Του Μάριου Αναστασίου Μπίκα
Β΄. Ο Βασίλης Μπαλούμης και ο Γιασίν Σαντήκ
Από τις 28 Οκτωβρίου 1940 έως τις 27.04.1941 που οι Γερμανοί εισήλθαν στην Αθήνα,οι Ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις της 8ης Μεραρχίας της Ηπείρου με έδρα τα Ιωάννινα, υπό τον υποστράτηγο Κατσιμήτρο Χαράλαμπο, απέκρουσαν τους Ιταλούς και Αλβανούς που προσπάθησαν να παραβιάσουν τα ελληνοαλβανικά σύνορα στην ΄Ηπειρο και να εισβάλουν στην Ελλάδα. Όχι μόνο τούς απόκρουσαν, παρά το γεγονός ότι σε σύγκριση με τους επιτιθέμενους, μειονεκτούσαν κατά πολύ σε αριθμό, άρματα, αυτοκίνητα, αεροπλάνα και άλλον οπλισμό, τους νίκησαν, απωθώντας τους στο εσωτερικό της Αλβανίας με αποτέλεσμα να ελευθερώσουν τη Βόρειο ΄Ηπειρο και κατά σειρά τις πόλεις της, Κορυτσά, Πόγραδετς, Αγίους Σαράντα, Αργυρόκαστρο και Χιμάρα και να δημιουργήσουν το ένδοξο Αλβανικό Έπος.
Ιστορική αναδρομή
Την 29.01.1941 απεβίωσε ο Ιωάννης Μεταξάς, δικτάτορας από τις 04.08.1936 Πρωθυπουργός της Ελλάδας.
Την 29.01.1941 ο βασιλιάς Γεώργιος διόρισε νέο Πρωθυπουργό τον Αλέξανδρο Κορυζή.
Τη 18.04.1941 ο Αλέξανδρος Κορυζής αυτοκτόνησε με πιστόλι μέσα στο γραφείο του.
Την 21.04.1941 ο βασιλιάς Γεώργιος διόρισε Πρωθυπουργό τον Εμμανουήλ Τσουδερό. Εξαιτίας της άφιξης των Γερμανικών στρατιωτικών δυνάμεων στην Ελλάδα, η κυβέρνηση κι ο Βασιλιάς, μετά από προσωρινή παραμονή στην Κρήτη, εγκαταστάθηκαν στο Κάιρο της Αιγύπτου.
Την 27.04.1941 οι Ναζί εισέρχονται στην Αθήνα. Στην Ακρόπολη κυμάτισε η σβάστικα (σημαία των Ναζί με τον καγκελωτό σταυρό).
Η Ελλάδα, χωρίζεται σε τρεις (3) ζώνες[1] (Περιφέρειες) :
– Τη Βουλγαρική
– Τη Γερμανική
– Και την Ιταλική, στην οποία συμμετείχαν οι Αλβανοί και οι Μουσουλμάνοι Τσάμηδες.
Οι Γερμανοί καθ’ όλο το διάστημα της παραμονής τους στην Ελλάδα, διόρισαν τους παρακάτω δοσίλογους Πρωθυπουργούς[2] :
α. Γεώργιο Τσολάκογλου από 27.04.1942 ως τις 02.12.1942
β. Κωνσταντίνο Λογοθετόπουλο από 02.12.1942 ως 07.04.1943
γ. Ιωάννη Ράλλη από 07.04.1943 ως την απελευθέρωση (12.10.1944)

(1) Τη φωτογραφία μού την έστειλε ο Θωμάς Γκίνης
Η κατάσταση στη Θεσπρωτία
Η Ήπειρος, σύμφωνα με τις παραπάνω ζώνες, ανήκε στους Ιταλούς.
Στη Θεσπρωτία οι Ιταλοί αφίχθησαν την 3ην Μαϊου 1941 και παρέμειναν ως τις 9 Σεπτεμβρίου 1943.
Επιτάξανε όλα τα δημόσια κτίρια, τα υποζύγια και τα κάρα.
Η Νομαρχία της Θεσπρωτίας διατηρήθηκε στην Ηγουμενίτσα μέχρι τις αρχές του 1943 (;). ΄Υστερα, για λόγους καλύτερης ασφάλειας, μεταφέρθηκε στην Παραμυθιά.
Η Ελληνική Χωροφυλακή παρέμεινε μόνο κατ’ όνομα. ΄Ηταν καθ’ ολοκληρία εξαρτώμενη των ιταλικών κατοχικών δυνάμεων, χωρίς καμία απολύτως πρωτοβουλία. Ακόμα και τα πυρομαχικά που χρειάζονταν τα λάμβανε απ’ αυτές.
Η δημιουργία της Csila[3] και των ειδικών ταγμάτων, αποτελουμένων από Μουσουλμάνους Τσάμηδες, φέροντες επιβραχιόνιο με τη λέξη Tsiam, επέβαλαν τη θέλησή τους, παραγκωνίζοντας την ελληνική Διοίκηση.
Τα συμβούλια των Κοινοτήτων (Τοπική Αυτοδιοίκηση), των οποίων ο πληθυσμός ήταν μεικτός (Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι) αντικαταστάθηκαν από Μουσουλμάνους Τσάμηδες.
Στα Γραφεία της Κοινότητας της Παραμυθιάς ως και σ’ άλλα δημόσια αυτής κτίρια, κυμάτιζε η αλβανική σημαία. Τη σημαία αυτή νύχτα κατέβασε από το ιστορικό Γυμνάσιο της Παραμυθιάς ο Παραμυθιώτης Μιχάλης Μαρτίνης (1908 – 1942), τον οποίο σκότωσαν Ιταλοί και Αλβανοτσάμηδες ενώ εργαζόταν στο Μαυρούδι της Ηγουμενίτσας. (Βλέπ. Βασίλη Κραψίτη : « Ιστορία της Παραμυθιάς, Β΄. έκδοση, Αθήνα 1991, σελ. 265 και 288).
Η αναλογική σύνθεση του πληθυσμού στην περιφέρεια του Μαργαριτίου, σύμφωνα με την απογραφή του 1940 :
– Μιχαήλ Γ. Τρίτου, Επίκουρου καθηγητού Α.Π.Θ. : ΤΣΑΜΗΔΕΣ, Θεσσαλονίκη 2003, Εκδοτικός Οίκος Κυρομάνος, σελ. 32 :
« … 5) Μαργαριτίου κατά τα 9/10 μουσουλμάνοι και κατά 1/10 χριστιανοί.
6) Ελευθερίου, Λειβαδαρίου, Σπαθαραίων, μετά του συνοικισμού Μορφάτι, Ανθούσης, Αγιάς αμιγής χριστιανικός πληθυσμός. …
Ο Γιασίν Σαντήκ (1888-1942) και ο θάνατός του .
Ο Γιασίν Σαντήκ Μουσουλμάνος Τσιάμης, κάτοικος Μαργαριτιού, μεγαλοκτηματίας, ήταν γιος του Χασάν Σαντήκ Σερβέτ. ΄Ηταν απόγονος εξισλαμισμένης από την Ανθούσα Πάργας χριστιανικής οικογένειας. Αδέλφια[4] είχε τον Αβδουλά, τον Ελιμή και το Νούριε (κ.ά.) Μέχρι το 1937 (;) είχε εκλεγεί πολλές φορές πρόεδρος στο Μαργαρίτι, αρχής γενομένης, περίπου, από το 1924. Χαρακτηρίζεται, σύμφωνα με ορισμένες μαρτυρίες, διπλωματικός και συνεργάσιμος με τις ελληνικές Αρχές. Παρά ταύτα, σε κεντρικό καφενείο του Μαργαριτιού ράπισε δημοσίως τον Έλληνα αστυνομικό Διοικητή της πόλης Μπογιάννη. Εξαιτίας σκανδάλων που διέπραξε ως πρόεδρος στην κοινότητα του Μαργαριτιού, οδηγήθηκε σε δίκη. Για να αποφύγει την καταδίκη κατέφυγε στην Αλβανία, πουλώντας το σπίτι του κι όλα τα κτήματά του στους Μαργαριτιώτες βλάχους Μαμαίους. Με την κάθοδο των Ιταλικών στρατευμάτων στη Θεσπρωτία τόσο το Νοέμβριο του 1940, όσο και το Μάιο του 1941 αφίχθηκε στο Μαργαρίτι ως επικεφαλής αλβανικού στρατιωτικού σώματος. Εδώ συγκρότησε ομάδες από Μουσουλμάνους Τσάμηδες, συνεργαζόμενες με τα ιταλικά κατοχικά αποσπάσματα. Οι ομάδες αυτές στράφηκαν με μανία εναντίον των Χριστιανών όχι μόνο του Μαργαριτιού, αλλά και όλης της γύρω από αυτό περιοχής.

(2) Τη φωτογραφία μού την έστειλε ο Θωμάς Γκίνης
Τον Γιασίν Σαντήκ, προεστό του Μαργαριτιού, το κριάρι, όπως τον αποκαλούσαν οι ομοεθνείς του, φόνευσε σε ενέδρα[5] στις 06.12.1942 ο Βασίλης Μπαλούμης. Μαζί του ήταν και ο Χαράλαμπος Σερίφης.
Προφορικές μαρτυρίες :
– Θωμάς Γκίνης ( Μαργαρίτι) ζει και εργάζεται στη Γερμανία και ασχολείται με την έρευνα ιστορικών γεγονότων της άλλοτε Επαρχίας Μαργαριτίου, τα οποία και παρουσιάζει στην ιστοσελίδα του www.margariti – gr.de :
« Η παραπάνω φωτογραφία του Γιασίν Σαντήκ προέρχεται από το βιβλίο (Αλβανικής έκδοσης) της δισέγγονής του Blerina Namikou Sadikou. Η Β.Ν.S. είναι ακαδημαϊκός και ασχολείται στο Δυρράχιο με την ξενοδοχειακή επιχείρηση του πατέρα της. Σύμφωνα με τα γραφόμενά της, ο προπάππος της Γιασίν Σαντήκ, προέρχονταν από εξισλαμισμένη ελληνοχριστιανική οικογένεια της Ράπεζας ( σήμερα Ανθούσα Πάργας).
Ο Γιασίν Σαντήκ ήταν γιος του Χασαν Σαντήκ Servet, ο οποίος, σύμφωνα με το Χarientin Isufi (βλ.π.κ.), μετοίκησε από τη Ράπεζα στο Μαργαρίτι περί τα τέλη του ΧVII αιώνα με αρχές του ΧVIII και εδώ ήταν γνωστός με το όνομα Μουλάς Servet.
Οι Αλβανοί ιστορικοί έχουν αναγάγει τον Γιασίν Σαντήκ σε εθνικό ήρωα, που αγωνίστηκε και πέθανε για την προσάρτηση της Θεσπρωτίας στην Αλβανία.
Συγκεκριμένα ο Χαϊρεντίν Γιουσούφι στο βιβλίο του με τίτλο « Ο Μουσάι Ντέμι και η ανατίσταση των Τσάμηδων (1800-1974) », που έχει γράψει και ειδική μονογραφία για το Γιασίν Σαντήκ, αναφέρει ότι ήταν αγαπητός στο Μαργαρίτι και διατηρούσε πολύ φιλικές σχέσεις με τους τότε ΄Ελληνες βουλευτές Χαβίνη και Τσιώκο. Αποσιωπά όμως τους λόγους για τους οποίους εκτελέστηκε, για τις καταχρήσεις που διέπραξε ως πρόεδρος του Μαργαριτιού, για πλαστογραφίες τόσο των Ελλήνων όσο και Μουσουλμάνων, προκειμένου να οικειοποιήσει τις περιουσίες τους και για τη συνεργασία του με τους Ιταλούς και Γερμανούς στο χρονικό διάστημα, κυρίως, από την 3η Μαΐου 1941 έως την 6ην Δεκέμβρη του 1942, που εκτελέστηκε από το Βασίλη Μπαλούμη » .
– Δημήτριος Μάτης (Μαργαρίτι) :
« Ο Γιασίν Σαντήκ υπήρξε πρόεδρος στην κοινότητα του Μαργαριτιού. Υποστήριζε το Λαϊκό Κόμμα. Είχε καλές σχέσεις με τον Μπογιάννη, τον τότε ΄Ελληνα αστυνομικό Διοικητή στο Μαργαρίτι. Μια μέρα ο παππούς μου, ο Δημήτρης Μάτης, τού είπε :
– Μπογιάννη, πρόσεχε. Ο Γιασίν δεν είναι καλός άνθρωπος. Θα σε ντροπιάσει δημοσίως.
Και πράγματι μια μέρα, ενώ κάθονταν σε καφενείο, ο Γιασίν Σαντήκ άρχισε να βρίζει το Μπογιάννη με ακατονόμαστες λέξεις. Ο Μπογιάννης τον συνέλαβε παρά τις αντιρρήσεις του και τον πέρασε αυτόφωρο στην Πρέβεζα, επειδή τότε δεν είχε ιδρυθεί ακόμα ο Νομός Θεσπρωτίας. Στην Πρέβεζα ο Γιασίν Σαντήκ αφέθηκε ελεύθερος με την επέμβαση γνωστού του, ΄Ελληνα τοπικού βουλευτή.
Αμέσως έφυγε για την Αλβανία. Εκεί οργανώθηκε στους Ιταλούς. Το 1941 με στολή Συνταγματάρχη ήρθε στο Μαργαρίτι. Οι Ιταλοί στρατιώτες, όταν τον συναντούσαν, τον χαιρετούσαν εν στάση.
΄Ενα από τα παιδιά του, ο Σαλήκ, ήταν δάσκαλος στο νεοϊδρυθέν στο Μαργαρίτι αλβανικό σχολείο. Μάλιστα την εποχή εκείνη ασκούσαν πίεση και σε μας τους ΄Ελληνες να πάμε στο σχολείο αυτό.
Ο Γκινίκας Ριζάς είχε πολλά κτήματα και πολλά αδέρφια. Αυτοί προκάλεσαν τις εχθροπάθειες στους Σπαθαραίους. ΄Υστερα έπιασαν το παιδί του Βασίλη Μπαλούμη, το Χρήστο. Τον πήραν αιχμάλωτο. ΄Ηθελαν να τον κάψουν ζωντανό στο φούρνο. Όταν, όμως, η γυναίκα του Ριζά, είδε το Χρήστο, τού είπε :
– Δεν νρέπεσαι, αυτό το μαξούμι μού έφερες να ψήσω …
Για να μη χυθεί άλλο αίμα, ο Χρήστος Μπαλούμης απελευθερώθηκε με την επέμβαση των κατοίκων της Σενίτσας. Αυτοί είχαν καλές σχέσεις με τους Γκινίκα. ΄Ετσι τον παράδωσαν στον Σενιτσιώτη Μητ (Δημήτρη) Χήρα, ο οποίος στη συνέχεια τον προώθησε στον πατέρα του.
Αργότερα, μετά τη δολοφονία του Γιασίν Σαντήκ από το Βασίλη Μπαλούμη, aρχηγός των Αλβανοτσάμηδων στο Μαργαρίτι έγινε ο Αβδουλάς.
Το Βασίλη Μπαλούμη, σύμφωνα με τη ραδιοεκπομπή του BBC (Λονδίνο), που άκουγαν ο πατέρας μου και πολλοί άλλοι Μαργαριτιώτες, ήταν ο πρώτος αντάρτης που βγήκε στο βουνό και οι Ιταλοί τον είχαν επικηρύξει είκοσι πέντε εκατομμύρια (25.000.000 ) λιρέτες ».
– Δημήτριος Κακούρης (Μαργαρίτι) :
« Ο Γιασίν Σαντήκ είχε πολλά παιδιά. Θυμάμαι όμως δύο, το Μουσταφά και το Σερβέτη ή Σερβέκη. Ο Σερβέτης ήταν δάσκαλος. Σε ξεχωριστή αίθουσα του Σχολείου του Μαργαριτιού δίδασκε την αλβανική γλώσσα. Επίσης, εκεί δίδασκε θρησκευτικά κι ο Μουφτής. Το Σχολείο τότε του Μαργαριτιού στεγαζόταν στο μεγάλο σπίτι του Χατζή Μπράxου. Εκεί ερχόταν και οι κοπέλες των Αλβανοτσάμηδων από το Παλιόκαστρο που ήταν αμιγές τουρκικό χωριό.
Μια γνωστή μου βλάχα, Θοδωράκη την έλεγαν, έφυγε το 1944 για την Αλβανία. Εκεί αργότερα έγινε πρόεδρος του Αλβανικού Κοινοβουλίου. Το 1990 ήρθε στο Μαργαρίτι για να δει τους δικούς της. Εγώ πήγα να τη συναντήσω, αλλά δεν την πρόλαβα, γιατί απρόοπτα αναχώρησε για την Αλβανία, επειδή, όπως είπε, είχε πεθάνει εκεί κάποιος δικός της.
Ο Σαντήκ στο Μαργαρίτι σκότωσε κάποιον Τούρκο από το Παλιόκαστρο. Για το έγκλημα αυτό, αν και έγινε δικαστήριο, απαλλάχτηκε, λόγω αμφιβολιών, αλλά και επειδή μεσολάβησε κάποιος βουλευτής του Λαϊκού κόμματος, του οποίου ήταν ψηφοφόρος και φανατικός οπαδός. ΄Υστερα εγκατέλειψε το Μαργαρίτι. Πήγε στην Αλβανία. Επέστρεψε οριστικά με τους Ιταλούς το 1941. Τον θυμάμαι πολλές φορές μαζί με τον Μαζάρ Ντίνο της Παραμυθιάς.
Το 1943, όταν ήρθαν στο Μαργαρίτι οι Γερμανοί, εμείς εγκαταλείψαμε τα σπίτια μας. Πήγαμε στη Σενίτσα. Οι Σενικιώτες μάς υποδέχτηκαν και μάς φιλοξένησαν. Όλοι τους ήταν καλοί και ελεύθεροι άνθρωποι. Αγαπούσαν το συνάνθρωπο, το δίκαιο και το ηθικό.
Ο Γιαγιά Κασίμ, γνωστός στο Μαργαρίτι ως Μπούσιας, που σκότωσαν στην Παραμυθιά ο Κώτσιο Νικόλας με τον Λίγια Νίκου, ήταν καλός πρακτικός γιατρός. Εγώ είχα ένα πρόβλημα με το πόδι. Πήγα στην Κέρκυρα. Εκεί οι γιατροί ήθελαν να μου το κόψουν. Αρνήθηκα το κόψιμο. Γύρισα στο Μαργαρίτι και ο Γιαγιά Κασίμ μου το θεράπευσε.
Ο Μπογιάννης ήταν στην κατοχή αστυνομικός Διοικητής στο Μαργαρίτι. ΄Ηρθε σε ρήξη με το Γιασίν Σαντήκ, τον οποίο συνέλαβε και οδήγησε σε δίκη στην Πρέβεζα. Αργότερα ο αδερφός μου μια μέρα στο Μαρούσι των Αθηνών, γνωρίστηκε τυχαία σε ένα καφενείο με κάποιο γέροντα. Στη συζήτηση που έκαναν, διαπιστώθηκε ότι ο γέροντας αυτός ήταν ο Μπογιάννης που είχε υπηρετήσει στην Κατοχή ως Αστυνομικός στο Μαργαρίτι ».
– Ευάγγελος Μπακαγιάννης (Μαργαρίτι, συνταξιούχος ιπτάμενος μηχανικός ) :
« Ο Γιασίν Σαντήκ ήταν πρόεδρος στο Μαργαρίτι. Στα χρόνια της προεδρίας του κατηγορήθηκε ότι έδωσε ένα λιβάδι σε βλάχους, παίρνοντας παράλληλα ποσοστά. Για να γλιτώσει την καταδίκη, πήγε στην Πρέβεζα. Εκεί ένας φίλος του τον έβαλε στο καράβι και κατέφυγε στην Αλβανία.
Το Νοέμβρη του 1940 όταν ο ελληνικός στρατός οπισθοχώρησε εξαιτίας της ιταλικής επίθεσης, ο Γιασίν Σαντήκ ήρθε στο Μαργαρίτι με τη στολή του Ταγματάρχη, ως αρχηγός αλβανικού τάγματος.
Με την ήττα των Ιταλών επέστρεψε και πάλι στην Αλβανία, για να επιστρέψει οριστικά πια το Μάη του 1941.
Ο Γιασίν Σαντήκ είχε λογαριασμούς με τους βλάχους Μαμαίους. Τους είχε πωλήσει το σπίτι και, όπως έλεγε, τού χρωστούσαν χρήματα. Για να κανονίσουν τα χρωστούμενα, έκλεισαν ραντεβού έξω από τους Σπαθαραίους. Εκεί, αφού συναντήθηκαν και τού έδωσαν ορισμένα χρήματα κι έναν αριθμό προβάτων, ετοιμαζόταν να επιστρέψει στο Μαργαρίτι. Πιο μπροστά, όμως, ένα βλαχόπουλο, ο Ηλίας Μάμος, είχε ειδοποιήσει κρυφά το Βασίλη Μπαλούμη. ΄Ετσι, ο Βασίλης Μπαλούμης μαζί με το Χαράλαμπο Σερίφη του έστησαν καρτέρι.
– Μερέ Γιασίν, του φώναξε ο Μπαλούμης.
Γυρίζοντας το Κεφάλι ο Γιασίν, του έδωσε μια και τον πήρε στο κεφάλι. Το κορμί του έπεσε στη γη, ενώ τα πόδια του είχαν σκαλώσει στα τσιγκιά της φοράδας …
Ο Γιασίν Σαντήκ άφησε πίσω του πολλά παιδιά ».
– Χρήστος Μπαλούμης (1934 – 2024) γιος του οπλαρχηγού Βασίλη Μπαλούμη :
« Ο Γιασίν Σαντήκ ήταν από το Μαργαρίτι. Επειδή σκότωσε κάποιον έφυγε για την Αλβανία. Προτού όμως φύγει, πούλησε το σπίτι του και τα κτήματά του στους βλάχους Μαμαίους. Όταν όμως το Μάη του 1941 γύρισε στο Μαργαρίτι μαζί με τους Ιταλούς, με τη βία πήρε πίσω το σπίτι και τα χωράφια του.
Ο Γιασίν είχε οργανώσει συμμορίες. Λήστευε, σκότωνε τους Χριστιανούς και τους άρπαζε τα γιδοπρόβατα.
Ο πατέρας μου (ο Βασίλης Μπαλούμης) είχε φύγει από την περιοχή των Σπαθαραίων. Zούσε στο Σούλι μαζί με το Χαράλαμπο Σερίφη. Ένα βράδυ ήρθε στη στάνη της θείας μου για να αλλάξει ρούχα. Εκεί ήταν και η μάνα του Χαράλαμπου Σερίφη.
– Πέρα στη Ζάρα, στον Κώτση Νάκο, είπε στον πατέρα, είναι ο Γιασίν.
Το απόγευμα της άλλης μέρας, ανέβηκαν και οι δυο σ’ ένα βουναλάκι.
– Χαράλαμπε, μείνε εδώ, τού είπε ο πατέρας. Εγώ θα ανέβω πιο πάνω. Αν βαρέσουν εμένα, να σκοτώσεις εσύ τον Γιασίν. Δεν πρέπει να είμαστε μαζί στο ίδιο μέρος.
Ο Γιασίν με δυο άλλους είχαν αρπάξει 1.500 γίδια κι ερχόταν προς τα πάνω.
– Γιασίν, τού φώναξε ο πατέρας.
Μόλις αυτός γύρισε το κεφάλι, τού δίνει μια και τον πήρε στην καρδιά. Τους άλλους δυο συνοδούς του δεν τους πείραξε. Φύγετε, τούς είπε, και πάτε στα σπίτια σας. Αν όμως γυρίσετε πίσω, τότε δε θα σας τη χαρίσω.
Μετά το φόνο του Γιασίν, ο πατέρας επέστρεψε στο χωριό.
– Φύγετε, είπε στους χωριανούς. Εδώ δε μάς κρατάει άλλο ο τόπος. Έρχονται οι Αλβανοτσάμηδες, για να εκδικηθούν το θάνατο του Γιασίν Σαντήκ.
Αμέσως όλοι έφυγαν, εκτός από τον παπα – Σπύρο Νούτση και τον πρόεδρο Βασίλη Τσούπη. Τι θα μού κάνουν εμένα, είπε ο παπάς. Εγώ είμαι παπάς. Ο πρόεδρος είχε έναν ξάδερφο που είχε τουρκέψει και πίστευε ότι εξαιτίας του θα τού χάριζαν τη ζωή.
Οι Αλβανοτσάμηδες ήρθαν στο χωριό. Έκαψαν όλα τα σπίτια του. Ο παπάς, μόλις τούς είδε, πήγε να πάρει στο ιερό της εκκλησίας το κρυμμένο τουφέκι του, αλλά δεν το βρήκε. Στη συνέχεια, τους δυο, δηλαδή τον παπά και πρόεδρο, τούς πήραν μαζί τους. Του παπά τού έκαναν του λιναριού τα πάθη. Τον βασάνισαν πολύ. Το ίδιο και τον πρόεδρο. Ύστερα τούς σκότωσαν και τους δυο.
– Νικόλαος Στύλος (συγγραφέας) από την Αηδονιά Πρεβέζης :
« Ο Γιασίν Σαντήκ είχε καλές σχέσεις με τους χωριανούς μου. Όταν έρχονταν στο χωριό ο Μαζάρ Ντίνος, έπαιρναν ακόμα και τις κότες και έφευγαν. Ενώ, όταν έρχονταν ο Γιασίν Σαντήκ, τον υποδέχονταν σαν δικό τους άνθρωπο. Κάποτε στην κατοχή πέθανε ένας χωριανός μας. Στην κηδεία του ήρθε και ο Γιασίν. Μπήκε στην εκκλησία, έβγαλε το καπέλο του και έκανε το σταυρό του.
- Εμένα, τούς είπε, ο παππούς μου ήταν ιερέας, εξισλαμισμένος χριστιανός, που καταγόταν από την Ανθούσα της Πάργας ».
Μάριος Αναστασίου Μπίκας
[1] . Γεωργίου Ρούσσου : « Νεότερη ιστορία ελληνικού έθνους », Αθήνα 1975, τόμος Ζ, σελ. 397-398
[2] . Το Μάιο του 1945 ειδικό δικαστήριο καταδίκασε σε θάνατο το Γεώργιο Τσολάκογλου, ενώ σε ισόβια τους Κωνσταντίνο Λογοθετόπουλο και Ιωάννη Ράλλη. Εκ των δύο ισοβιτών Πρωθυπουργών, ο μεν Κ. Λογοθετόπουλος, λόγω χάριτος, αποφυλακίσθηκε στις 02.01.1951, ο δε Ιωάννης Ράλλης απεβίωσε στη φυλακή στις 26.10.1946.
Επίσης καταδικάστηκαν και είκοσι έξι (26) Υπουργοί και Υφυπουργοί των παραπάνω κυβερνήσεων.
[3] . Νικόλαου Ζιάγκου : « Αγγλικός Ιμπεριαλισμός και Εθνική Αντίσταση 1940 – 45 », Αθήνα 1978, τόμος πρώτος, σελ. : « Δίπλα στη βρύση του Τσαούση (σ.σ. Παραμυθιά) ήταν τα γραφεία Csila… »
[4] . α. Χρήστου Δημητριάδη : « Απελευθερωτικοί Αγώνες Θεσπρωτών », ΄Ηπειρος 1999, σελ.107.
β. ΄Ολγας Σακαρέλη – Χαντζάρα : « Ματωμένα Δειλινά », Ιωάννινα 2013, σελ. 23 έ. 26.
[5] . α. Σπύρου Μουσελίμη : « Ιστορικοί περίπατοι ανά τη Θεσπρωτία », Θεσσαλονίκη 1976, σελ. 80-81 (σ.σ. Ο Σπύρος Μουσελίμης υπηρέτησε το 1950 ως δάσκαλος στους Σπαθαραίους ).
β. Βασιλείου Παυλίδου : « Οι Αλβανοτσάμηδες της περιοχής Παραμυθιάς και η Κατοχή », 2009, σελ. 40 έ. κ. 41.