Τα δύο σοβαρά προβλήματα του Περιφερειακού Συστήματος διαχείρισης απορριμάτων και πως επηρεάζουν την τσέπη μας

Share Button

Πριν από λίγες ημέρες το Δημοτικό Συμβούλιο Ηγουμενίτσας, κατά πλειοψηφία γνωμοδότησε υπέρ της τιμολογιακής πολιτικής το Φορέα Διαχείρισης Στερεών Αποβλήτων Ηπείρου (ΦΟΔΣΑ). Σύμφωνα με το τιμολόγιο, ο Δήμος Ηγουμενίτσας, θα καταβάλλει στον ΦΟΔΣΑ για το τρέχον έτος 2020, το ποσό των 402.000 ευρώ.

Με την προϋπόθεση βέβαια ότι θα λειτουργήσουν οι Σταθμοί Μεταφόρτωσης Απορριμμάτων (ΣΜΑ) κάτι που δεν είναι καθόλου σίγουρο. Και αυτό φέρνει στην επιφάνεια το ένα εκ των δύο μεγάλων προβλημάτων του περιφερειακού συστήματος διαχείρισης απορριμμάτων το οποίο είναι η μερική υλοποίησή του. Ο σωστός σχεδιασμός έπρεπε να προέβλεπε τη λειτουργία: α) σημείων απόθεσης και ανακύκλωσης, ώστε να ισχύει το σύστημα «διαλογής και αρχικής επεξεργασίας στην πηγή», β) πρωτοβουλίες για μείωση παραγωγής απορριμμάτων, γ) την ταυτόχρονη λειτουργία των ΣΜΑ, και της Μονάδας Επεξεργασίας Στερεών Αποβλήτων, ώστε να υπάρχει μια ολοκληρωμένη διαχείριση των αποβλήτων, με πιο οικονομικό τρόπο.

Από όλα αυτά σήμερα όμως, λειτουργεί μόνο η Μονάδα Επεξεργασίας Στερεών Αποβλήτων στο Δήμο Δωδώνης, δηλαδή λειτουργεί ο τελευταίος βαθμός του συστήματος χωρίς τη λειτουργία των άλλων. Συνεπώς, αυτή τη στιγμή το σύστημα διαχείρισης στερεών αποβλήτων λειτουργεί αποσπασματικά, καθώς τα απόβλητα μεταφέρονται κατ΄ ευθείαν στην Μονάδα Επεξεργασίας, κάτι που αποτελεί παραβίαση των στοιχειωδών κανόνων διαχείρισης αποβλήτων, και αυξάνει το σχετικό κόστος.

Το δεύτερο πρόβλημα του συστήματος διαχείρισης στερεών αποβλήτων είναι ορισμένοι όροι λειτουργίας της Μονάδας Επεξεργασίας, η οποία κατασκευάστηκε με τη μέθοδο σύμπραξης ιδιωτικού –   δημοσίου τομέα, με ευνοϊκές προϋποθέσεις για την ιδιωτική εταιρεία που ανέλαβε την κατασκευή και λειτουργία της μονάδας, καθώς το 50% του κόστους καλύφθηκε από το ΕΣΠΑ, το 25% από δανεισμό με εγγύηση του ελληνικού δημοσίου και το υπόλοιπο ποσοστό από χρηματοδότηση της εταιρείας.

Η αιτιολογία που προβλήθηκε ήταν ότι αν η χρηματοδότηση από την εταιρεία ήταν μεγαλύτερη, τότε θα αυξάνονταν οι υποχρεώσεις απόσβεσης της δαπάνης, κάτι που θα σήμαινε ακόμη πιο υψηλά τέλη για τους Δήμους. Ο αντίλογος είναι ότι η εταιρεία βγάζει κέρδος από την Μονάδα, μέσω της πώλησης του επεξεργασμένου υλικού και συνεπώς, μπορεί να αποσβέσει τη δαπάνη με αυτόν τον τρόπο και όχι με αυξημένη χρηματοδότηση από την τοπική αυτοδιοίκηση.

Η ευνοϊκή μεταχείριση του ιδιώτη συνεχίζεται και κατά τη λειτουργία της Μονάδας, στην οποία προβλέπεται να καταλήγει το σύνολο των παραγόμενων αστικών αποβλήτων κάθε Δήμου. Αν όμως αυτό το σύνολο δεν φθάνει την ελάχιστη εγγυημένη ποσότητα που προβλέπεται στη σύμβαση σύμπραξης μεταξύ κράτους – ιδιώτη, τότε ο κάθε Δήμος υποχρεούται να καταβάλλει το χρηματικό ποσό που αντιστοιχεί σε αυτήν την ελάχιστη ποσότητα, ανεξάρτητα από τα αν στην πραγματικότητα τα απορρίμματά του είναι λιγότερα. Οι Δήμοι επιβαρύνονται επιπλέον με τη μεταφορά των αποβλήτων προς τους ΣΜΑ και τη Μονάδα Επεξεργασίας, όπως επίσης και με τη μεταφορά των υπολειμμάτων της επεξεργασίας από τη Μονάδα στους ΧΥΤΥ.

Την κατάσταση αυτή έρχεται να επιδεινώσει ακόμη περαιτέρω για το δημόσιο, η νομοθεσία του ΚΛΕΙΣΘΕΝΗ που ορίζει ότι αν η διαχείριση των στερεών αποβλήτων έχει ανατεθεί σε ιδιώτη, μέσω σύμβασης σύμπραξης ΣΔΙΤ, οι ετήσιες εισφορές των Δήμων ορίζονται σε ύψος που να εξασφαλίζει την εκπλήρωση των οικονομικών υποχρεώσεων της σύμβασης σύμπραξης (δηλαδή την αμοιβή της αναδόχου ιδιωτικής εταιρείας) και υπολογίζονται κατ΄ ελάχιστο με τιμή ανά τόνο αποβλήτων, ίση προς την τιμή της σύμβασης σύμπραξης. Δηλαδή στην ουσία η σύμβαση σύμπραξης, που είναι μια συμφωνία κράτους – ιδιώτη, επιβάλλει την τιμολογιακή πολιτική σε ένα δημόσιο φορέα.

Επιπλέον, το ποσό της ετήσιας εισφοράς κάθε Δήμου που προορίζεται για την πληρωμή της ιδιωτικής εταιρείας, αποδίδεται από τη ΔΕΗ υποχρεωτικά, απ΄ ευθείας και κατά προτεραιότητα για την αποκλειστική αποπληρωμή της εταιρείας, πριν από την απόδοση στον οικείο Δήμο οποιουδήποτε άλλου ποσού έναντι των εισπραχθέντων τελών. Συνεπώς, προτιμάται η διασφάλιση των οικονομικών συμφερόντων του ιδιώτη, έναντι του δημοσίου.

Όλα αυτά οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στην αύξηση του κόστους διαχείρισης στερεών αποβλήτων για την τοπική αυτοδιοίκηση και τους πολίτες. Αν προστεθεί το κατά τη γνώμη μας αναιτιολόγητα υψηλό κόστος λειτουργίας του ΦΟΔΣΑ Ηπείρου, τότε ο λογαριασμός για τους Δήμους και τους δημότες αυξάνεται ακόμη περισσότερο.

Και όλα αυτά σε ένα Δήμο όπως αυτός της Ηγουμενίτσας, όπου τα ποσοστά εκτέλεσης των εσόδων του προϋπολογισμού για το πρώτο τρίμηνο του έτους είναι ανησυχητικά χαμηλά (8%), επίδοση που αφορά μια χρονική περίοδο όπου ακόμη δεν είχαν εμφανιστεί οι επιπτώσεις στα έσοδα του δημοσίου και της αυτοδιοίκησης λόγω της αναστολής της οικονομικής δραστηριότητας, στο πλαίσιο της προσπάθειας αναχαίτισης της εξάπλωσης της πανδημίας.

Το μέλλον για τα έσοδα του Δήμου προδιαγράφεται ιδιαίτερα δύσκολο και σαφώς τίθενται προβληματισμοί που σχετίζονται με τον τρόπο με τον οποίο θα μπορέσει να καλύψει τις ανάγκες λειτουργίας του προς όφελος της τοπικής ανάπτυξης. Συνεπώς, η σοβαρή συζήτηση για την περιστολή δαπανών, όπως η προαναφερόμενη στον τομέα της διαχείρισης των στερεών αποβλήτων, αποκτά ιδιαίτερη σημασία και δεν μπορεί να απορριφθεί με την επίκληση ότι είναι τετελεσμένο γεγονός και βασίζεται σε προηγούμενες αποφάσεις που έχουν ληφθεί από άλλους. Οι συνθήκες έχουν αλλάξει δραματικά και δικαιολογούν απόλυτα την έναρξη της συζήτησης για την αναπροσαρμογή του κόστους διαχείρισης απορριμμάτων, προς την κατεύθυνση της ελάφρυνσης των βαρών των Δήμων και των πολιτών.

 

Παναγιώτης Νταής

Δημοτικός Σύμβουλος Ηγουμενίτσας

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *