Αφιέρωμα: Οι γράβες στο Πάνω Καρυώτι

Share Button

Του Μάριου Αναστάσιου Μπίκα

Οι γράβες (σπηλιές)  στο Πάνω Καρυώτι, πολλές στον αριθμό, μικρές ή μεγάλες, βρίσκονται βόρεια, ανατολικά, νότια και νοτιοδυτικά αυτού. Οι περισσότερες όμως από αυτές εντοπίζονται κυρίως στους πρόποδες του βουνού Κορύλα ή μέσα στις απότομες χαράδρες του.  Ορισμένες δε από αυτές χρησιμοποιήθηκαν από τους Καρυωτίτες και για κατοικία ή για το σταυλισμό των ζώων τους, με αποτέλεσμα για μικρό διάστημα  να τις οικειοποιήσουν και να αφήσουν σε αυτές το όνομά τους, το οποίο μνημονεύεται ακόμα σήμερα, όπως η γράβα του Φάτσιου, η γράβα της Κουτσοχάιδως, του Σουλεϊμάν, της Αλέξως κ.λ.π.

Οι γράβες αυτές τόσο κατά τον καιρό της Τουρκοκρατίας, πριν από το 1913, όσο και στους μετέπειτα πολέμους ( Α΄. και Β΄. παγκόσμιο πόλεμο ) χρησιμοποιήθηκαν και ως καταφύγιο κατά τις επιδρομές των κατοχικών δυνάμεων ή την απόκρυψη όπλων και τροφίμων. Εκτός όμως τούτου χρησιμοποιήθηκαν  και στα επόμενα χρόνια, στον καιρό της ειρήνης.

Οι γράβες στο Πάνω Καρυώτι, όπως διασώθηκαν τα ονόματά τους,  είναι :

Οι γράβες στο Πάνω Καρυώτι, όπως διασώθηκαν τα ονόματά τους,  είναι :

Toυ Σέχη ( εδώ μετέφεραν προς θεραπεία τα άρρωστα παιδιά ). (λεπτομ. π.κ.).   Στα Μπιρμπίλια (κοντά στον Κουκουρέτσο, το εικόνισμα. Εκεί σώθηκε και η στρούγκα του Μπιρμπίλη, την οποία χρησιμοποιούσε η οικογένεια του Γιώργο Κώστα Σταύρου). Του Πατοσίνα ή  Πατοσίνη (κοντά στο δρόμο που πάμε για την Παραμυθιά ). Του Φάτσιου ( εκεί

 

Η Γκέλω Σταύρου, σύζυγος του Νάσιο – Γιώτη (Πατσούρα) στο μπαλκόνι του

σπιτιού της (Κάτω Καρυώτι), αγναντεύοντας το βουνό Κορύλα, αναπολεί τα παλιά…

Φωτογραφία (2021)  : Αρχείο Ιωάννου Σταύρου (αδελφού της)

 

