Αφιέρωμα στους Ηπειρώτες Αγωγιάτες (α΄ μέρος)

Share Button

Του Μάριου Αναστασίου Μπίκα

Oι ληστείες, ο Φίλη-Στέφος και ο γιος του Στέφο-φίλης

Οι αγωγιάτες

Πριν από την ανακάλυψη του αυτοκινήτου και του σιδηρόδρομου, η διακίνηση κάθε είδους εμπορεύματος γινότανε δια ξηράς με τα φορτηγά ζώα, κυρίως τα μουλάρια και τα άλογα.  Ο ασκών το επάγγελμα αυτό ονομαζόταν αγωγιάτης ή κιρατζής (kiraci τουρκ. : μισθωτής)  και η εργασία του αγώι. Εξ ου και η παροιμία « Το αγώι ξυπνάει τον αγωγιάτη ».  Σύμφωνα με τον τότε εμπορικό Νόμο, άρθρο 103, η κατο-χύρωση της μεταφοράς των εμπορευμάτων εξασφαλιζόταν με έγγραφο, το οποίο ονομαζόταν  « αγωγιαστήριο έγγραφο ». Με το επίσημο αυτό έγγραφο ο αγωγιάτης δεσμευόταν να μεταφέρει τα εμπορεύματα στον προορισμό τους εντός της ημερομηνίας που συμφωνούσε με τον από- στολέα, χωρίς φθορά ή απώλεια, εκτός αν αποδείκνυε ότι αυτή έγινε λόγω ακαταμάχητου δύναμης.

Τα καραβάνια

Τα οργανωμένα  μεταφορικά μέσα ονομάζονταν καραβάνια[1] και απότε-λούνταν από δέκα, είκοσι, σαράντα ή εκατό υποζύγια, τα οποία οδη-γούσε ο Καραβανάρης, ο οποίος πήγαινε στο τέλος αυτών, επί διακε-κριμένου αλόγου, το οποίο ονόμαζαν  « μπεϊνάκι ».  Στην αρχή των καραβανιών βάδιζε ο ευφυέστερος και γενναιότερος των ίππων, « ο σερεϊδάρης ή καλαούζης », ο οποίος στο λαιμό έφερνε μεγάλο κώδωνα (κύπρο) και ρύθμιζε το βηματισμό των υπολοίπων υποζυγίων, ενώ στο μέσο αυτών βάδιζαν οι δούλοι, οι υπηρέτες και οι ψυχογιοί.  Το ταξίδι των καραβανιών δεν ήταν  μόνο κουραστικό και δύσκολο, αλλά και πολύ επικίνδυνο.  Διαρκούσε εβδομάδες, μήνες και  πάντα είχε σχέση με τις καιρικές συνθήκες και τα άλλα εμπόδια.  Οι δρόμοι του ήταν πεδινοί, στενοί, ανηφορικοί, κατηφορικοί και περνούσαν από ατραπούς, σκάλες, γεφύρια, ποτάμια και δάση.

Οι Ηπειρώτες αγωγιάτες

Οι Ηπειρώτες[2] ήταν οι πιο γνωστοί αγωγιάτες.  Έφθαναν σ’ όλη τη Βαλκανική, τη Βιέννη, τη Μόσχα, την Πετρούπολη και τη Μέκκα της Αραβίας. Ο πιο αντιπροσωπευτικός αυτών ήταν ο Ρόβας[3], που κατά-γόταν από την πόλη των Ιωαννίνων και τον οποίο η λαϊκή μούσα εξύ-μνησε με το δημοτικό τραγούδι :

« Ο Ρόβας εξεκίνησε

μες στη Βλαχιά να πάει,

(άιντε Ρόβα μου).

Και στη Βλαχιά να πάει,

(Πάπια μ, χήνα μου.

Να ’χεις το κρίμα μου).

Νύχτα σελώνει τ’ άλογα,

νύχτα τα καλιγώνει.

Βάνει ασημένια πέταλα,

καρφιά μαλαματένια.

Σαράντα μέρες έκαμε,

σαράντα μερονύχτια,

ώσπου να φτάσει στη Βλαχιά,

στο έρμο Βουκουρέστι. 

Την ώρα που ξεπέζευε,

όλοι τον ερωτούσαν.

– Ρόβα μου, τι μας έφερες

από τα έρμα Γιάννενα;

Σας έφερα εκατό παιδιά;

όλα Γιαννιωτοπαίδια.

Το’ να το λεν Αυγερινό,

τ’ άλλο το λεν φεγγάρι,

το τρίτο το καλύτερο,

το λεν μαΐσιον  ήλιον ».

( Από το βιβλίο της  Χατζηγεωργίου Θέμιδος (φιλολόγου) : « Η αποδημία των Ηπειρωτών »,  Ηπειρωτική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1958,  σελ. 71)

Η ώρα της αναχώρησης

Οι αγωγιάτες, εκτός από τα εμπορεύματα (τοπικά προΐόντα) που μετέ-φερναν κυρίως στα Βαλκάνια,  έπαιρναν μαζί τους και  άνδρες ή αγόρια που ξενιτεύονταν για εύρεση εργασίας. Επειδή όμως το ταξίδι αυτό ήταν λίαν επικίνδυνο και πολλοί εξ αυτών  δεν επέστρεφαν, η ώρα της ανα-χώρησής τους ήταν τόσο  συγκινητική, ώστε παραστατικότατα αποτυ-πώθηκε στο παρακάτω  ηπειρωτικό δημοτικό τραγούδι  και στο από-σπασμα του Κων. Φαλτάιτς :

Αλησμονώ και χαίρομαι

Αλησμονώ και χαίρομαι, θυμάμαι και λυπούμαι,
θυμήθηκα την ξενιτιά  και θέλω να πηγαίνω.
Σήκω μάνα μ’ και ζύμωσε  καθάριο παξιμάδι.
Με πόνο βάζει το νερό, με δάκρυα το ζυμώνει
και με πολύ παράπονο βάζει φωτιά στο φούρνο.
– Άργησε φούρνε να καείς και συ ψωμί να γένεις,
για να περάσει ο κιρατζής κι ο γιος μου μείνει πίσω.

–  Κων. Φαλτάιτς : « Οι Ηπειρώται που ξενιτεύονται »,  Αθήναι 1930, τυπογρ. Σοφιανοπούλου, σελ.  17.

«… Παρ’ όλα αυτά το ταξίδι εις την Ρουμανία εθεωρείτο από τας οικογενείας της Ηπείρου αληθινή συμφορά, ισοδύναμον σχεδόν με θάνατον. Οι άνδρες που θα έφευγαν, εκοινώνουν πριν, και κατευ-ωδώνοντο υπό τας γυναίκας του χωριού με σπαρακτικούς γόους και οδυρμούς, ως να επρόκειτο το ταξίδι αυτό να μην έχει ποτέ επιστρο-φή … ». 

Το δοχείο με σιτάρι, νερό και κέρματα  (έθιμο)

Κατά  την αναχώρηση του αποδημούντος Ηπειρώτη, τοποθετείται στο σπίτι του δοχείο  με σιτάρι, νερό και κέρματα χρημάτων. Και, ο αναχω-ρών, αφού το αναποδογύριζε με το δεξί του πόδι, συγκέντρωνε, για « γούρι » τα διασκορπισμένα  κέρματα. Στη συνέχεια τα αναμείγνυε με τα χρήματα, που του πρόσφεραν  οι συγγενείς  και οι χωριανοί του.

Η παντρειά  (συνήθεια)

Σε ορισμένες περιοχές της Ηπείρου υπήρχε η συνήθεια, σύμφωνα με την οποία, οικογένειες που επρόκειτο να αποστείλουν στην ξενιτιά αγόρια, τα  πάντρευαν πριν την αναχώρησή τους σε ηλικία έντεκα ή δώδεκα χρόνων. Τα πάντρευαν, με σκοπό, κατά τη διάρκεια της αποδημίας τους,  να ενισχύσουν τους δεσμούς με τη γενέτειρά τους και τους οικείους τους .

Γνωστή, σύμφωνα με το Χρήστο Χρηστοβασίλη, είναι η περίπτωση της κυρά Κώσταινας, η οποία δεν είχε γνωρίσει τον άνδρα της ως σύζυγο για σαράντα ολόκληρα χρόνια, επειδή μικρός μετανάστευσε.

Πηγή : Χατζηγεωργίου Θέμιδος (φιλολόγου) ό.α., σελ. 75 κ. 77)

Η νιόνυφη ( Δημοτικό)

Τριών μερώνε νιόνυφη κι ο άντρας πάει στα ξένα.

Δώδεκα χρόνους έκανε στης ξενιτιάς τα μέρη.

Κι η δόλια μοιρολόγαε, πικρά μοιρολογάει.

–  Τι να σου στείλω ξένε μου, τι να σου προβοδήσω;

Να στείλω μήλο σέπεται, κυδώνι μαραγκιάζει,

να στείλω μοσχοστάφυλο κι εκείνο σταφιδιάζει.

Σηκώνομαι τη χαραυγή, ξυπνάω απ’ τον ύπνο.

Και βλέπω τις γειτόνισσες με το παιδί στα χέρια.

Με πήρε το παράπονο κι αρχίνησα να κλαίω.

Γυρίζω πίσω, θλίβομαι, τα δάκρυα σφουγγίζω.

Βαρέθηκ’ η καρδούλα μου, μιτζέρισ’  η ψυχή μου,

δίχως τον άντρα αγκαλιά, δίχως παιδί στα χέρια.

Τα χάνια

Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού υπήρχαν τα χάνια, τα οποία το ένα από το άλλο απείχαν σε απόσταση περίπου 50 χιλιομέτρων, επειδή ταξίδευαν περίπου δέκα ώρες ημερησίως. Τα χάνια αυτά, κατά τον Κων. Φαλτάιτς (ό.α.σελ.16), σ’ όλη τη Βαλκανική και Μ. Ασία, ανήκαν σε Ηπειρώτες, κυρίως Ζαγορίσιους, και παρείχαν στους ταξιδιώτες, εκτός από στέγη και τροφή σε μικρή τιμή, πολλές φορές και εύρεση εργασίας και πίστω-ση χρημάτων, τα οποία επέστρεφαν, όταν γύριζαν καζαντισμένοι. Από την Κωνσταντινούπολη μέχρι την  Ήπειρο, λένε ότι υπήρχαν 45 χάνια και το τεσσαρακοστό αυτών ονομαζόταν Κιρκ – χαν, δηλαδή τεσσαρα-κοστό χάνι. Το χάνι αυτό, όπως και πολλά άλλα χάνια, με την πάροδο του χρόνου αναπτύχθηκε σε χωριό, που σήμερα φέρει το όνομα Κίρκη.

Το κάθε χάνι,  διηύθυνε ο Χαντζής, αποτελούνταν από δωμάτια για ύπνο, τους στάβλους, τις αποθήκες, το μαγειρείο και τους χώρους για σίτιση. Τα χάνια σε παλιότερη εποχή ανήκαν σε Οθωμανούς ιερωμένους και πρόσφεραν δωρεάν στους ταξιδιώτες απλή τροφή και διανυκτέρευση για τρεις μέρες.  Στη συνέχεια  με την πάροδο των χρόνων εξελίχθηκαν σε  ιδιωτικές ή κοινοτικές επιχειρήσεις. Πολλοί όμως ξένοι περιηγητές που επισκέφτηκαν την Ελλάδα κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας και διανυκτέρευσαν σ’ αυτά, έγραψαν, για ορισμένα, αρνητικά σχόλια, κυρίως για την καθαριότητά τους.

Η επιστροφή των ξενιτεμένων Ηπειρωτών

Όση πικρία έκρυβε για τον ξενιτεμένο Ηπειρώτη η ώρα της αναχώρη-σής του για την ξενιτιά, τόση χαρά   ζωντάνευε μέσα του η ώρα της επι-στροφής του. Ήθελε να επιστρέψει, για να δει τη γερόντισσα   μάνα του, τους δικούς του, το χωριό του. Ο Ηπειρώτης λόγιος  Χρήστος Χρη-στοβασίλης «  Στα Διηγήματα της ξενιτιάς », αναφέρει πολλά περι-στατικά, σχετικά με το αίσιο ή μη αίσιο τέλος των αποδήμων Ηπειρω-τών .

–    Χατζηγεωργίου Θέμιδος  (φιλολόγου) : « Η αποδημία των Ηπειρωτών »,  Ηπειρωτική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1958,  σελ. 86) :

«  … Ο Χρηστοβασίλης αναφέρει περίπτωσιν Ηπειρώτου, όστις ειργάζετο εις Βλαχίαν (Ρουμανίαν) παρά πλουσιωτάτω γαιοκτήμονι και πάντοτε εσκέπτετο να επιστρέψει εις την γραίαν μητέρα του, εις την οποίαν είχε γράψει, ότι θα επιστρέψει την παραμονήν των Χρι-στουγέννων. Ο ιδιοκτήτης, όμως, των κτημάτων εις τα οποία ειρ-γάζετο ο νεαρός Ηπειρώτης, γνωρίζων ότι ο καλός και φιλόπονος ούτος υπάλληλός του θα αναχώρει μετ’ ου πολύ εις την ΄Ηπειρον, συνέταξε πλαστήν επιστολήν, σταλείσαν δήθεν προς αυτόν από το χωριό του Ηπειρώτου, εν τη οποία καθίστατο γνωστός ο θάνατος της μητρός του.  Ο νεαρός Ηπειρώτης έκλαυσε πικρώς και ανέβαλε το ταξείδιον της επιστροφής επ’ αόριστον, παύσας πλέον να γράφει και επιστολάς, διότι δεν είχεν άλλους οικείους, πλην της μητρός του. Και εδέχθη την πρότασιν του ιδιοκτήτου των γαιών, όπως νυμφευθεί την κόρην του. Πέρασαν πολλά έτη. Απέθανεν ο πενθερός του,  ο συ-ντάξας την πλαστήν επιστολήν. Και μετά τινα έτη ησθένησε και απέ-θανεν και η σύζυγός του, ήτις δεν του άφησε τέκνα. Τότε ο απόδη-μος αυτός Ηπειρώτης έκαμε ένα ταξειδάκι εις Ρωσίαν, όπου τυχαίως μεταξύ άλλων συγχωριανών εύρε και κάποιον, νεωστί αφιχθέντα, εκ του χωρίου του, όστις του ανεκοίνωσε, ότι η καημένη η μητέρα του τον ανέμενε με δάκρυα τόσα έτη και τον επέπληξε, διότι είχε λησμο-νήσει την μητέρα του. Τότε μόνον ηννόησε ο Ηπειρώτης εκείνος το τέχνασμα του γαιοκτήμονος και μετ’ ου πολύ επέστρεψε εις την πατρίδα του, συνδυάσας τούτο με τας εορτάς των Χριστουγέννων, όπως είχεν υποσχεθεί άλλοτε εις την μητέρα του.  Όταν έφθασε εις τα σύνορα του χωριού την παραμονήν των Χριστουγέννων, εύρε την γραίαν μητέρα του θρηνούσαν να τον αναμένει εις το σημείον,  όπου άλλοτε τον είχε αποχαιρετήσει κατά την αναχώρησίν του. Εξεπλάγη δια την προϋπάντησιν και ηρώτησεν :

  • Και πού ήξερες μανούλα μου ότι θα έλθω σήμερα;
  • Κάθε χρόνο, παιδάκι μου, τη μέρα αυτή, βγαίνω και σε καρτερώ εδώ, όπως μού είχες γράψει.

Πόσες μητέρες της Ηπείρου δεν νοσταλγούν τα τέκνα των και δεν τα περιμένουν με δάκρυα, όπως η ανωτέρω Ηπειρώτισσα μητέρα … »

Μ.Α.Μ.

Πηγή φωτογραφίας: http://attikofytoriakoparko.blogspot.com/

(συνεχίζεται)


[1]Κων. Φαλτάιτς : « Οι Ηπειρώται που ξενιτεύονται »,  Αθήναι 1930, τυπ. Σοφιανοπούλου, σελ.  17.

Κωνσταντίνος Φαλτάιτς (1891-1944) γεννήθηκε στη Σκύρο. Υπήρξε κορυφαίος δη-μοσιογράφος, λογοτέχνης και πρωτοπόρος ερευνητής της περιόδου του μεσοπολέμου. Ήταν από τα πρώτα μέλη της Ενώσεως Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών.  Παρακολούθησε ως πολεμικός ανταποκριτής τους Βαλκανικούς Πολέμους και την Μικρασιατική Εκστρατεία και Καταστροφή. Θεωρείται ερευνητής του ρεμπέτικου τραγουδιού, αλλά και των Ρομά. Παράλληλα, συνέβαλε στην διάσωση του έργου του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη – χειρόγραφα του οποίου εκτίθενται στο Μουσείο Φαλτάϊτς (Σκύρο). Για την ΄Ηπειρο συνέγραψε τις μελέτες : « Οι Ηπειρώται ξενιτεύονται  (1928) », « Οι πλανόδιοι Ηπειρώται Τεχνίται και η Εθνική μας υπόθεση (1930) και « Οι Ηπειρώτες μάστορες της πέτρας »  ( Το βιογραφικό του Κων. Φαλτάιτς μού το έστειλε η εγγονή του δημοσιογράφος  ΄Αννα Φαλτάιτς )

[2] . Οι Ηπειρώτες : Οι Ηπειρώτες, εκτός από αγωγιάτες, ήταν και αρτοποιοί (και στην Πόλη σιμιτζής), γανωτήδες, χρυσικοί, ξυλουργοί, αγιογράφοι, βαρελάδες, ραφτάδες καπών, πρακτικοί γιατροί, βυρσοδέψες  και άριστοι  κτίστες.

Ως κτίστες έλαβαν μέρος  για πολλά έτη στα εξωραϊστικά έργα της Αθήνας και μάλιστα χρησιμοποιήθηκαν και από τον Περικλή. Εκδιώχθηκαν όμως λόγω εξεγέρσεως του Δήμου, επειδή πείραξαν τις Αθηναίες στην πηγή Καλλιρρόης . Επιστρέφοντες δε εις  Ήπειρο, έκτισαν παρά τον  Άραχθο φρούριο σε ανάμνηση της πολυετούς  παραμονής των εις  Αθήνας.  (Πηγή Κ. Φαλτάιτς (ό.α.)

Κων. Φαλτάιτς (ό.α. σελ.6) :  «… Μα από όπου επέρασε ο Ηπειρώτης πρωτομά-στορας ανέβηκε ο πολιτισμός. Η ξυλένια και αχυρένια καλύβη έγινε ωραίο πέτρινο σπίτι ».

[3] . Ο Ρόβας  :  Ο Ρόβας, σύμφωνα με το διαπρεπή φιλόλογο Δημ. Σάρρο, καταγόταν από τα Γιάννενα και για σαράντα χρόνια ήταν ο μόνος μίτος που συνέδεε τη Βλαχιά με την  Ήπειρο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *