Του π. Ηλία Μάκου
Τρία τραγικά και συνάμα συγκλονιστικά περιστατικά από την εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο πριν 51 χρόνια, για την οποία οι ευθύνες βαρύνουν πολλούς και στην Ελλάδα, δείχνουν ότι ήταν αστειότητα τα περί διασφάλισης της “ειρήνης”, που υποστήριξε ο τότε “ειρηνευτής” Πρωθυπουργός Ετζεβίτ, πρωτοκλασάτος σοσιαλιστής της “δημοκρατικής” Τουρκίας, και τα αποδέχτηκαν ξένες δυνάμεις και διεθνείς οργανισμοί, ήταν αστειότητα.
Τούρκοι στρατιώτες συνάντησαν έξω από ένα χωριό δύο βοσκούς και τρεις εργάτες. Τους συνέλαβαν, τους βασάνισαν, τους ποδοπάτησαν στο κεφάλι και τελικά τους εκτέλεσαν εν ψυχρώ.
Ενός άλλου του έκοψαν τα χέρια και τα πόδια μ’ έναν μπαλτά και κατόπιν τον δολοφόνησαν με ριπή αυτομάτου.
Ούτε οι νοσοκομειακοί Σταυροί, ούτε οι σημαίες του Ερυθρού Σταυρού τους εμπόδισαν να βομβαρδίσουν το νοσοκομείο της Αθαλάσσας, έξω από τη Λευκωσία.
Τα περί προστασίας των Τουρκοκυπρίων από τους Έλληνες, που επικαλέστηκε η Τουρκική πλευρά, για να δικαιολογηθεί η βάρβαρη απόβαση, αποτελούν προφάσεις εν αμαρτίαις και τίποτα άλλο.
Ποτέ δεν διέτρεξαν κίνδυνο οι Τουρκοκύπριοι από τους Έλληνες και ζούσαν αρμονικά.
Ο “Ατίλλας” εισέβαλε αναίτια στην Κύπρο, για να εξυπηρετήσει, όπως η πορεία των πραγμάτων έδειξε, τα Τουρκικά συμφέροντα. Και δυστυχώς ούτε πριν, ούτε κατά την διάρκεια, ούτε μετά την εισβολή η Ελλάδα (εννοούμε την πολιτική της ηγεσία) η Ελλάδα έπραξε τα δέοντα.
Μπροστά στον πάνω από σαράντα χιλιάδες στρατό, μπροστά στα δεκάδες αεροπλάνα, μπροστά στα περισσότερα από τριακόσια άρματα παρατεταμένα, μπροστά στη μεγάλη ναυτική δύναμη του εχθρού, οι Έλληνες της Κύπρου δεν δείλιασαν. Αγωνίστηκαν με θάρρος, αντιστάθηκαν γενναία, έστω και μόνοι, έστω και προδομένοι…
Ο κατακτητής μπορεί να ατίμασε, μπορεί να έσφαξε, μπορεί να λήστεψε, μπορεί να κατέστρεψε περιουσίες και πολιτιστικούς θησαυρούς της Β. Κύπρου, μπορεί να ξερίζωσε από τις προγονικές τους εστίες και να έστειλε 200.000 Έλληνες στην προσφυγιά, μπορεί σήμερα να υπάρχει μαύρο σκοτάδι για την τύχη αγνοούμενων, μπορεί να κρατάει παράνομα και δια της βίας το 38% του Κυπριακού εδάφους, δεν κατάφερε να υποδουλώσει την Ελληνική ψυχή. Αυτή μένει πάντα λεύτερη και διεκδικεί το δίκαιό της.
Μισό και πλέον αιώνα από την Τουρκική εισβολή του 1974 στην Κύπρο, για την οποία οι ευθύνες βαρύνουν πολλές πλευρές, αλλά αυτό είναι άλλο θέμα, που χωράει μεγάλη συζήτηση, η κατάσταση δεν έχει αλλάξει.
Πέρασαν κιόλας τόσα χρόνια από τότε, που οι ορδές του “Αττίλα” πατούσαν τα χώματα της Κύπρου με το πρόσχημα της εγγυήτριας δύναμης και η Τουρκία παραμένει προκλητική και οι ξένοι αδιαφορούν.
Οφείλουμε όλοι μας προς τα νεκρά παλικάρια της Κύπρου, προς τους αγνοούμενους, προς τις μανάδες τους, προς την ιστορία των Ελλήνων.
Για να βγει μια ακτίνα ελπίδας στα συντρίμμια, που δημιούργησαν οι Τούρκοι, στον τραγικό χορό και στο σταυρό της προσφυγιάς των Κυπρίων στον ίδιο τους τον τόπο, στο γολγοθά και στο αίμα των θυμάτων, στην καθολική εγκατάλειψη από τις “μεγάλες δυνάμεις”.
Αλλά και να υψωθεί ένα απαραίτητο ενιαίο και ισχυρό μέτωπο απέναντι στις ανεξέλεγκτες προκλήσεις της Τουρκίας σε βάρος Ελλάδας και Κύπρου.
Τα συνθήματα “Δεν Ξεχνώ”, “Δώστε μας πίσω την Αμμόχωστο”, φέρνουν στο μυαλό μας και στην καρδιά μας τη συμφορά και τον πόνο και το ξεκλήρισμα και την τραγωδία του Κυπριακού Ελληνισμού 46 χρόνια τώρα.
Η βαρβαρότητα από την αντικρυνή Ανατολή, δείχνει μέχρι σήμερα την απανθρωπιά και τη σκληρότητα, που μετατράπηκε σε κτηνωδία των εισβολέων.
Και, δυστυχώς, αυτή η βαρβαρότητα, συνεχίζεται… Δεν σταματάει…
Πάντως το παράδοξο είναι ότι οι ισχυροί της γης επιμένουν ακόμη, εθελοτυφλώντας, ότι το Κυπριακό είναι θέμα διαφορών Ελλήνων και Τούρκων.
Πηγή: Εφημερίδα “Political”, 24-7-2025