Άρση του «εμπολέμου» με θεσμικές εγγυήσεις για την Ελληνική Μειονότητα!

Share Button
Κατά την πρόσφατη συνάντηση των Υπουργών Εξωτερικών Ελλάδας και Αλβανίας στην Αθήνα, η Αλβανίδα ΥΠΕΞ αναφέρθηκε για ακόμη μια φορά στη «νομική άρση παρωχημένων αναφορών από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο», υπογραμμίζοντας ότι οι δύο χώρες είναι σύμμαχοι στο ΝΑΤΟ και φίλες. Η διατύπωση είναι πολιτικά εύληπτη και, σε γενικό επίπεδο, θεμιτή. Όμως το ζήτημα της άρσης του «εμπολέμου» δεν είναι θέμα ρητορικής. Είναι θέμα θεσμικής ακρίβειας και νομικής συνέπειας αλλά κυρίως είναι ζήτημα με σαφείς πολιτικές προεκτάσεις.
Η Ελλάδα έχει ήδη προχωρήσει, εδώ και δεκαετίες, σε ουσιαστική άρση της εμπόλεμης κατάστασης. Με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου το 1987 (υπουργός Εξωτερικών Κάρολος Παπούλιας), η Αλβανία έπαψε να αντιμετωπίζεται ως εχθρικό κράτος. Ακολούθησε το Σύμφωνο Φιλίας του 1996, το οποίο κυρώθηκε από τη Βουλή το 1998. Στην πράξη και στο επίπεδο των διεθνών σχέσεων, το εμπόλεμο έχει πάψει να υφίσταται.
Η επιμονή της Αλβανίας ότι η Ελλάδα «δεν έχει άρει» το εμπόλεμο συγχέει την ουσία με την τυπική μορφή της «νομικής άρσης». Η συζήτηση αφορά στην πραγματικότητα για το αν απαιτείται κοινοβουλευτική επικύρωση μιας ήδη εφαρμοσμένης κυβερνητικής απόφασης και όχι για το αν η χώρα μας διατηρεί εχθρική στάση απέναντι στην Αλβανία. Αυτό έχει κλείσει οριστικά εδώ και χρόνια.
Υπάρχει, ωστόσο, και μια πτυχή που σπανίως αναδεικνύεται. Το 1939, η Αλβανία, καθώς είχε συμμαχήσει με τη φασιστική Ιταλία, με απόφαση της Βουλής επί βασιλείας Αχμέτ Ζώγου, κήρυξε ως εχθρική χώρα την Ελλάδα.Το 1944 στο συνέδριο της Πρεμετής – όπου έθεσε τις βάσεις του κομμουνιστικού αλβανικού κράτους – o Ενβέρ Χότζα ακύρωσε όλες τις αποφάσεις των προηγούμενων αλβανικών κυβερνήσεων. Όμως, τον Ιούλιο του 1992, η κυβέρνηση Μπερίσα ακύρωσε με τη σειρά της όλες τις αποφάσεις του καθεστώτος Χότζα, και επομένως επανέφερε σε ισχύ τις προ του 1944 νομοθετικές πράξεις, μαζί με το αλβανικό «εμπόλεμο» κατά της Ελλάδας. Αν, λοιπόν, ζητείται «νομική άρση», αυτή οφείλει να είναι αμοιβαία και συμμετρική.
Η συζήτηση, όμως, για το «εμπόλεμο» δεν μπορεί να απομονωθεί από το γενικότερο πλαίσιο των ελληνοαλβανικών σχέσεων. Στις ίδιες δηλώσεις, υπήρξαν αναφορές στα ιδιοκτησιακά ζητήματα, με έμφαση στην Ελληνική Εθνική Μειονότητα. Εκεί βρίσκεται μια πραγματική δοκιμασία για τις σχέσεις καλής γειτονίας.
Η άρση ιστορικών καταλοίπων αποκτά ουσιαστικό νόημα μόνο όταν συνοδεύεται από πλήρη σεβασμό των δικαιωμάτων στο παρόν. Και αυτό δεν είναι πολιτική ευγένεια, αλλά ευρωπαϊκή υποχρέωση. Δεν είναι τυχαίο ότι στελέχη της Βορειοηπειρωτικής Κοινότητας έχουν επιμείνει δημοσίως στην ανάγκη πλήρους διαφάνειας, ιδίως για υποθέσεις ιδιοκτησίας με το καθεστώς του αλβανικού νόμου περί «στρατηγικών επενδύσεων».
Έχει ιδιαίτερη σημασία η Ελλάδα να επιδιώξει η άρση του «ελληνικού εμπολέμου» και η επαναφορά των υπό μεσεγγύηση περιουσιών στους κληρονόμους των αρχικών ιδιοκτητών, να συνδεθεί, κατά την ενταξιακή πορεία της Αλβανίας, με τα θεμελιώδη δικαιώματα ιδιοκτησίας της Ελληνικής Μειονότητας: διαφανές σύστημα καταγραφής ιδιοκτησιών στο κτηματολόγιο, σεβασμό τίτλων ιδιοκτησίας ιδιωτών και Ορθόδοξης Αλβανικής Εκκλησίας, ισότητα ενώπιων των αρχών και διοικητική προβλεψιμότητα, απαλλοτριώσεις που θα συνοδεύονται από δίκαιες αποζημιώσεις. Η φιλία κρίνεται στην ασφάλεια δικαίου και όχι στις διακηρύξεις.
Χρειάζεται επίσης η ακόλουθη αποσαφήνιση: η άρση του εμπολέμου δεν συνδέεται με διεκδικήσεις περιουσιών των Τσάμηδων στην Ελλάδα. Το νομικό καθεστώς που απορρέει από τον Α.Ν.2636/1940 για το «ελληνικό εμπόλεμο» αφορά περιουσίες Αλβανών υπηκόων που ζούσαν εκείνη την περίοδο στην Ελλάδα, (οι Τσάμηδες είχαν ελληνική υπηκοότητα), χαρακτηρίστηκαν «εχθρικές», τέθηκαν σε μεσεγγύηση έως θεωρητικά το τέλος των εχθροπραξιών, (περίπου 200 περιουσίες), και το ελληνικό κράτος τις διαχειρίζεται έκτοτε μέσω ενοικίασης σε ιδιώτες. Δεν τέθηκαν σε μεσεγγύηση οι περιουσίες των Τσάμηδων γιατί αυτές κατασχέθηκαν καθώς οι κάτοχοί τους καταδικάστηκαν ως εγκληματίες πολέμου και συνεργάτες των κατακτητών από Δικαστήρια Δοσιλόγων. Πρόκειται για ειδικού και περιορισμένου χαρακτήρα ζήτημα, όχι για συλλογικές ή εθνοτικές αξιώσεις. Κάθε άλλη σύνδεση είναι πολιτική κατασκευή.
Συμπερασματικά, η Ελλάδα δεν έχει κανένα λόγο να φοβάται τη συζήτηση για την άρση του «εμπολέμου». Έχει, όμως, λόγο να επιμένει ότι αυτή πρέπει να γίνει σοβαρά, με νομική σαφήνεια και με πρακτικές που έχουν εφαρμοστεί σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες για τις «εχθρικές περιουσίες». Παράλληλα, πρέπει να ζητήσει αμοιβαιότητα, όχι μόνο σε σχέση με το «αλβανικό εμπόλεμο» αλλά κυρίως με το σεβασμό του κράτους δικαίου όσον αφορά τα περιουσιακά δικαιώματα της Ελληνικής Εθνικής Μειονότητας. Όχι ως επικοινωνιακή χειρονομία, αλλά ως φυσική κατάληξη μιας ώριμης σχέσης καλής γειτονίας.
(*) Ο Αντώνης Μπέζας είναι πρώην υφυπουργός και βουλευτής Θεσπρωτίας

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *