Το τηλέφωνο χτύπησε αρκετές φορές πριν το σηκώσει. «Γιε μου, εσύ;» είπε όταν έφθασε με το «Πι» στο σαλόνι όπου είχε αφήσει τη συσκευή. Δεν ήμουν ο γιος της. «Με συγχωρείς, κοπέλα μου, τέτοια ώρα με παίρνει συνήθως ο γιος μου». Στα 92 σου, οι συνήθειες, η ρουτίνα, είναι αγκυροβόλι. Πόσο μάλλον για μια γυναίκα που ζει μόνη στον Αυλότοπο Σουλίου, ένα απομακρυσμένο χωριό της Θεσπρωτίας, με αποκλειστική ασχολία τη φροντίδα του κήπου της και των ζωντανών που ζουν σε αυτόν ή τον επισκέπτονται.
Κι ένα καθήκον, την ανακύκλωση. Η Θεοδώρα Τζίμα είναι η μόνη στον Αυλότοπο αλλά και στα υπόλοιπα τέσσερα Σουλιωτοχώρια, όπως ονομάζονται, που κάνει ανακύκλωση. Είναι η προσωπική της ιεροτελεστία. Πατάει με τα χέρια τα χαρτόκουτα ώστε να μην πιάνουν χώρο στη σακούλα, πλένει ένα ένα τα πλαστικά μπουκάλια και τα κυπελλάκια, τα αφήνει να στεγνώσουν, «τσαλακώνει» τα τενεκεδάκια των αναψυκτικών, σκίζει τα χαρτιά σε κομματάκια και, τέλος, δένει με προσοχή την πλαστική σακούλα σκουπιδιών.
Αποθηκεύει τον μικρό θησαυρό της και εάν τύχει και πληροφορηθεί ότι κάποιος κτηνοτρόφος συγχωριανός κατευθύνεται προς την Παραμυθιά, την κοντινή κωμόπολη που διαθέτει κάδους, βγαίνει στον δρόμο να τον σταματήσει: «Θα μου πάρεις την ανακύκλωση;».
Περιμένει τα παιδιά
Ομως οι κάτοικοι στο χωριό όσο πάει και αραιώνουν, ούτε τριάντα πια οι εναπομείναντες, στην πλειονότητά τους υπερήλικοι όπως η ίδια. Τα δρομολόγια λιγόστεψαν. Αν η κ. Θεοδώρα δυσκολεύεται να βρει «μεταφορέα» να την εξυπηρετήσει, στοιβάζει τις σακούλες περιμένοντας να τις «φορτώσει» στα παιδιά της, όταν την επισκεφθούν από την Αθήνα ή τη Θεσσαλονίκη. Δεν υπάρχει κάδος στον Αυλότοπο, κι ας συρρέουν ειδικά τους καλοκαιρινούς μήνες επισκέπτες λόγω της ιστορικότητας της περιοχής. Κάθε πλαστικό μπουκάλι που βλέπει να πετιέται στους συμβατικούς κάδους, κάθε χαρτονένια συσκευασία από τα νερά και τα αναψυκτικά που φθάνουν στα καφενεία και πετιέται στα σκουπίδια, είναι για την κυρα-Θοδώρα μαχαιριά. «Είχαν μοιράσει κάποτε εκείνες τις πλαστικές τσαντούλες, αλλά τις πέταξαν κι αυτές. Υπολογίζω από τον εαυτό μου πόσα σκουπίδια παράγει ένα σπίτι με 2-3 άτομα… Ασχημα θα ήταν να τα μάζευαν δύο φορές τον μήνα; Αντε μία!».
Σύμφωνα με τον δήμαρχο Σουλίου, υπάρχει ένας κάδος στα πέντε Σουλιωτοχώρια (όχι στον Αυλότοπο), κάδοι υπάρχουν στη Γλυκή (στη μισή ώρα από τον Αυλότοπο), στο Γαρδίκι Σουλίου στον δρόμο προς Παραμυθιά. «Εχουμε παραγγείλει 19 κάδους», λέει στην «Κ». «Ομως σε πολλά χωριά δεν υπάρχει κόσμος».
Δεν είναι μόνο τα ανακυκλώσιμα απορρίμματα. Ακόμα και τα συμβατικά σκουπίδια, οι ηλικιωμένοι κάτοικοι δυσκολεύονται να τα μεταφέρουν στους κάδους του δήμου. Τα χωριά είναι αραιοκατοικημένα και για να φθάσουν στο «κέντρο» είναι ολόκληρο ταξίδι. Κάποιοι τα πετούν στο γειτονικό ρέμα που πέφτει στον ξερόλακκο και αυτός τα μεταφέρει με τις πρώτες βροχές στον Αχέροντα. Είναι το μόνιμο «παράπονο» της γιαγιάς. «Γιατί ο άνθρωπος να βρωμίζει τον χώρο όπου ζει;».

Το ερώτημα αιωρείται αναπάντητο, όμως υπάρχει απάντηση στο γιατί η κ. Θεοδώρα Τζίμα αγκάλιασε την ανακύκλωση. Είχε ζήσει για αρκετά χρόνια τη δεκαετία του ’80 στη Γερμανία. «Μου άρεσε πολύ η Γερμανία. Και με επηρέασε, φυσικά. Εβλεπα πώς ζούσε ο κόσμος. Κάθε δύο διαμερίσματα είχαμε κάδο απορριμμάτων. Δεν έβλεπες στον δρόμο τίποτα κάτω – γύρισα και είδα να πετάνε όχι μόνο το τσιγάρο, αλλά και το πακέτο».
Πώς γεμίζει η μέρα
Σε κάθε περίπτωση, το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της το πέρασε στο χωριό. Εκεί έκανε τα παιδιά της, που έκαναν τα εγγόνια και τα δισέγγονά της. Ολοι ζουν στις πόλεις. Τριάντα έξι χρόνια έχει που έφυγε ο άνδρας της. Η μοναξιά είναι πια συνώνυμό της. Πώς να γεμίσει η μέρα; Γι’ αυτό εδώ και τριάντα χρόνια τηρεί με θρησκευτική ευλάβεια την ιαματική διαδικασία της ανακύκλωσης, είναι κι αυτός ένας τρόπος να περνάει ο χρόνος.
Τουλάχιστον όταν δεν ασχολείται με το να ταΐζει ή να μαλώνει τον Μπρούνο, τον γάτο της, γιατί επιτίθεται σε ένα μουσαφίρη… κοκκινολαίμη. Το συμπαθέστατο πτηνό έχει πιάσει «στασίδι» στο παράθυρο περιμένοντας το καθημερινό του «γεύμα» και μέχρις ότου τελειώσει το φαγητό, η κυρα-Θοδώρα φυλάει καραούλι με ένα μπαστούνι, για να μην το κατασπαράξει ο γάτος. Εχει κι άλλους επισκέπτες, ένα αλεπουδάκι ας πούμε, που έρχεται να πιει νερό. Και μια πανέμορφη μπλε κίσσα.
Λίνα Γιάνναρου
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