παλιά  έμενε κάποιος Φάτσιος μαζί με τα γελάδια του). Στο Μελίσσι (πριν από τη Γαλατσίδα).  Του Καλαϊράκη[1] (πάνω από το σπίτι των Γκατζιαίων. Η εν λόγω γράβα χρησιμοποιήθηκε και ως ρολόι των Καρυωτιτών που εργάζονταν στον κάμπο. Διότι, όταν χτύπαγε σε αυτή ο ήλιος,  η ώρα σήμαινε ακριβώς μεσημέρι και σταματούσαν την εργασία τους για να φάνε). Στο Βαθχαντάκι (στους πρόποδες του βουνού κοντά στου Καλαϊράκη ). Η Γελαδόγραβα (κάτω από το Τσιέπι του Παπαγιάννη).  Στα Σφίγκια. Στα Aνήλια ( πριν του Μπαρκάσι). Στην Τσούκα (πάνω από τα σπίτια των Γκατζαίων). Στις καρυές (προς τις σβάρες). Στα Σεϊτόγια. Στη ΓαλατσίδαΤου Σουλεϊμάν (προς τη Γαλατσίδα. Εκεί είχε τα γρέκια ο Σωτηρη – Τάχιας – πατέρας του Νικόλα και Γιάννη Τάχια). Του Τάση – Μπάμπα.  Του ΤόληΣτο Ραδιό ( κοντά στο Αμπόλι, όπου το χειμώνα κράταγε νερό).  Στο Λιναράκι (κοντά στου Μπαρκάσι. Εκεί σκοτώθηκε ο Χρηστο – Σιώχος). Στο ΜπαρκάσιΤης Στάσαινας. Της Λένης.  Της Αλέξως[2] (κοντά στο δρόμο που πάμε για την Παραμυθιά. Εκεί κατοικούσε η γριά Αλέξω και επειδή πέθανε μέσα στη σπηλιά, την ονόμασαν σπηλιά της Αλέξως). Της Κουτσοχάιδως.   Στα Τρόχαλα (πάνω από το σπίτι του Γιαννη – Γκάτζια). Στα Πεζούλια. Στη Χούνη (μέσα στο βουνό). Στο Λημέρι του Σιούλα (κοντά στα Ανήλια).

 

(Πληροφορίες : Αρσένης Βασ. Τάχιας, Ευάγγελος Ευθ. Πατσούρας  και Ιωάννης Γεωργίου Σταύρου

 

Φωτογραφία και σχεδιάγραμμα του Πάνω Καρυωτιού

                              Αρχείο : Κωνσταντίνου Γεωργίου Τάχια

 

         Κίτρινο χρώμα : οικίες

         ΄Ασπρο χρώμα  : τοπωνύμια, βρύσες

         Κόκκινο χρώμα : εκκλησίες

 

 

Η δεισιδαιμονία

 

Στο Πάνω Καρυώτι υπήρχε η δεισιδαιμονία, βάση της οποίας τα άρρωστα μικρά παιδιά μπορούσαν να θεραπευτούν, όταν σε ώρες  μετά του μεσονυχτίου οι γονείς τους τα περνούσαν μέσα από μια τρύπα της γράβας Σέχη, ευρισκομένης εκτός του χωριού.

Προς τούτο, όταν ένα παιδί, ανεξαρτήτου φύλλου, αρρώσταινε, και  μετά την πάροδο ολίγων ημερών, αφού του χορηγούσαν διάφορα γιατροσόφια, δεν ανάρρωνε,  νύχτα της Παρασκευής – μετά τα μεσάνυχτα –  το μετέφεραν στη σπηλιά  του Σέχη που βρισκόταν πιο κάτω από το Εικόνισμα, δίπλα στο λάκκο της Αληφένταινας, όπου υπήρχε ένα μονοπάτι.  Εκεί το περνούσαν τρεις φορές μέσα από  μια τρύπα,  και  στη συνέχεια άφηναν στον εξωτερικό χώρο της γράβας ένα ρούχο του.  …

 

( Πληροφορίες :  Ευάγγελος Εθυμ. Πατσούρας  (ό. α.), Ιωάννης Γεωρ. Σταύρου (ό. α. ) και Ευτραπία (Μπία) Γκάτζια – Σμόνια.

 

 

Μεσημεριανό στο σκάλο

 

Γκέλω, ο ήλιος βάρεσε ψηλά στου Καλαϊράκη,

άσε στον έργο το τσαπί και πήγαινε στον ίσκιο,

ξεκρέμασε τα πράγματα,  τη μπούκλα, τα σακούλια,

άπλωσε το κειμήλιο,  μαντήλι της γιαγιάς σου,

κόψε κομμάτια το κουστό, και του τυριού τις πλάκες,

βγάλε ντομάτες, πιπεριές,  ελιές,  χλωρά κρεμμύδια,

σκόρδα με φύλλα πράσινα, αγγούρια, γαλοτύρι,

και φώναξέ μας νά ’ρθουμε για του Θεού τη βρώση.

 

 

( Από το ανέκδοτο βιβλίο του Μάριου Αναστασίου Μπίκα :  « Το Καργιώτι του Δήμου Σουλίου »

[1]Η Γκέλω Σταύρου – σύζ. του Νασιο – Γιώτη (Πατσούρα)  (ό. α.)  :  Στη γράβα Καλαϊράκη, όπως έλεγαν οι παλιοί,  μόναζαν παλιά, πολλοί καλόγεροι. Κάποια μέρα ένα καλογεράκι, αφού  πιάστηκε με το ένα του χέρι από το κλαδί ενός  κέδρου που υπήρχε μέσα στη σπηλιά, το χέρι τού έμεινε πάνω στο κλαδί.  Από τότε  ο κέδρος, αν και ξεράθηκε, παράμεινε εκεί για πολλά χρόνια ξεραμένος.  Kαι τη σπηλιά την ονόμασαν Γράβα του Καλαϊράκη.  Και οι καλόγεροι; Οι καλόγεροι μετά το περιστατικό του χεριού στον κέδρο, εγκατέλειψαν τη γράβα και μετακόμισαν στη σπηλιά του Αγίου Αρσένη.

Αργότερα, στα χρόνια που εγώ ήμουν κοπέλα, οι τσοπαναραίοι,  μολόγαγαν ότι όταν πήγαιναν τη νύχτα να γεμίσουν στη γράβα του Καλογεράκη τα παγούρια τους νερό, συχνά έβλεπαν εκεί το μικρό καλογεράκι.

(σ.σ. Ο Ιωάννης Γεωργ. Σταύρου (ό.α) υποστηρίζει ότι όταν ήταν έφηβος,  επισκέφτηκε με τον πατέρα του τη γράβα του Καλογεράκη και, αφού γέμισαν στην εκεί μικρή  το στρατιωτικό τους παγούρι με κρύο νερό,  διέκριναν στο εσωτερικό της ένα ξεραμένο κλαδί κέδρου…)

[2]. Ο θάνατος του Κωνσταντίνου Σπύρου (1909- 1959

Ο Κωνσταντίνος Σπύρου  καταγόταν από τον Αυλότοπο.  Είχε μεταβεί για ψώνια στην Παραμυθιά.  Ο καιρός ήταν ζεστός. Μόνος του πήρε το μονοπάτι του Σταυρού, φορτωμένος με σακούλια, για να επιστρέψει στο χωριό του.  Όταν, όμως,  έφθασε έξω από το Πάνω Καρυώτι, στη Γράβα της Αλέξως, σταμάτησε να ξεκουραστεί. Εκεί άφησε την τελευταία του πνοή. Νεκρό τον βρήκαν παιδιά του Καρυωτιού.   Φώναξαν τους γονείς τους.  Αμέσως όλο το Καρυώτι έτρεξε στη Γράβα της Αλέξως.  Με δυσκολία τον φόρτωσαν στο άσπρο μουλάρι του Γιώργο Τάχια και σιγά σιγά, αφού τον ανέβασαν στο Σταυρό, τον μετέφεραν στον Αυλότοπο, όπου και τον χωμάτισαν .

Ο Κ.Σ. άφησε πίσω του τη σύζυγό του Ξάνθη και τα παιδιά :  Χρήστο, Λαμπρινή, Γιώργο και Σπύρο.

Στο Καρυώτι,  στη γράβα της Αλέξως, μέχρι τελευταία υπήρχε το « κιβούρι » του με ένα ξύλινο σταυρό. Οι περαστικοί, περνώντας από κει έκαναν το σταυρό τους κι  έριχναν μια πετρούλα.

 

(  Πληροφορίες :  Δήμος Σουλίου (Ληξιαρχείο), Δήμος Τάχιας, Κίτσιος Κοντός, Ευάγγελος Πατσιούρας (Καρυωτίτες) και Συμεών Διαμάντης ( πρόεδρος Αυλοτόπου) )

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *