Του π. Ηλία Μάκου
Σε μια κοινωνία, που όλο και περισσότερο ξεθωριάζει ηθικά, τα ήθη και τα έθιμα των Χριστουγέννων τα παλαιά χρόνια, είναι ένα ζητούμενο και όχι μόνο μια νοσταλγία, είτε γι’ αυτούς, που τα έζησαν, είτε για όσους τα άκουσαν και τα διάβασαν.
Στις Χριστουγεννιάτικες εορτές, δεν διασκέδαζαν μόνο οι άνθρωποι, αλλά γνώριζαν καλύτερα τον γεννηθέντα Χριστό. Και τον αγαπούσαν. Και βίωναν τη διδασκαλία του. Και τον κουβαλούσαν στην καρδιά τους.
Τον έκαναν πράξη και ζωή. Δείχνουν ακόμη τα παλαιά χριστουγεννιάτικα ήθη και έθιμα, ότι τα άτομα ασκούνταν στην αγάπη, στην ταπείνωση και «νοστίμιζαν» τον κόσμο όλο. Ήταν Χριστοφόρες ψυχές. Τέτοιες ψυχές δεν ψάχνουμε και σήμερα;
ΔΟΞΑΣΙΕΣ ΠΕΡΙ ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΑΙΩΝ
Ιδιαίτερα διαδεδομένες στη Θεσπρωτία είναι οι δοξασίες περί καλικαντζαραίων, που κατά την παράδοση εμφανίζονται από τα Χριστούγεννα και φεύγουν τα Θεοφάνια με τον Αγιασμό.
Δηλαδή τα σατανικά πνεύματα διώχνονται από το φως του Χριστού. Οι δοξασίες αυτές παραλήφθηκαν από την ειδωλολατρία και δεν είναι τυχαίο ότι αναπτύχθηκαν στην Ήπειρο.
Στην αρχαία Θεσπρωτία η αντίληψη περί καλικαντζαραίων συνδυαζόταν και με το νεκρομαντείο της Εφύρας, σύμφωνα με την οποία ο κόσµος πίστευε, ότι οι ψυχές των πεθαµένων ξαναγύριζαν για ένα διάστηµα στη γη και έµεναν κοντά στους ζωντανούς, όπου προσπαθώντας να ξεφαντώσουν γίνονταν ενοχλητικοί µε τα πειραγµατά τους.
Η τουρκοκρατία συνέβαλε να ενισχυθεί και να συνεχιστεί η πίστη σ΄αυτά τα όντα. Η τυφλή υποταγή των ανθρώπων στη δεισιδαιμονία, βοήθησε να φτάσει ο µύθος των καλικάντζαρων ως τις µέρες µας.
Με βάση τη λαϊκή φαντασία, ο καλικάντζαρος κατά τόπους εµφανίζεται µε ανθρώπινη µορφή, τριχωτό δέρµα, άλλοτε τυφλός, άλλοτε µονόφθαλµος, κουτσοπόδαρος, τραγοπόδαρος, ψηλός, λιγνός µε σιδερένια παπούτσια, ξεπλατισµένος, κωµικός πάντα στην εµφάνιση και στην περπατησιά.
Πότε δεν κόβει τα νύχια του και είναι πάντα άσχηµος. Πιστευόταν ότι όποιος γεννηθεί µεταξύ Χριστουγέννων και Αγίου Βασιλείου, µετά το θάνατό του γίνονταν καλικάντζαρος.
Οι καλικάντζαροι εµφανίζονται στις γιορτές. Συμβολίζουν το σκοτάδι και ζουν όλο το χρόνο στα έγκατα της γης, προσπαθώντας να κόψουν το δέντρο που βαστάει τη γη.
Όταν είναι πολύ κοντά να το πετύχουν, την παραμονή των Χριστουγέννων ανεβαίνουν στη γη δημιουργώντας προβλήματα στους ανθρώπους
Οι άνθρωποι προσπαθούσαν να τους εξουδετερώσουν με διάφορους τρόπους και κυριότερα με τη φωτιά, η οποία έκαιγεσυνεχώς στο τζάκι όλο το Δωδεκαήμερο.
Με τη στάχτη του ράντιζαν το σπίτι ξημερώματα παραμονής Θεοφανείων και ανήμερα της εορτής με αγιασμό, και έτσι τα δαιμόνια τρέποντα σε φυγή.
ΕΘΙΜΑ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ
Ένα από τα πολλά έθιμα των Χριστουγέννων στη Θεσπρωτία ήταν το ψήσιμο του «Χριστόψωμου». Ήταν μια κουλούρα με πλούσιο στολισμό από λογής-λογής κεντήματα (κεντίδια) ή «πλουμίδια».
Αυτά τα στολίδια, όπως αλέτρι, βόδια κ.λπ., είχαν κυρίως να κάνουν με την αγροτική ζωή, φύλλα αμπέλου και ελιάς, θημωνιές από ξύλα κ.λπ.
Το «Χριστόψωμο», το αφιέρωνε η οικογένεια με ευλάβεια και με την προσδοκία ότι ο Χριστός θα κάνει πραγματικότητα τις επιθυμίες της.
«Οι τηγανίτες των Χριστουγέννων, που σήμερα γίνονται καμία σχέση δεν έχουν σε γεύση με τις τηγανίτες, που ψήνονταν στην πλάκα», λένε οι γεροντότεροι.
Πάνω στη μαυρόπλακα, μια βαριά ίσια πέτρινη πλάκα, που πριν χρησιμοποιηθεί ζεσταινόταν, η γιαγιά του σπιτιού συνήθως, έψηνε τις τηγανίτες με χυλό από αλεύρι, νερό και αλάτι.
Τα παιδιά περίμεναν όλο χαρά τις τηγανίτες να τις φάνε ζεστές, τρυφερές, βουτηγμένες σε ζάχαρη, μέλι, πετιμέζι, ό,τι είχε το σπίτι τους. Μπορεί να μην απολάμβαναν τότε ότι απολαμβάνουμε εμείς σήμερα, ωστόσο ένιωθαν ομορφιά, αγαλλίαση και ειρήνη.
Περνούσαν αγνά τα Χριστούγεννα και τα καταλάβαιναν. Γι’ αυτό οι μνήμες έμεναν βαθιά χαραγμένες στην καρδιά. Είχαν γιορτή! Ήταν Χριστούγεννα. Όλοι μαζί, στην εστία του σπιτιού, δημιουργούσαν κάτι από τα απλά υλικά που είχαν.
Το «αμίλητο νερό» είναι άλλο ένα έθιμο, που συναντά κανείς στη Ήπειρο. Το πρωί των Χριστουγέννων, οι γυναίκες πριν ξημερώσει, πηγαίναν τη βρύση και έπαιρναν νερό, λέγοντας: «Όπως τρέχει το νερό στη βρυσούλα μου, έτσι να τρέχει και η σοδιά μου».
Το «αμίλητο νερό», όπως το έλεγαν, πήρε την ονομασία του επειδή απαγορευόταν κατά τη διαδρομή να μιλήσουν με κάποιον. Από αυτό το νερό έπιναν όλοι στο σπίτι για το καλό.
Η γυναίκα έπαιρνε μαζί της διάφορα εδέσματα για να «ταΐσει τη βρύση», όπως έλεγαν. Στην πραγματικότητα το έκαναν για να απολαύσει τα Χριστουγεννιάτικα φαγητά κανένας φτωχός συγχωριανός.
Η προετοιμασία για τον εορτασμό των Χριστουγέννων στη Θεσπρωτία ξεκινούσε από τον Νοέμβριο και συγκεκριμένα από την γιορτή του αγίου Ανδρέα, όπου βράζονταν τα παραδοσιακά μπόλια με καλαμπόκι κι άλλα όσπρια.
Τον Δεκέμβριο οι νοικοκυρές της Ηπείρου, συνήθιζαν να φτιάχνουν τις τηγανίτες στην πλάκα. Πρόκειται για γλύκισμα.
Οι τηγανίτες ήταν μελωμένες με ζαχαρόνερο καρύδια και κανέλα. Aυτά κατά την παράδοση είναι τα σπάργανα του Χριστού. Ακόμη έπλαθαν κουλούρια κι έφτιαχναν γλυκά. Τις τηγανίτες τις έτρωγαν το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων.
Το «ψωμί του Χριστού» ζυμωνόταν την παραμονή των Χριστουγέννων με ιδιαίτερη ευλάβεια. Απαραίτητο στολίδι του ήταν ο χαραγμένος σταυρός. Ανήμερα των Χριστουγέννων ο νοικοκύρης του σπιτιού έπαιρνε το χριστόψωμο, το σταύρωνε, το κόβε και το μοίραζε σε όλους όσους παρευρίσκονται στο τραπέζι, σαν συμβολισμό της Θείας Κοινωνίας, όπου ο Χριστός έδωσε τον άρτο σε όλη την ανθρώπινη οικογένειά του.
Την παραμονή τα παιδιά έβγαιναν στις γειτονιές να πούνε τα κάλαντα. Το παραδοσιακό χριστουγεννιάτικο τραπέζι στη Θεσπρωτία, περιλάμβανε χοιρινό κρέας. Η προετοιμασία για το σφάξιμο του γουρουνιού γινόταν με εξαιρετική φροντίδα.
Σε ορισμένα χωριά, πήγαιναν στο σπίτι του γείτονα, για να πουν τα χρόνια πολλά, καθώς και όλα τα παιδιά τα παντρεμένα πήγαιναν στο πατρικό τους, για να φιλήσουν το χέρι του πατέρα και της μάνας τους.




