Του Δημήτρη Β. Χρήστου, Δικηγόρου Θεσπρωτίας
Το Σύνταγμα, ως γνωστόν, είναι ο θεμελιώδης και υπέρτατος Νόμος της Πολιτείας και αποτελεί κατάκτηση της αστικής τάξης απέναντι στην αυθαιρεσία και την εξουσία του μονάρχη – φεουδάρχη. Σημειωτέον ότι στην Μεγάλη Βρετανία, το Σύνταγμά της, σε αντίθεση με τις άλλες χώρες, είναι εθιμικό και όχι γραπτό, διότι κατά τους Άγγλους (κατά ορθή σκέψη) τα ουσιώδη δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του πολίτη απέναντι στο Κράτος είναι αυτονόητα, πρέπει δε να τα γνωρίζει αυτός απέξω και δεν χρειάζεται να γραφούν κάπου για να εφαρμόζονται από την Πολιτεία και τον πολίτη.
Στην χώρα μας, καταρχήν, θα πρέπει να συζητηθεί σοβαρά η πρόταση περί συνταγματικής θέσπισης του ασυμβιβάστου μεταξύ των ιδιοτήτων του βουλευτή και του υπουργού στο ίδιο πρόσωπο. Η δυνατότητα σύμπτωσης των δύο ιδιοτήτων (βουλευτή και υπουργού) στο ίδιο πρόσωπο, αφενός μεν παραβιάζει την αρχή της διάκρισης των εξουσιών που κατοχυρώνει το ίδιο το Σύνταγμα στο άρθρο 26 (η νομοθετική λειτουργία ασκείται από τη Βουλή και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, η εκτελεστική από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και την Κυβέρνηση και η δικαστική από τα δικαστήρια), αφετέρου δε εξασφαλίζει την υποταγή αρκετών κυβερνητικών βουλευτών στις πρωθυπουργικές επιθυμίες, καθώς η εξουσία συγκεντρώνεται στα χέρια του Πρωθυπουργού, που σε αυτόν προσφέρεται το διαρκές δικαίωμα μίας πιθανής υπουργοποίησης αυτών. Από την άλλη πλευρά, σε περιόδους κοινοβουλευτικών ισορροπιών, ο βουλευτής αποκτά δυνατότητα να εκβιάζει την κυβέρνηση, προσβλέποντας και επιβάλλοντας σε πολλές περιπτώσεις την υπουργοποίησή του. Και πάλι η δημοκρατία, με αυτόν τον τρόπο, δεν λειτουργεί ομαλά.
Κατά το Σύνταγμα όμως (άρθρο 26) οι βουλευτές ανήκουν στο νομοθετικό σώμα και οι υπουργοί στο εκτελεστικό. Ο βουλευτής εκλέγεται από τον λαό να νομοθετεί και όχι να κυβερνά. Έχομε βιώσει περιπτώσεις απίθανων ατόμων να διοικούν υπουργεία, που απλά έτυχε να εκλεγούν βουλευτές. Με ποια λογική μπορούν τα άτομα αυτά να διοικούν τα υπουργεία και την χώρα; Η θέση ενός υπουργού είναι πάρα πολύ σοβαρή, διότι διοικεί τομείς της λειτουργίας του κράτους και διαχειρίζεται τεράστια ποσά και κονδύλια. Επίσης ο υπουργός – βουλευτής αποφεύγει να λαμβάνει αποφάσεις, ορθές μεν για την χώρα, αλλά με πολιτικό κόστος. Το Σύνταγμα προβλέπει σαφή διάκριση των εξουσιών (άρθρο 26). Όταν όμως εκλέγεται κάποιος με την προσδοκία να γίνει Υπουργός και να κυβερνήσει, είναι έρμαιο της διάθεσης του Πρωθυπουργού, από τον οποίο προσδοκά μία θέση στο υπουργικό συμβούλιο. Οι θέσεις Υπουργών, που δεν θα ήταν βουλευτές, θα έδινε την δυνατότητα επιλογής άξιων ατόμων από την κοινωνία, ατόμων που μπορούν να προσφέρουν και να διοικήσουν και τα οποία δεν επιθυμούν ή δεν μπορούν να εμπλακούν στις διαδικασίες και στην συναλλαγή που απαιτεί η εκλογή κάποιου στην Βουλή και στην συνέχεια η επανεκλογή του. Αν μάλιστα η ιδιότητα του μη κοινοβουλευτικού υπουργού συνδυάζονταν και με την πρόβλεψη ότι ο μη κοινοβουλευτικός υπουργός δεν θα έχει το δικαίωμα να θέσει υποψηφιότητα στις επόμενες βουλευτικές εκλογές, τότε η λειτουργία της διοίκησης του Κράτους θα ήταν ακόμη πιο αποτελεσματική. Και κάτι επίσης ουσιαστικό και σημαντικό, το ασυμβίβαστο μεταξύ βουλευτή και υπουργού στο ίδιο πρόσωπο (εάν κατοχυρωθεί συνταγματικά) θα μειώσει την συναλλαγή μεταξύ πολίτη και πολιτικού και θα συμβάλλει στον εκσυγχρονισμό της πολιτικής ζωής και στον περιορισμό του κομματικού – πελατειακού συστήματος που υφίσταται στην χώρα μας από την εποχή της τουρκοκρατίας.
Τα τελευταία χρόνια επίσης έχει ανοίξει, σε διεθνές επίπεδο, μία έντονη συζήτηση σχετικά με το κόστος λειτουργίας του πολιτικού συστήματος και την ανάγκη περιορισμού του. Ειδικότερα, στην περίοδο της οικονομικής κρίσης και ύφεσης που βιώνουμε, κερδίζει έδαφος η άποψη που ισχυρίζεται ότι στο πλαίσιο περιορισμού των δημοσίων δαπανών που συντελείται (στους μισθούς, στις συντάξεις, στην υγεία, στην παιδεία κ.α.), δεν θα πρέπει να εξαιρούνται από αυτόν τον περιορισμό και οι αντιπροσωπευτικοί μας θεσμοί. Με βάση αυτήν την άποψη, αλλά και με το πρόσθετο επιχείρημα ότι οι τριακόσιοι βουλευτές της ελληνικής Βουλής είναι κατ’ αναλογία πολλοί σε σχέση με τον πληθυσμό της Ελλάδας και δεν χρειάζονται τόσοι, υποστηρίζεται πλέον από αρκετούς και στην χώρα μας η ανάγκη μείωσης του αριθμού τους (σύμφωνα με το άρθρο 51 του Συντάγματος επιτρέπεται στον κοινό νομοθέτη να μειώσει τον αριθμό των ελλήνων βουλευτών μέχρι και τους διακόσιους). Αν θέλομε όμως να περιορίσουμε τον αριθμό των βουλευτών (σε διακόσιους) κυρίως λόγω δαπάνης, θα πρέπει παράλληλα να καταργήσουμε την ενισχυμένη αναλογική που ισχύει σήμερα και να οδηγηθούμε σε ένα καθαρά πλειοψηφικό σύστημα, για να λειτουργήσει σωστά το πολίτευμα (όπως για παράδειγμα ισχύει στην Μεγάλη Βρετανία). Στην Μεγάλη Βρετανία που έχει πληθυσμό 68,3 εκ. κατοίκων, η αναλογία κατοίκων ανά βουλευτή είναι περίπου 105.000, ενώ στην Ελλάδα, ακόμη και με διακόσιους βουλευτές (εάν νομοθετηθεί), η αναλογία είναι 50.000 ανά βουλευτή. Είναι φανερό, ότι σε σύγκριση με την Μεγάλη Βρετανία (αλλά και με άλλες χώρες), ακόμη και το μέγεθος των διακοσίων βουλευτών στην χώρα μας (εάν νομοθετηθεί) είναι υπερβολικό.
Συζητάμε πάντα με την επιφύλαξη, ότι οποιαδήποτε αλλαγή στον τρόπο λειτουργίας της Βουλής και ειδικότερα στον αριθμό των βουλευτών (ο αριθμός των τριακοσίων βουλευτών που ισχύει σήμερα έχει καθιερωθεί στην χώρα μας από το έτος 1952) θα εφαρμοστεί υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα εξασθενίσει την αντιπροσωπευτική αρχή και δεν θα περιορίσει την δυνατότητα των βουλευτών να καταθέτουν την γνώμη και την ψήφο τους ελεύθερα με γνώμονα αποκλειστικά την συνείδησή τους.
Επίσης το άρθρο 86 του Συντάγματος (αναφέρομαι στον περίφημο νόμο «περί ευθύνης υπουργών») καθορίζει την ποινική ευθύνη των μελών της Κυβέρνησης και των Υφυπουργών για αδικήματα που τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους και κατοχυρώνει ότι μόνο η Βουλή μπορεί να ασκήσει δίωξη στους Υπουργούς και Υφυπουργούς (ενώ για εμάς τους «κοινούς» θνητούς σε περίπτωση διάπραξης αδικήματος ασκεί δίωξη ο εισαγγελέας και ορθά διότι είναι ο πλέον αρμόδιος και ειδικός να ασκήσει). Σημειωτέον ότι μετά την αναθεώρηση του Συντάγματος το έτος 2019 καταργήθηκε (πάλι καλά) η αποσβεστική προθεσμία που υπήρχε πριν, με σκοπό να αντιμετωπιστεί η ατιμωρησία, επιτρέποντας πλέον την δίκη χωρίς χρονικό περιορισμό. Η ανωτέρω όμως αρμοδιότητα της Βουλής είναι στα χέρια της εκάστοτε κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Διότι μία πολιτικά αδίστακτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, αποφασισμένη να αρνηθεί να αποδώσει ευθύνη στην Κυβέρνηση την οποία στηρίζει, έχει την δυνατότητα (με βάση τον συγκεκριμένο νόμο «περί ευθύνης υπουργών») να απαλλάξει από κάθε ποινική ευθύνη οποιονδήποτε Υπουργό ή Υφυπουργό για οποιοδήποτε αδίκημα. Αρκεί να προκαλέσει, (ή και δεν προκαλεί καθόλου) την υποβολή πρότασης για την άσκηση δίωξης από τριάντα βουλευτές, την οποία στην συνέχεια η ίδια θα απορρίψει έχοντας την πλειοψηφία, ώστε να απαλλαγεί πανηγυρικά ο Υπουργός από κάθε ευθύνη για αδίκημα που διέπραξε.
Η διατήρηση όμως του απαραδέκτου αυτού προνομίου εκθέτει πολιτικά και συνταγματικά τις κυβερνήσεις και συνεπώς θα πρέπει να καταργηθεί με την επόμενη συνταγματική αναθεώρηση.
Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 90 παράγραφοι 5 και 6 του Συντάγματος, ο διορισμός της ηγεσίας των τριών ανώτατων Δικαστηρίων (Άρειος Πάγος, Συμβούλιο της Επικρατείας και Ελεγκτικό Συνέδριο) γίνεται από το Υπουργικό Συμβούλιο, δηλαδή πρακτικά από τον Πρωθυπουργό μετά από πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης. Το άρθρο αυτό όμως καταστρατηγεί την αρχή της διάκρισης των εξουσιών και το πνεύμα του Συντάγματος. Στα μάτια των πολιτών η Δικαιοσύνη αποτελεί έναν προβληματικό θεσμό και αυτό αποτελεί από μόνο του μία τεράστια απειλή για το κράτος δικαίου στην Ελλάδα, όπως πρόσφατα τονίστηκε και από πρώην Πρωθυπουργό σε δημόσια ομιλία του.
«Η Δικαιοσύνη πρέπει να είναι σαν την γυναίκα του Καίσαρα, όχι μόνο να είναι τίμια, αλλά και να φαίνεται ότι είναι τίμια», ανέφερε κάποτε ο Καθηγητής (το Κ με κεφαλαίο) του Συνταγματικού Δικαίου Αριστόβουλος Μάνεσης. Η ανωτέρω όμως συνταγματική διάταξη περί του τρόπου διορισμού της ηγεσίας των ανώτατων Δικαστηρίων αφορά ευθέως την δικαστική ανεξαρτησία και αμεροληψία, όπως έχουν επισημάνει επανειλημμένα διεθνείς οργανισμοί, η Ευρωπαϊκή Ένωση, έγκριτοι νομικοί και σύλλογοι. Τα ανωτέρω αναφερόμενα δεν σημαίνουν ότι οι δικαστές που επιλέγονται είναι κατ’ ανάγκη ανεπαρκείς ή ελεγχόμενοι. Σημαίνει όμως ότι αναλαμβάνουν τις θέσεις τους με μία σκιά και υπεύθυνη για αυτό είναι η εκάστοτε κυβέρνηση που τους διορίζει. Ένας έγκριτος νομικός στο βιβλίο του «Τι πρέπει να αλλάξει στο Σύνταγμα» έγραψε: «Η ανάθεση της κρίσιμης επιλογής στο Υπουργικό Συμβούλιο υπονομεύει τον σκοπό της συνάρθρωσης, ανεξαρτησίας και αποτελεσματικότητας μέσω της αξιοκρατίας, ενώ ταυτόχρονα διαβρώνει την αξιοπιστία της δικαιοσύνης… Σε μία μυστική ψηφοφορία οι Ολομέλειες των ανωτάτων Δικαστηρίων, που έχουν πλήρη γνώση των προσόντων και της προσωπικότητας των υποψηφίων, θα κρίνουν με γνώμονα το συμφέρον του θεσμού. Ακόμη, όμως, και αν δεν επιλέξουν με αξιοκρατικά κριτήρια, δεν θα πλανάται πάνω από την δικαιοσύνη η υπόνοια της πολιτικής εξάρτησης της ηγεσίας της. Και αυτό είναι τελικά το σημαντικότερο».
ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ: Ας μην ανησυχούν οι εκάστοτε κυβερνώντες. Τα ανωτέρω γραφόμενα δεν συνιστούν δα κάτι επαναστατικό και καινούργιο. Αλλά συνίστανται σε βασικές κατακτήσεις της αστικής τάξης με την γαλλική επανάσταση (έτος 1789), που έχουν αργήσει όμως να έρθουν στην χώρα μας, διότι συντηρεί και επιβάλλει ακόμη (από την εποχή της τουρκοκρατίας) το πελατειακό – κομματικό σύστημα, για ευνόητους λόγους.




