Μποτσαραίοι- Τζαβελλαίοι: Από την Δράγανη στο Σούλι

Share Button

του Σωτήρη Λ.Δημητρίου

Πολλά γράφτηκαν για την ετυμολόγηση ή και την αιτία που ονομάστηκε έτσι το «Σούλι». Για χρόνια διάφορες ετυμολογήσεις ή και φήμες, αναζητούν μαρτυρίες. Η πολύχρονη μελέτη του τόπου, του έθους και ήθους αλλά και των  υπαρχόντων τοπωνυμίων στο Σούλι, με οδήγησε στην γνώση, ότι ποτέ δεν θα χρησιμοποιούσαν τοπωνύμιο με ετυμολόγηση ιδεολογικοπολιτικής ή πατριωτικής εκδοχής. Δεν υπάρχει ως σήμερα, σε κανέναν τόπο της πατρίδας μας, αυτού του είδους ονομασία, τουλάχιστον ως τον περασμένο αιώνα. Εκεί με οδηγεί η γνώση της νοοτροπίας, των συνηθειών αλλά και της αρβανίτικης διαλέκτου που χρησιμοποιούσαν οι Σουλιώτες στην Θεσπρωτία.

Μετά την αποτυχημένη επανάσταση και τον μαρτυρικό θάνατο του Διονυσίου Φιλοσόφου (Σκυλοσόφου), σε όλη σχεδόν την Ήπειρο οι μουσουλμάνοι άρχισαν διωγμούς με κάθε τρόπο. Δυσκόλευαν την ζωή των χριστιανών στα πεδινά συν τω χρόνω, ώσπου έφτασε να γίνει αφόρητη.

Ο άνθρωπος τρίτης ηλικίας που με περίμενε, με πλήρη διαύγεια νου, μορφωμένος, φιλόξενος και πρόθυμος, λάτρης της ιστορίας, της ιστορικής παράδοσης και «εραστής» του βιβλίου, ευγενέστατος και άξιος ιστορικός ξεναγός. Δεν έκρυβε την υπερηφάνειά του ότι στις πλαγιές και στα χωράφια που έτρεξε μικρός, είχαν ζήσει Μποτσαραίοι και Τζαβελλαίοι, προτού ανεβούν στο «Σούλι». Η Ντράγανη ήταν η τελευταία τους αφετηρία, πριν ακολουθήσουν ό,τι το κάρμα τους όριζε…

– «Έλα παιδί μου πάμε… Από πού θες να ξεκινήσουμε;»

Το Σούλθι

– «Από το Σούλθι καλύτερα κυρ Σωτήρη».

Από την Δράγανη (Ντράγανη), (τώρα Αμπελιά) πήγαμε ανατολικά έξω ακριβώς από το χωριό βρίσκεται το Σούλθι. Εκμεταλλευόμενος τον χρόνο της σύντομης διαδρομής μιλήσαμε για τους Μποτσαραίους και για το υποστατικό που είχαν στην τοποθεσία Σούλθι.

Ο Σπύρος Μπότζιαρης (1655 – 1740), ό Κυριάκος Μπότζιαρης (1685 – 1750), ο Γάκης (Γιώργος)  Μπότζιαρης (1719 – 1799 ή 1801). Μπότσαρης γράφτηκε παραποιήθηκε από τους ιστορικούς (όπως πολλά άλλα), αργότερα το επώνυμό τους και έτσι έμειναν στην ιστορία. Κατοικούσαν με την φαμίλια και τα κοπάδια τους όπως αναφέρει η παράδοση στην Ντράγανη και στην τοποθεσία Σούλθι. Πιθανολογείται ότι ήταν μεγάλη οικογένεια, είτε είχαν και μπιστικούς για τις ανάγκες των κοπαδιών.

Το Σούλι είναι ένα φυσικό οχυρό με φυσικά τείχη, τους λόφους. Οι αλλεπάλληλοι περιμετρικά λόφοι, καταλήγουν σε αιχμηρές κορυφές και υπάρχουν δημιουργώντας έναν τεράστιο κύκλο. Το λες και φυσικό οχυρό-φράχτη και οι κορυφές τους φαντάζουν πάσσαλοι, στύλοι. Ολόκληρη η εικόνα της ραχογραμμής των επάλληλων λόφων φαντάζει ένα τείχος, για αυτό το ονόμασαν Σούλθι. (σούλθι = το «θι» στην λήγουσα δηλώνει υποκοριστικό αρσενικού ή και ουδετέρου στην αρβανίτικη).

Δεν θα μπορούσε να προσφέρει μεγάλη ασφάλεια κατά την άμυνα από τους τουρκαλβανούς της γύρω περιοχής, δεν προσφερόταν για μεγάλη αντίσταση όταν επρόκειτο για πίεση από τουρκαλβανική ισχύ, αλλά μια στοιχειώδη προστασία και έλεγχο των κοπαδιών. Στο χαμηλότερο, πεδινό σημείο όπου ήταν το υποστατικό του  Σπύρου ή και του γιού του, του Κυριάκου Μπότσαρη, όμορφο πεδινό μέρος, μικρό σε έκταση, με γόνιμη γη και «γλυκές» πλαγιές.

«Εκεί  ζούσε, μαζί και ο Γάκης (Γιώργος) Μπότσαρης, μικρός τότε ο γιος του Κυριάκου»* *(Μια πιθανότητα ίσως να είναι υποκοριστικό του: Κυριάκος=Κυργιάκης=>Γάκης

Εκεί είχαν εγκατασταθεί αλλά δεν ήταν ικανοποιημένοι με την ασφάλεια που έδινε το φυσικό οχυρό από χαμηλούς λόφους…» Ακούω τον κυρ Σωτήρη τον «ιστορικό ξεναγό», αφηγητή και σεβάσμιο φίλο μου, ενώ μου δείχνει ολόκληρο το Σούλθι. Χαμηλό για τα μεγέθη που είχαν κατά νου ώστε να ζουν ανυπότακτοι και να κοιμούνται ήσυχοι. Μου μιλούσε περισσότερο για τον «Γάκη» ως Γιώργο Μπότσαρη, όντας βέβαιος ότι μεγάλωσε εκεί  στο χωριό τους, στη Ντράγανη.  Γνωστό αυτό ως σήμερα από την τοπική παράδοση.

Η τοποθεσία Σούλθι, είχε πλαγιές για ζώα, και γόνιμο έδαφος για μικρή καλλιέργεια αλλά αποτελούσε και φυσικό οχυρό. Λόγω των πολλών αιχμηρών κορυφών των λόφων περιμετρικά όπως προείπαμε, ονόμαζαν τη τοποθεσία «Σούλθι», όπως λέγεται και σήμερα. Πολύ συνηθισμένο, στην γη τους, όπως όλοι οι Έλληνες, έτσι και όσοι ομιλούσαν την αρβανίτικη, χρησιμοποιούσαν τοπωνύμιο το οποίο είχε κυρίως να κάνει με την γεωγραφική κατάσταση, με το ποιος πρωτοκατοίκησε, είτε το όνομα κάποιου ιδιοκτήτη γης στον τόπο, ίσως το όνομα κάποιου που είχε κάνει ένα πηγάδι εκεί, το όνομα κάποιου που είχε σκοτωθεί κλπ., πρακτικά πράγματα, της καθημερινότητας.

Ζούσαν  οι Μποτζαράτες (Μποτσαραίοι) στο Σούλθι, χωρίς να είναι χρονικά  επιβεβαιωμένο από πότε. Ίσως όμως να ξεχείμαζαν εκεί τα ζώα τους κάθε χρόνο, επειδή ήταν απάνεμο και προσήλιο, γόνιμο και καλός βοσκότοπος, αλλά δεν είχε πολύ νερό για Καλοκαίρι. Εδώ από το Σούλθι αγνάντευαν βόρεια  τον «μεγάλο φράχτη», το μετέπειτα Σούλι, έκαναν σκέψεις και έβαζαν ιδέες…

Ο οικισμός της Ντράγανης ίσως  αριθμούσε πολλούς  κατοίκους, αλλά ήταν οι γενάρχες του μετέπειτα χωριού με αρκετές οικογένειες. Από ανατολική άκρη του χωριού, που είναι το Σούλθι,  γυρίζουμε ξανά μέσα στο χωριό, διασχίζουμε ξανά την Ντράγανη, με τον ιστορικό ξεναγό μου και τώρα πάμε δυτικά του οικισμού, όπου ήταν ο τόπος στον οποίο πήγαν μετά να κατοικήσουν  ή το πιθανότερο πήγαιναν οι Μποτζαράτες την καλοκαιρινή σαιζόν με τα κοπάδια τους. Πήγαιναν την Άνοιξη ως το Φθινόπωρο, διότι είχε βοσκή και την λίμνη με  άφθονο νερό, σχετικά κοντά. Βγαίνοντας Δυτικά από την Δράγανη και αριστερά του δρόμου,  συναντάμε το ξωκκλήσι της Αγ. Βαρβάρας που το λειτουργούσε τότε ο γενάρχης των Παπαζαχάτων (των Τζαβελλαίων) ο παπά – Ζάχος (Ζαχαρίας).

Μετά την αποτυχία της επανάστασης του  Διονυσίου Φιλοσόφου και τον μαρτυρικό θάνατό του από τους Τούρκους το 1611, ένα από τα αντίποινα των μουσουλμάνων ήταν η απαγόρευση, οι εκκλησίες να χτίζονται σε κανονικό ύψος κτίσματος. Το ύψος δεν έπρεπε να ξεπερνάει το μισό ύψος ενός σπιτιού ή του τζαμιού και επιτηρούσαν οι μπέηδες της περιοχής, ώστε να μην έχουν πάνω από ενάμιση μέτρο ύψος. Μία πολύ χαμηλή εκκλησία δεν θα χωρούσε όρθιους τους πιστούς, οπότε οι κάτοικοι του χωριού μαζί με τον παπα-Ζάχο, σκέφτηκαν και έσκαψαν περί το ενάμιση μέτρο κάτω από την επιφάνεια και άρχισαν από το υπέδαφος να χτίζουν την εκκλησία. Ύψωσαν και το ξωκλήσι άλλο 1,5 μέτρο πάνω από την επιφάνεια της γης όπως όριζαν οι μπέηδες. Έτσι το εσωτερικό της εκκλησίας  ήταν κατά τι λιγότερο ίσως από 3 μ. Αυτό σημαίνει ότι χωρούσαν οι πιστοί άνετα σε ύψος, κι ας ήταν απέξω χαμηλή. Κατέβαιναν καμιά 10αριά σκαλιά για να φτάσουν στην είσοδο.

Στην Αγ. Βαρβάρα λειτουργούσε λοιπόν ο παπά Ζάχος (Ζαχαρίας) Τζαραβέλλας. Εκεί κοντά και απέναντι μεταφερόταν από την Άνοιξη ως το Φθινόπωρο και οι Μποτζαράτες με την φαμίλια και τα ζωντανά τους.

Ο παπα – Ζάχος βιοπορούσε με την καλλιέργεια των αμπελιών του, όπου διατηρούσε στην Νότια πλαγιά δίπλα από την εκκλησία της Αγιά Βαρβάρας. Τώρα πια όλη αυτή η έκταση, είναι λόγγος από πουρνάρια πλέον και έχει γεμίσει εγκατάλειψη. Μου δείχνει ο κυρ Σωτήρης  ότι τα αμπέλια του παπά Ζάχου ξεκινούσαν μετά το προαύλιο χώρο της εκκλησίας. Η παράδοση για το προσωνύμιο του παπά Ζάχου ως Τζαραβέλλα, επιμένει πως αιτία  ήταν η περισυλλογή των βοτάνων και η  γνώση της πρακτικής ιατρικής δια βοτάνων. Καλός για την εποχή ως πρακτικός βοτανολόγος, έκανε περισυλλογή αποξήρανση και επεξεργασία των βοτάνων και έδινε στους πάσχοντες συνανθρώπους του ως ίαμα. Για τον λόγο ότι ήταν ιερέας και πρακτικός βοτανολόγος μαζί, του κόλλησαν το προσωνύμιο παπα-Τζαράχου. Επικράτησε σαν παπα-Ζάχος Τζαραβέλλας (Τζαραβέλλ). Αρέσκονταν να αυτοδημιουργούν τότε τέτοιες λέξεις και παρατσούκλια στην αρβανίτικη, ακόμη ως πριν καμιά πενηνταριά χρόνια, είτε έχοντας ετυμολογική βάση, είτε όχι. Ως γνωστόν από τότε ως τώρα ακόμη, οι κάτοικοι και της Δράγανης γνωρίζουν να μιλάνε το αρβανίτικο ιδίωμα, το οποίο όμως και εδώ τείνει να εξαφανιστεί. Έκτοτε ο παπά Ζάχος λεγόταν Τζαραβέλλας, με βεβαιώνει ο κυρ Σωτήρης, ο μορφωμένος υπερήλικας πια, ο οποίος άκουγε από μικρός την παράδοση και τις ιστορίες του χωριού του με ενδιαφέρον, δεν έπαψε όμως ακόμη να μελετάει την ιστορία.

Όταν λοιπόν πήγε στο Σούλι ο παπά Ζάχος, το «Τζαραβέλλας» έγινε Τζαβέλλας και αυτό έγραψε η ιστορία έκτοτε ως και σήμερα.

«Επειδή ο παπα – Ζάχος ήταν ιερωμένος, στην υπογραφή τους οι Τζαβελλαίοι, έβαζαν και τον σταυρό!». Μου τόνισε δυο – τρεις φορές.

Μου δείχνει ό,τι απέμεινε από τον αιωνόβιο  μαντρότοιχο της τότε Αγ. Βαρβάρας. «Τούτος ο τοίχος παιδί μου είναι 250 χρόνων, είπα του παπά να μην κάνουν κανένα αστείο να τον γκρεμίσουν γιατί όπως βλέπεις, γκρέμισαν την εκκλησία του παπα – Ζάχου και χτίσανε τούτη, ολόκληρη πάνω από την γη κατά το 1965. Εγώ τότε είχα μετατεθεί στο Ηράκλειο, οι περισσότεροι είχαν φύγει στην Γερμανία και δεν ήξερε κανένας στο χωριό να τους πει για την αξία της παλιάς εκκλησίας του παπα – Ζάχου Τζαραβέλλα… και ο παπάς με την επιτροπή τότε, την γκρέμισαν και έκαναν στο ίδιο μέρος αυτήν εδώ…!».

Εδώ πιο κάτω από την δεξιά όμως πλευρά του δρόμου, ήταν και το ξωκλήσι των, Μποτζαράτων (Μποτσαραίων), αφιερωμένο στον Άη Γιώργη. Κοντά είναι ο Άη Γιώργης και πήγαμε! Μου έδειξε ότι μπροστά από το Ιερό του Άη Γιώργη και σε μικρή απόσταση ήταν το  νεκροταφείο της εποχής!

«Εδώ είχαν την δικιά τους εκκλησιά του Άη Γιώργη και τούτη μισοθαμμένη στην γης ήταν, όπως του παπα Ζάχου η Αγ. Βαρβάρα. Και τούτην εδώ οι χωριανοί την γκρέμισαν μετά από διακόσια χρόνια για να κάνουν μια καινούργια, πάνω από την επιφάνεια. Ως τα τώρα έμεινε μονάχα η εικόνα του Άη Γιώργη που είναι σε ένα εικονοστάσι απ’ έξω. Πρέπει όμως καινούργια χρώματα να πέρασαν από πάνω.  Όλο τέτοιες εικόνες ήταν μέσα στο ξωκλήσι θυμάται ο κυρ Σωτήρης. Σχεδόν ισομεγέθης και η εκκλησία του Άη Γιώργη των Μποτζιαραίων, όπως και της Αγιά Βαρβάρας του παπα – Ζάχου Τζαραβέλλα.

Ο Α. Φαγκρίδας, θεωρεί ότι οι Μποτσαραίοι και οι Τζαβελαίοι, οι δύο σημαντικότερες φάρες των Σουλιωτών, κατάγονταν από τη Δράγανη (σημ. Αμπελιά) της Θεσπρωτίας. Χωριό που βρίσκεται κοντά στην Παραμυθιά. [https://www.protothema.gr/]

Το Σούλθι λοιπόν σαν «χαμηλός φράχτης-οχυρό» δεν ενέπνεε μεγάλη εμπιστοσύνη. Ιδανικό μέρος για να μένουν τα κοπάδια τα Καλοκαίρια, ερχόμενα από το κοντινό Σούλθι αλλά εδώ καμιά φυσική προστασία δεν παρείχε. Η ανασφάλεια που δημιουργούσε η παρουσία των αγάδων και όλων των τουρκαλβανών στα γύρω χωριά, τους έκανε να κοιτάζουν απέναντι που φαίνονται καθαρά τα ψηλότερα βουνά, ο μεγάλος «φράχτης». Η μεγάλη οροσειρά που έβλεπαν βόρεια, τους ενέπνεε σιγουριά. Αυτά τα βουνά δεν ήταν ένα σούλθι μικρό κι αμφίβολο. Ήταν «σούλι» ψηλό, που έπρεπε να πάνε να δουν και να μάθουν από κοντά, πόσο ψηλός και μεγάλος «φράχτης» θα ήταν και από την βορεινή πλευρά του, που από δω δεν φαίνεται και αν έχει εκεί νερό αλλά πρώτο λόγο είχε να είναι «ο τόπος παλικάρι», και χωρίς Τουρκαλβανούς στα πόδια τους. Η άρνηση υπακοής έφερνε διαφωνίες, καβγάδες και σκοτωμούς.

Το Σούλθι είναι εκεί, μόλις έξω από την Ντράγανη, χαμηλό μα περήφανο διότι έθρεψε κι αυτό κάποια παλικάρια, που είχαν γεννηθεί για πιο μεγάλους «φράχτες»-οχυρά για πιο δροσερό και καθάριο αέρα. Και ο παπα Ζάχος δεν θα είχε πάνω από το κεφάλι του την πίεση των μουσουλμάνων, ούτε τον εκβιασμό της φορολόγησης των αμπελιών.

Δεν θα έδιναν μεγάλη σημασία αργότερα για να θυμούνται μετά από πολλά χρόνια, από πού πήρε τ’ όνομα το Σούλι,  δεν τους ενδιέφερε άλλωστε. Διότι η ονομασία είχε προηγηθεί και όταν ανέβηκαν κι άλλοι από τα χωριά μετά από σκοτωμούς  με τουρκαλβανούς είτε διότι δεν άντεχαν την καταπίεση και την οθωμανική φορολογία, ο αγώνας για την επιβίωση  έδινε άλλες προτεραιότητες!

Αφού πήγαν ανατολικά προς την Γλυκή ανέβηκαν από το πέρασμα που φτάνει στον μετέπειτα οικισμό Σαμονίβα, περνώντας από την σημερινή «Σκάλα της Τζαβέλλαινας», πήγαν στην τοποθεσία που τους άρεσε και ολόγυρα τα βουνά εδώ δεν ήταν ένα «σούλθι» χαμηλό όπως αυτό που άφηναν. Ήταν πραγματικό «Σούλι» ολόγυρα ένας ψηλός φράχτης-οχυρό, για να έχουν το κεφάλι τους ήσυχο από τουρκαλβανούς συμμάχους του Σουλτάνου. Έμελλε εκείνος ο φράχτης να γίνει το «ένδοξο οχυρό», το Σούλι!

Όταν είχαν φτάσει οι πρώτοι Σουλιώτες της ιστορίας εδώ πάνω, βρήκαν κάποια μεταβυζαντινά χαλάσματα του ενετικού κάστρου, όπου είχαν αρχικά κτίσει οι Ενετοί στην Κιάφα, πιθανόν γύρω στο 1500μ.Χ. αλλά πια δεν υπήρχε τίποτε όρθιο. Οι πέτρες γύρω μαρτυρούσαν ότι κάποιο κτίσμα πιθανόν κάστρο θα υπήρχε. Ίσως κάποιοι βοσκοί να πήγαιναν εποχιακά τότε τα κοπάδια τους.

Οι άλλες πληροφορίες για το τοπωνύμιο Σούλι, οι οποίες έρχονται από εκείνη την εποχή, είναι «ορφανές» από παράδοση και από ετυμολόγηση. Επομένως η παράδοση και η ετυμολόγηση αποτελούν κάποια βάση.

Με το έτυμο της λέξης, ισχυροποιείται  και άποψη του γράφοντος, η οποία συμφωνεί με την ετυμολόγηση του καθηγητή κ. Μπαμπινιώτη και του Χαράλαμπου Π. Συμεωνίδη. Συμφωνεί βέβαια γλωσσικά, με την νοοτροπία και τρόπο σκέψης των Σουλιωτών στο να δίνουν τοπωνύμια, καθώς ετυμολογείται και αιτιολογείται όπως το τοπωνύμιο Σούλθι αλλά και το Σούλι. Ο Δ. Βαγιακάκος, συμφωνεί με τον Π. Φουρίκη, ότι η λέξη Σούλι προέρχεται από την αρβανίτικη λέξη “σουλλ”, που με το άρθρο παίρνει τη μορφή σουλλ – ι. Η λέξη αυτή σημαίνει κορμό δέντρου ο οποίος μπήγεται στο έδαφος και μπορεί να χρησιμεύσει και ως βίγλα (παρατηρητήριο σε δεσπόζουσα θέση). Αυτό το όνομα και με αυτή τη σημασία έδωσαν στην περιοχή  οι πρώτοι  αρβανιτόφωνοι οικιστές της, επειδή η κορυφή του Σουλίου υψώνεται “οξεία ως στύλος και επέχει θέσιν βίγλας”.

Ο Περραιβὸς, γράφει «Σοῦλλι» με δύο λάμβδα. Με αυτό θέλει προφανώς να σημειώσει το διαφορετικό ηχόχρωμα του «λ» στην αρβανίτικη ντοπιολαλιά όπως άκουσε την λέξη Σούλλ (λλ), το οποίο με άρθρο λέγεται Σούλλι και θέλει να δώσει το «στίγμα» της διαφοράς στην προφορά σε πιο «λεπτό» λάμδα. Βίωσε ένα διάστημα κοντά στους Σουλιώτες στην Κέρκυρα και άκουσε βεβαίως την προφορά αυτού του τοπωνύμιου πάρα πολλές φορές.

Έγινε μια εκδήλωση στην Παραμυθιά στις 12/12/18 και είχε κληθεί και καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ο οποίος (με βεβαίωσαν παριστάμενοι για αυτό) ανέλυσε κι εκείνος την άποψη για το πώς το τοπωνύμιο Σούλι μπορεί να προέρχεται από το Σούλθι.

Η παράδοση συνηγορεί και επιμένει κι αυτή, παρά τις όποιες άλλες εκδοχές.

Ακόμη μια εκδοχή είναι ότι υπήρχε κάποιος τουρκαλβανός Σούλης που είχε τα ζώα του πριν εκεί, είτε εκεί σκοτώθηκε και έτσι πήρε το όνομα. Όνομα Σούλης δεν υπήρχε, παρά μόνο αν λεγόταν κάποιος Σουλεϊμάν με υποκοριστικό «Σούλιο» ή Ρεσούλλ με επίσης υποκοριστικό Σούλιο. Στην αρβανίτικη και στην γενική γίνεται Σούλι (του Σούλι). Όμως γιατί εκείνοι που εποίκισαν μετά θα πρέπει να είχαν γνώση του τοπωνυμίου αν υπήρχε; Εξάλλου ο πρώτος που έγραψε αυτό ήταν ο Περραιβός ο οποίος γράφει πως «κάποιοι γέροι Σουλιώτες» του είπαν ότι σκοτώθηκε κάποιος Σούλης. Ως γνωστό ιστορία με μαρτυρία «κάποιου γέρου», «κάποιου περαστικού», δεν είναι καθόλου σοβαρή τεκμηρίωση και φτάνουμε στο σήμερα να κάνουμε υποθέσεις.

Ιδιαίτερα στην περίπτωση που υπάρχουν αρβανίτικα τοπωνύμια και ασχολούνται άνθρωποι που δεν γνωρίζουν την συγκεκριμένη διάλεκτο, προφορά και τρόπο ετυμολόγησης είτε εκ του πονηρού γίνεται η ενασχόληση αυτή είτε από τραγική άγνοια. Έτσι παρατηρείται ένα… περίεργο φαινόμενο, να αποφαίνονται ότι κάποια τοπωνύμια είναι σλάβικα ή οτιδήποτε άλλο. Και πάντως να απέχουν από την αρβανιτόφωνη ετυμολογική πραγματικότητα. Έτσι βλέπουμε αδικαιολόγητη, γελοία ή καθόλου αποδειγμένη και ξεκρέμαστη κατά το δοκούν άποψη που παρουσιάζεται μάλιστα με την βεβαιότητα που προσφέρει η άγνοια. Δεν παραβλέπουμε παρ΄ όλα αυτά, ότι υπάρχουν όμως και σλάβικα τοπωνύμια.

Ακόμη και οι πολλοί καλοί συγγραφείς με άριστη μελέτη και έρευνα δεν απέφυγαν αυτή την «παγίδα» των τοπωνυμίων, μη γνωρίζοντες καν το αρβανίτικο ιδίωμα. Έτσι έχουμε τραγικότητες στην «καταγωγή» των τοπωνυμίων, χωρίς καν να ερωτηθούν οι κάτοικοι οι ομιλούντες αυτό το ιδίωμα στην Θεσπρωτία. Εκείνοι δηλ. των οποίων οι πρόγονοι έδωσαν αυτά τα τοπωνύμια.

Οι υπερήφανοι και ελεύθεροι είχαν εγκατασταθεί πια στο Σούλι. Έμελλε για όλους αυτούς που ήρθαν πρώτοι και όσους ακολούθησαν, να γίνουν εδώ τα γύρω βουνά «ο φράχτης» που θα τους προστάτευε. Εδώ πρωτοεκλάψαν μωρά τα παιδιά τους, έμαθαν να γεμίζουν και να ρίχνουν με το καριοφίλι σαν νάταν παιχνίδι. Εδώ τα μάθαιναν οι παππούδες να κρατάνε σωστά το γιαταγάνι και να το κατεβάζουν με τέχνη και δύναμη!

Πήγαν οι πρώτοι στο Σούλι από το πέρασμα προς την Σαμονίβα, όπου ανέβηκαν με τα φτωχικά υπάρχοντά τους και τα ζωντανά τους, ακολούθησαν κι άλλοι. Από του Αχέροντα τις πηγές στο Σούλι, ακολουθώντας τους πρώτους, πήγε ο Δαγκλής από Καναλάκι, Κουτσονίκας από το Ζερμή  Φαναρίου, ο Δράκος από χωριό παραδίπλα τους,  Ζέρβατες από το Ζερβό. Από την άλλη μεριά, Μπουσμπαίοι από τα ορεινά των Ιωαννίνων στην Κορύτιανη που έμενε στην Κορύστιανη, ακόμη Φωταίοι, Πανταζάτες, Ζαρμπαίοι, Δρακαίοι, Σεχάτες και τόσοι άλλοι πλαισίωσαν και τους οικισμούς Σαμονίβα, Κιάφα, Ναβαρίκου και γιγαντώθηκαν. Σκληραγωγημένοι και εμπειροπόλεμοι και οι παππούδες τους, πολέμησαν σε οχυρά ή όχι, από τους προηγούμενους αιώνες. Ψηλά τούτα τα βουνά, άρμοζαν στην μεγαλοσύνη αυτών που ήρθαν και ρίζωσαν εδώ, τους οποίους ανάθρεψαν και τους έκαναν τόσο μεγάλους ώστε να τους μάθουν και πέρα από τα σύνορα του Ελληνισμού. Και αυτά τα επιβλητικά, σαν κάστρα βουνά, ακολούθησαν σε μεγαλοσύνη το όνομα αυτών που ανάθρεψαν και έτσι έμελλε να ονομαστεί πια αυτός ο «μεγάλος φράχτης».

Στην Δράγανη (Αμπελιά) ακόμη και σήμερα γνωρίζουν να μιλάνε το αρβανίτικο ιδίωμα και είναι εδώ να μας βεβαιώσουν ότι ακόμα μιλάνε – μιλάμε όπως και οι Μποτζαράτες και οι παπα – Ζαχάτες τότε!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *