει 40% για πολύ περισσότερους από τρεις στους δέκα Ελληνες που βρίσκονται στα όρια της φτώχειας. Τι σημαίνει 9-14% απώλεια γι’ αυτούς -οι περισσότεροι Ελληνες- που οι μηνιαίες αποδοχές τους κυμαίνονται από 750 έως 1.100 ευρώ τον μήνα. Τα χρήματα που έφταναν-δεν έφταναν για την επιβίωση, τώρα χάθηκαν. Και επειδή δεν φτάνουν και εξαντλούνται στις στοιχειώδεις ανάγκες την πληρώνει η αγορά που στηρίζεται κατά βάση στην ιδιωτική κατανάλωση.
Αυτά αποτυπώνονται στις ευρωπαϊκές στατιστικές. Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση της Eurostat, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας σε μονάδες αγοραστικής δύναμης (PPS) διαμορφώθηκε το 2021 στο 64,6% της Ε.Ε.-27. Το χαμηλότερο μετά τη Βουλγαρία. Θέση ιδιαίτερα μη κολακευτική όταν για χρόνια προσέγγιζε το 80% και όταν το 2009, πριν από τα μνημόνια, η χώρα κατατασσόταν 14η μεταξύ των 27 χωρών της Ε.Ε. Εκτοτε μισθοί και συντάξεις πετσοκόπηκαν. Ταυτόχρονα οι τιμές πήραν την ανηφόρα. Τα νοίκια πήραν πάνω, οι μετακινήσεις έγιναν απαγορευτικές. Με δυο λόγια, το διαθέσιμο εισόδημα συρρικνώθηκε. Ας σκεφτούμε μια οικογένεια με ένα, δύο ή τρία παιδιά, ακόμη χειρότερα με παιδιά φοιτητές σε άλλη, σε άλλες πόλεις. Πώς να κάνεις παιδί στη συνθήκη αυτή;
Ολα αυτά αποτυπώνονται εδώ και καιρό στις έρευνες της κοινής γνώμης. Ας δούμε δύο πρόσφατες. Στην πρώτη, της Prorata, το 31% αξιολογεί ως σημαντικότερο πρόβλημα την οικονομία, το 19% τη διαφθορά, το 15% τα εθνικά θέματα, το 9% την ανεργία/συνθήκες εργασίας, το 7% την υγεία/περίθαλψη. Στη δεύτερη έρευνα, της MRB, το 46,3% θεωρεί την ακρίβεια το βασικότερο πρόβλημα. Μάλιστα το 67,9% των ερωτώμενων θεωρεί ότι η ακρίβεια αποτελεί το βασικό κριτήριο της ψήφου τους. Το 15,6% προτάσσει τη διαφθορά και τη διαφάνεια. Επονται άλλα ζητήματα με την ίδια σειρά με την πρώτη έρευνα. Θυμίζω ότι σ’ όλες τις έρευνες η συντριπτική πλειονότητα των ερωτώμενων, από 70% έως 90%, δεν θεωρεί το «καλάθι του νοικοκυριού» αποτελεσματικό μέτρο.
Κοντολογίς οι δύο βασικές έγνοιες είναι η ακρίβεια και η διάχυτη διαφθορά. Κατά τη γνώμη μου, πρόκειται για δύο διαφορετικά κοινά. Το πρώτο είναι το πιο ευάλωτο στην ακρίβεια, οι λιγότερο εύποροι Ελληνες. Το δεύτερο είναι πιο ανθεκτικό στην κρίση, ανησυχεί για την κατάπτωση της δημοκρατίας μας, από την αναξιοκρατία ώς τη πολυποίκιλη διαφθορά. Εικάζω ότι ένα μεγάλο μέρος του δεύτερου κοινού ανησυχεί στο πνεύμα αυτό και για τις υποκλοπές. Ακρίβεια λοιπόν σε πρώτο λόγο και λειτουργία της δημοκρατίας είναι οι βασικότερες ανησυχίες των πολιτών. Δύο θέματα που οφείλουν να πάρουν πολύ σοβαρά υπόψη τα κόμματα της αντιπολίτευσης που στοχεύουν προσεχώς να κυβερνήσουν καλύτερα τη χώρα.
*καθηγητής Νεότερης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πατρών