Αφιέρωμα: Προλήψεις και δεισιδαιμονίες της Βέλλιανης

Share Button

Του Μάριου Αναστασίου Μπίκα

Ο άνθρωπος από τους αρχαιοτάτους χρόνους προσπάθησε να εξηγήσει τις ασθένειες, το θάνατο, τις κακοτυχίες της ζωής, ως και τα διάφορα φυσικά φαινόμενα. Και, επειδή όλα αυτά δεν μπορούσε να τα ερμηνεύσει,  δημιούργησε τις προλήψεις και τις δεισιδαιμονίες, με τις οποίες έζησε πολλούς αιώνες.

Στη Βέλλιανη, αλλά και στην ευρύτερη περιοχή, δημιουργήθηκαν  πολλές προλήψεις και δεισιδαιμονίες, ορισμένες από τις οποίες  παρατίθενται παρακάτω :

1. Το ραδιό του Κορύλα

Όταν από τον Κορύλα, μετά από αέρηδες και καταιγίδες, ξεκόβονταν και κυλιόταν  ένα ραδιό (μεγάλο λιθάρι), οι Βελλιανίτες, ακούγοντας το θόρυβο, έβγαιναν στο αγνάντιο και με περιέργεια και αγωνία κοίταζαν προς το βουνό. Κι ότaν από τον κουρνιαχτό και το γδούπο αντιλαμβάνονταν ότι το ραδιό έπεσε ανάμεσα από τη λακκιά (απάτητη χαράδρα) της Σπηλιάς του Αγίου Αρσένη και της   Ασπρόσκαλας, έλεγαν πως κάποιου τού σώθηκαν από τη Βέλλιανη.  Αν όμως έπεφτε αριστερά της παραπάνω λακκιάς ότι θα πεθάνει κάποιος από το Καρυώτι.  Και τέλος, αν το ραδιό έπεφτε δεξιά από την Ασπρόσκαλα ότι ο θα πεθάνει κάποιος από το Προδρόμι.

2.  Η Ελιά του Πετρουνοβάτη

Η πηγή του Πετρουνοβάτη βρίσκεται βορειοανατολικά της Κάτω Βέλλιανης, μακριά από το χωριό, αριστερά (ανεβαίνοντας) του λάκκου της Γαλατσίδας και στα σύνορα των χωριών Βέλλιανης Καρυωτιού. Η εν λόγω πηγή υδρομαστώθηκε στη δεκαετία του 1970, επί προεδρίας του Ευάγγελου Αθ. Αντωνίου (Γκέλη Νάσιου). Μέρος του νερού της έλαβε η γειτονική Τ.Κ. του Προδρομίου  και το υπόλοιπο ρίχτηκε στη δεξαμενή ύδρευσης  της Βέλλιανης. Από εδώ παλιά πριν το 1950 περνούσε δρόμος (μονοπάτι) που συνέδεε την ΄Ανω Βέλλιανη με το ΄Ανω Καρυώτι. Τα απογεύματα του καλοκαιριού κοπάδια από γίδια κατέβαιναν από τα πλάγια του Κορύλα, και, αφού έτρωγαν στην αλαταριά (πάνω σε πλάκες) το αλάτι, έπιναν το κρύο νερό του. Μαύριζαν τότε τα πλάγια και αχολογούσαν οι ράχες από τον ήχο των κυπριών και το σελάγισμα του τσοπάνη. .

Νότια από την εν λόγω πηγή και πλησίον του λάκκου της Γαλατσίδας υπάρχουν τρεις γέρικες ελιές, τις οποίες, επειδή παλιά ανήκαν στον ΄Αγιο Ιωάννη της Μονής της Βέλλιανης, ονόμαζαν  « Ελιές του Άι  Γιάννη ». Αργότερα, μετά από δημοπρασία, περιήλθαν στους Γκέλη Παναγιώτη (Μπίκα),  Τόλη Ντούγια και Τσίλη Γιάννη (Μπίκα).

 

Για τη μεσαία, όμως, ελιά του Πετρουνοβάτη, οι Βελλιανίτες πίστευαν ότι  θεράπευε τα άρρωστα μικρά παιδιά. Γι’ αυτό, όταν κάποιο παιδί είχε βασκοθέρμες (πυρετό εξαιτίας ματιάσματος – βασκανίας), άκριντοι (αμίλητοι) το έφερναν τα μεσάνυχτα στην εν λόγω Ελιά. Εδώ, αφού το ξέντυναν, το περνούσαν τρεις φορές από την τρύπια κουφάλα της και στη συνέχεια άφηναν σε αυτή λίγα χρήματα και τα βγαλμένα ρούχα. Τα βγαλμένα ρούχα δεν έπρεπε να τα πάρει κανείς. Αν τα έπαιρνε, μετά από λίγο χρονικό διάστημα, αρρώσταινε.

 

Σχετικά με την ανωτέρω ελιά, αφηγούνται οι Βελλιανίτες :

O Αθανάσιος Δημητρίου Παπαφώτης (Νασιο – Δημήτρης) με τη σύζυγό του Λάμπρω, το γένος χύτου (Μαζαρακιά Ηγουμενίτσας) στην οικία τους στο Παγκράτι της Αθήνας.
(1) Η φωτογραφία είναι από το Αρχείο του Μ.Α.Μ.

 

–  Ο Αθανάσιος Δημητρίου Παπαφώτης (Νασιο – Δημήτρης)

Παλιότερα τις τρεις (3) ελιές του Πετρουνοβάτη τίς λέμαν « Ελιές τ’ Άι Γιάννη», επειδή ανήκαν στο Μοναστήρι της Βέλλιανης. Εγώ όταν πήγαινα στο Καρυώτι στην αδερφή μου τη Μήλω[1], περνώντας από εκεί, πολλές φορές έβλεπα αφημένα ρούχα από μικρά παιδιά. Τα ρούχα αυτά τα είχαν αφήσει γονείς άρρωστων παιδιών, επειδή πίστευαν ότι θα γίνουν καλά.

–  Ο Χρήστος Στέφου Στεφάνου (Τακη – Στέφος)

Παρόμοια ελιά, σαν την ελιά του Πετρονουβάτη, υπήρχε και στο χωριό Πέρδικα της Ηγουμενίτσας. Η  ελιά αυτή, βρισκόταν  κοντά στον ΄Αγιο Θανάση και πίστευαν ότι όταν οι γονείς παν σε αυτή νύχτα τα άρρωστα παιδιά τους και αφήσουν εδώ τα ρούχα τους, θα θεραπευτούν.

–  Η Κωτσιω – Κούρταινα

Παλιά, πριν περίπου το 1940, μέναμε στην Απάνω Βέλλιανη. Στην Κάτω Βέλλιανη την εποχή εκείνη είχαν κατεβεί οι Παπαφωταίοι και οι Μπικαίοι του Γιάννη Μπίκα. Τότε, όταν αρρώσταινε κάποιος, φέρναμε τον παπά  και τον διάβαζε. Και, αν δεν γινότανε καλά, πηγαίναμε στο Μοναστήρι της Βέλλιανης κι ο ηγούμενος  μάς έφερνε  τα άγια Λείψανα του ΄Αι Γιάννη. Τα λείψανα αυτά τα ξενυχτούσαμε όλη νύχτα δίπλα στον άρρωστο.

 Όταν όμως  αρρώσταινε ένα παιδί κι ο πυρετός δεν τού έπεφτε, φέρναμε στο σπίτι τη Λάμπρω του Λώλου και τού έριχνε τα κάρβουνα, για να ξεματιαστεί. Κι αν ο πυρετός δεν του έπεφτε, τότε στη χάση του Φεγγαριού, το λούζαμε, το ντύναμε καθαρά ρούχα,, και μέσα στο σκοτάδι, το πηγαίναμε στις τρεις ελιές του Πετρουνοβάτη. Στη συνέχεια, αφού το περνάγαμε τρεις φορές μέσα από την τρύπια κουφάλα της μεσαίας Ελιάς, αφήναμε εκεί τα ρούχα που φορούσε μαζί με  λίγα χρήματα.  …

Ο Γιωργακη – Λώλος με τη σύζυγό του Λάμπρω
(2)  Η Φωτογραφία είναι από το Αρχείο του Σπύρου Γ. Λώλου (γιου τους)

 

Η Ελιά του  Αϊ –  Γιάννη 

Ο Κώστας σου κιτρίνισε, δεν τρώει και δεν πίνει,

έχει τα μάτια του κλειστά, του κρένεις, δε σου κρένει.

Μαΐλιασε,  μαράθηκε, σαν του Μαγιού το ρόδο,

όταν του λείπει το νερό, όταν το καίει ο ήλιος.

Έστειλες προς το πρόγιομα και φέρανε τη Λάμπρω[2],

τον κοίταξε, του μίλησε, είπε για βασκοθέρμες,

τού έριξε τα κάρβουνα στο μακρουλό ποτήρι,

και τού ’δωσε και τρεις γουλιές, τον σταύρωσε στη μπάλα[3].

Ξανάρρωσε ο  Κώστας σου,  άνοιξε και τα μάτια,

τού μίλαγες, σού μίλαγε, έφαγε κι ένα ρόδιο,

κι όταν το βράδυ έπεσε  στο στρώμα του για ύπνο,

θερμάνθηκε, ισκιώθηκε, μιλούσε σ’ άλλον κόσμο.

Πήρες τον Κώστα άκριντη στου φεγγαριού τη χάση,

κι ακρολακκίς ανέβηκες στις τρεις  ελιές τ’  Αγιάννη,

και στη μεσαία την Ελιά με τρύπα στην κουφάλα,

τον ξέντυσες στην παγωνιά,  πέρασε τρεις την τρύπα.

Κι άφησες μάνα στην  Ελιά του Κώστα σου τα ρούχα,

και δυο δραχμές για το κερί, να μην τις πάρει ξένος,

βοσκός του κάμπου, του βουνού, εξωχωριού διαβάτης,

γιατί θα τού ’ρθει θάνατος, αγιάτρευτο κουσούρι.

 3.  Η ασφάκα

Οι Βελλιανίτισσες μάνες όταν πήγαιναν επίσκεψη σε κάποιο φιλικό τους σπίτι, πάντα έπαιρναν μαζί τους και ένα μικρό παιδί. Και όταν υπέθεταν ότι εκεί υπήρχε και κάποιο άτομο που μάτιαζε, έβαζαν πριν την επίσκεψη στην τσέπη του δυο ή τρία κλωνιά ασφάκας. Έβαζαν τα κλωνιά της ασφάκας, επειδή πίστευαν ότι θα ενεργούσε σαν αποτρεπτική δύναμη ενάντια στο μάτιασμα (βασκανία). Η ασφάκα είναι μικρός θάμνος που άφθονος αυτοφύεται στα πλάγια της Βέλλιανης, μετά από ένα ορισμένο υψόμετρο.  Τα κλωνιά της και τα μυτερά της φύλλα είναι χρώματος σταχτί και σκεπάζονται  από  μικρό στρώμα σκόνης.  

4. Ο βασιλικός

Ο βασιλικός είναι καλλωπιστικό φυτό με πολύ έντονη μυρωδιά. Το όνομά του είναι παράγωγο του Βασιλιάς, δηλαδή του Χριστού. Κατά την παράδοση φύτρωσε  στο μέρος που ήταν θαμμένος ο Τίμιος Σταυρός. Ανάλογα με τα φύλλα του,  ονομάζεται, πλατύφυλλος, στενόφυλλος, Αγιορείτικος, σγουρός κ.ά.

Για το βασιλικό πιστεύεται ότι κρατά ενωμένα τα μέλη της οικογένειας. Για το λόγο αυτόν, μέχρι και το τέλος της δεκαετίας του 1980, όταν μια κόρη ή ένα αγόρι αναχωρούσε για την ξενιτιά,  η καημένη η μάνα στο ξεπροβόδισμα τού έδινε κλωνάρια βασιλικού, για να μην τους ξεχάσει και γρήγορα να γυρίσει πίσω  καζαντισμένος.     

 

 

Κάθε φορά που αναχωρούσα για τη Γερμανία η συχωρεμένη η μάνα μου, αχ μάνα,  μόλις ερχόταν η ώρα του αποχωρισμού, με το μαύρο μαντίλι γούσια, αμίλητη και με δάκρυα στα μάτια έτρεχε στις πολλές της γλάστρες και ξερίζωνε και έκοβε αλύπητα  βασιλικό, τον οποίο και μού έδινε να πάρω μαζί μου. Κάποια φορά, ταξιδεύοντας μέσω Ιταλίας με το γιατρό Δρ. Παπαφώτη Κωνσταντίνο, όταν φθάσαμε στα γερμανικά σύνορα, δύο αστυνομικοί, αφού μας έκαναν εξονυχιστικό έλεγχο σε όλο το αυτοκίνητο, μάς βρήκαν και το βασιλικό. Και, αφού δεν πείστηκαν στη μαρτυρία μας ότι επρόκειτο για βασιλικό, έφεραν και ειδικό σκύλο, γιατί νόμισαν ότι ήταν απαγορευμένο είδος ναρκωτικού.

5. Το καινούριο σπίτι

Όταν κάποιος άρχιζε να κτίζει καινούριο σπίτι, έσφαζε  έναν κόκορα ή ένα άλλο σφαχτό, κυρίως κατσίκι ή αρνί – αν είχε ζώα –  και ο πρωτομάστορας έσταζε το αίμα του στα θεμέλια, για να στοιχειώσει, όπως πίστευαν.  Επίσης  έβαζε σε κάθε γωνία κι από ένα κομμάτι γυαλί.

6. Ο λυκοφαωμένος

   Αν κάποιος έχανε σε κάποιο μέρος ένα αντικείμενο, για παράδειγμα το κλειδί ή το τσακμάκι, για να το βρει, έδενε το λυκοφαωμένο ή το διάβολο. Προς τούτο έπαιρνε ένα κόκκινο σκοινί και τού έριχνε τρεις κόμπους.  Ύστερα χτυπώντας το  με δυο πέτρες,  έλεγε :

                        Τσιγκ τσιγκ διάβολε

                        σύρε να μου βρεις

                        το … (ονόμαζε το αντικείμενο που έχασε)

                        κι αν δε θα μου το βρεις

                        δε θα σε λύσω.

   Στη συνέχεια, αφού έκλεινε τα μάτια, τόσο αυτός όσο και οι άλλοι που ήταν μαζί του, πετούσε με δύναμη το σκοινί προς τα πίσω. Μετά έψαχναν να βρουν αυτό που έχει χαθεί. Αν το έβρισκαν, έλυναν το σκοινί. Κι αν δεν το έβρισκαν  το άφηναν δεμένο.

Διάφορες προλήψεις  και δεισιδαιμονίες :

  • Την Τρίτη δεν κάνει να αρχίζεις μια σοβαρή δουλειά.

Αν το βράδυ αργουλιέται το σκυλί σου, κάποιος από το σπίτι σου θα πεθάνει.

  • Αν συναντήσεις στο δρόμο μαύρη γάτα, κάποιο κακό θα σε βρει.
  • Αν γάτα δρασκελίσει έγκυο, η έγκυος θα πεθάνει.
  • Αν μέσα στο σπίτι βρεθεί αράχνη, είναι κακό σημάδι, γι’ αυτό και αμέσως τη σκοτώνουν.
  • Αν σε τρώει το δεξί χέρι στην παλάμη, θα δώσεις χρήματα, και αν  συμβαίνει το ίδιο στο αριστερό, θα πάρεις (χρήματα).
  • Αν πετάνε το βραδάκι πουλιά πάνω από το σπίτι σου, κάποιος δικός σου θα πεθάνει.
  • Για να διώχνουν το κακό, κρεμάνε σκόρδα σε εμφανές σημείο του σπιτιού.
  • Για να μην τους πιάνει το κακό μάτι, φοράνε μπλε ρούχο.
  • Για να έχουν καλή τύχη, κρεμάνε τον Οκτώβριο μέσα στο σπίτι ένα ρόδι και την Πρωτοχρονιά το σπάνε στην αυλή του.
  • Όταν σπάσει ο καθρέφτης, είναι κακό σημάδι …
  • Όταν σε τρώει ο πλάτης θα φας ξύλο.

 –  Αν κάποιος  συναντήσει τυχαία λύκο, χάνει τη φωνή του, όταν ο           λύκος τον αντικρίσει πρώτος. Ο λύκος γενικά είναι πάντα με τους Τούρκους. Γι’ αυτό το μέρος στο οποίο αργουλιούνται λύκοι θα χαθεί.

  • Το φιδορούτι (το δέρμα του φιδιού) το χρησιμοποιούν για φυλαχτό.
  • Αν κάποιος πιάσει χελιδόνι, θα του πέσουν τα μαλλιά.  Και στο σπίτι που φτιάχνουν τα χελιδόνια τη φωλιά τους, είναι κρυμμένα χρήματα.
  • Αν μια κότα γεννήσει μικρό αυγό ή αυγό χωρίς τσόφλι, είναι κακό σημάδι.
  • Αν μια κότα λαλήσει σαν κόκορας, κάποιος θα πεθάνει. Γι’ αυτό κι αμέσως τη σφάζουν

–   Αν κότα κουτσουλίσει στην αυλή του σπιτιού, θά ’ρθει μουσαφίρης (επισκέπτης).  Κι αν κουτσουλίσει κοντά στην πόρτα,  ο μουσαφίρης θα είναι στενός συγγενής  (Το ίδιο πιστεύεται κι όταν η κότα σειέται ).

  • Αν κόκορας περάσει ανάμεσα από κηδεία, σημαίνει για την οικογένεια του νεκρού και άλλος θάνατος.
  • Αν κόκορας λαλήσει μετά το βασίλεμα του ηλιού, θα βρέξει. Κι αν λαλήσει μετά τα μεσάνυχτα είναι κακό σημάδι.

–    Αν κάποιου πονούσε η μέση ή το χέρι, πήγαινε σε κάποιον πρακτικό και τον μετρούσε τρεις φορές με την παλάμη του. Σε κάθε μέτρημα έκανε το σταυρό του και μονολογούσε :

Αγερικό, αιρετικό,

                                   δίνω, κομποδένω

                                    το κρεάσι το κομμένο

                                    για να δέσει, να πιαστεί

                                    το κρεάσι να διαβεί.

(Αυτός που θεράπευε στη Βέλλιανη τους πόνους της μέσης ήταν ο αείμνηστος Βαγγέλη  Παπαφώτης )

Η παρακάτω φωτογραφία είναι από την εκδήλωση του Εκπολιτιστικού Συλλόγου των Βελλιανιτών, που πραγματοποιήθηκε στην Πλατεία της Βέλλιανης το Καλοκαίρι του 1999.

(3) Φωτογραφία  Αρχείο Μ.Α.Μ  (1999)

                                                  Μάριος Αναστασίου Μπίκας


[1] .  Η Μήλω ήταν αλάδερφη του Νασιο – Δημήτρη. Είχαν τον ίδιο πατέρα το Δημήτρη Παπαφώτη. Ο Δημήτρης Παπαφώτης ήταν αδερφός του Βασίλη Παπαφώτη.  παντρεύτηκε τρεις (3) φορές. Η πρώτη του σύζυγός του καταγόταν από το Παγκράτι της Παραμυθιάς. Η δεύτερη η Μαρία, ήταν αδερφή του Μήτρο – Κούρτη (πατέρα του Κωτσιο – Κούρτη ) και είχε παντρευτεί στην ΄Ανω Σέλλιανη. Εκεί απόκτησε τη Λάμπρω, μάνα της Κωστα – Ντάγκαινας. Επειδή ο άντρας της  σκοτώθηκε, παντρεύτηκε το Δημήτρη Παπαφώτη και μαζί του απόκτησε τη Μήλω, που παντρεύτηκε στο Καρυώτι του Γιώργο Γκάτζια.  (πηγή : Κωτσιω – Κούρταινα)

[2]Η Λάμπρω  : Η Βελλιανίτισσα Λάμπρω Λώλαινα, έτσι την έλεγαν στο χωριό, παντρεύτηκε το Γιωργάκη Λώλο  από το Λευτροχώρι της Παραμυθιάς. ΄Ηταν αδερφή του Τσίλη Γιάννη (Μπίκα)  και γιαγιά του  Κωνσταντίνου Δημητρίου Λώλου, ιδιοκτήτη σήμερα (2023) του ξενώνα Ελεατάν. Στη Βέλλιανη σε έκτακτες περιπτώσεις ασκούσε και το επάγγελμα της μαμής.  Επίσης, έριχνε και τα κάρβουνα για να διαπιστώσει,  αν κάποιος άρρωστος ήταν ματιασμένος. Έφερε στον κόσμο  οκτώ (8) παιδιά από τα οποία επέζησαν μόνο τρία (3), Ο Μήτρος, ο Σπύρος και ο Βαγγέλης.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *