Αφιέρωμα: Τα Δωδεκάημερα …. (ανανεωμένο)

Share Button

Του Μάριου Αναστασίου Μπίκα

Δωδεκάημερα ονομάζουμε τις δώδεκα ημέρες που μεσολαβούν από τα Χριστούγεννα (25.12.) μέχρι τα Θεοφάνια (06.01.) Στο διάστημα αυτό γιορτάζουμε τρεις μεγάλες γιορτές : Τα Χριστούγεννα, την Πρωτοχρονιά  και τα Θεοφάνια (Φώτα).

Ημερομηνίες

Στα πρώτα χριστιανικά χρόνια γιόρταζαν τα Χριστούγεννα, την Πρωτοχρονιά  και  τα Θεοφάνια την ίδια ημερομηνία, δηλαδή  στις  έξι (06) του Γενάρη.

Ο καθορισμός του εορτασμού των Χριστουγέννων στις 25 Δεκεμβρίου έγινε για πρώτη φορά από τους Ρωμαίους το 354 μ.Χ.,   επειδή την ημερομηνία αυτή οι ειδωλολάτρες γιόρταζαν τα γενέθλια του Θεού τους ΄Ηλιου.

Στους ειδωλολάτρες ο ερχομός του νέου χρόνου γιορταζόταν την πρώτη (1η) Ιανουαρίου.

Στους Ρωμαίους,  προτού επικρατήσει ο Χριστιανισμός, το νέο έτος άρχιζε την 1η Μαρτίου. Επειδή το 153 π.Χ., για πρώτη  φορά οι ανώτεροι Ρωμαίοι άρχοντες  ανάλαβαν το αξίωμά τους την 1η Ιανου-αρίου, άρχισε σιγά σιγά η ημέρα αυτή να θεωρείται και ως αρχή του νέου έτους.

Στη χριστιανική εκκλησία ο ερχομός του νέου έτους  γιορταζόταν σταδιακά  την 25η Μαρτίου, την 25η Δεκεμβρίου και  την 1η Σεπτεμβρίου. Ο εορτασμός του την  πρώτη (1η) Ιανουαρίου  έγινε στα τέλη του 6ου αιώνα.

Στην Ελλάδα ο εορτασμός της Πρωτοχρονιάς την 1η Γενάρη, καθιερώθηκε το 1923

΄Ετσι, σήμερα τις γιορτές του Δωδεκαήμερου γιορτάζουμε :

Των Χριστουγέννων στις 25 Δεκεμβρίου.

Της Πρωτοχρονιάς την 1η Ιανουαρίου

Των Θεοφανίων την 6ην Ιανουαρίου.

 (Βλ. Γεωργίου Μέγα : « Ελληνικαί εορταί και έθιμα της λαϊκής λατρείας », Αθήνα 1979, σελ. 47 υποσημ. 1)

Σήμερα μόνο η Αρμένικη εκκλησία γιορτάζει στις έξι (06) Ιανουαρίου μαζί  Χριστούγεννα και Θεοφάνια.

Στη Ρωσία τα Χριστούγεννα γιορτάζονται στις 07 Γενάρη, επειδή η εκεί Ορθόδοξη εκκλησία ακολουθεί στο εορτολόγιο το παλιό ημερολόγιο, το Ιουλιανό που βρίσκεται πίσω από το Γρηγοριανό 13 ημέρες.

(1)  Η φωτογραφία είναι  από το βιβλίο του Κώστα Καραπατάκη : « Το Δωδεκάημερο », εκδόσεις Παπαδήμα, Αθήνα 1981, σελ. 259

 

Οι Καλικάντζαροι

Στα Δωδεκάημερα, σύμφωνα με τις λαϊκές δοξασίες, κυκλοφορούν οι Καλικάντζαροι. Οι Καλικάντζαροι είναι φανταστικά όντα. Ζουν καθ’ όλον το έτος στον κάτω κόσμο. Εκεί προσπαθούν με τα κοφτερά τους δόντια  να κόψουν το στύλο  της γης, ελπίζοντας ότι θα καταστραφούν οι άνθρωποι. Όταν όμως έρχεται η παραμονή των Χριστουγέννων, εγκα-ταλείπουν το κόψιμο και έρχονται πάνω στη γη. Εδώ, τριγυρνούν τη νύχτα στα ποτάμια, τις πηγές, τα νεκροταφεία, τις βρύσες και τα μονοπάτια των δασών, πειράζοντας τους ανθρώπους που κυκλοφορούν  μόνοι τους. Επίσης, μπαίνουν μέσα στις κουζίνες των  σπιτιών και μαγαρίζουν τα φαγητά. Οι νοικοκυρές για να τα προφυλάξουν, τοποθε-τούν πίσω από την πόρτα τους μια σίτα. ΄Ετσι, όταν οι Καλικάντζαροι αντικρίσουν  τη σίτα, προσπαθούν να μετρήσουν  τις τρύπες της. Επειδή, όμως, συνεχώς μπερδεύονται, η ώρα περνάει.  Και, όταν λαλήσει ο  κόκορας, αμέσως  τρέχουν να κρυφτούν, χωρίς να μαγαρίσουν ό,τι υπάρχει στην κουζίνα.

Οι Καλικάντζαροι,  φεύγοντας από τη γη  τα Φώτα όπου ο παπάς με το Σταυρό αγιάζει τα νερά, επιστρέφουν στον κάτω κόσμο για να συνεχίσουν το κόψιμο του στύλου που κρατάει τη γη.

(2) Η φωτογρ. είναι από το βιβλίο του Κώστα Καραπατάκη : « Το Δωδεκάημερο », ό.α., σελ. 16)

 

Τα ήθη και έθιμα των Χριστουγέννων

Τα Χριστούγεννα έχουμε πολλά ήθη και έθιμα, τα οποία κατέγραψαν και περιέγραψαν  με λεπτομέρειες διακεκριμένοι λαογράφοι και συλλέκτες της λαϊκής παράδοσης. (Βλ. ιστοσελίδα Katoci-blogspot.com της 21ης  Δεκεμβρίου 2016).

Στη συνέχεια θα περιγράψουμε ορισμένα ήθη και έθιμα, που τηρούσαν στα Χωριά, νότια της Παραμυθιάς, Καριώτι, Βέλλιανη, Προδρόμι και Καμίνι- Ζερβοχώρι, περίπου μέχρι και το 1960 :

  Τα Κάλαντα
(3) Η φωτογραφία είναι από το εμπροσθόφυλλο του  Δημητρίου Σ. Λουκάτου :
« Χριστουγεννιάτικα και των γιορτών », εκδόσεις Φιλιππότη, 1979

 

  • Να τα πούμε μπάμπω ;
  • Και δεν τα λέτε !!

Καλήν εσπέραν άρχοντες, αν είν’ ο ορισμός σας

Χριστού τη Θεία γέννηση να πω στ’  αρχοντικό σας

Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ τη πόλη

οι ουρανοί αγάλλονται, χαίρει η φύσις όλη.

Εν τω σπηλαίω τίκτεται εν φάτνη των αλόγων

ο βασιλεύς των ουρανών και ποιητής των όλων.

Σ’ αυτό το σπίτι που  ’ρθαμε, πέτρα να μη ραγίσει

κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χίλια χρόνια να ζήσει.

α. Τα κάλαντα

Την παραμονή των Χριστουγέννων τα αγόρια  κατ’ ομάδες (δύο δύο, τρία τρία ή και περισσότερα) επισκέπτονταν τα σπίτια του χωριού και τραγουδούσαν τα χριστουγεννιάτικα Κάλαντα[1](χριστουγεννιάτικα τραγούδια). Οι νοικοκυρές τούς έδιναν χρήματα, ή φρούτα ( καρύδια, σύκα, αμύγδαλα ή πορτοκάλια).

(Βλ. Κώστα Καραπατάκη  : « Το Δωδεκάημερο », εκδόσεις Παπαδήμα, Αθήνα 1981, σελ. 33 -34)

β.  Τα Σπάργανα του Χριστού

Το βράδυ των Χριστουγέννων έφτιαχναν « Τα σπάργανα του Χριστού ». ΄Επαιρναν μια πέτρινη πλάκα, λεία, μεγέθους περίπου μικρού ταψιού, ειδική για να μην σπάει στη θέρμανση της φωτιάς και, αφού την καθάριζαν  καλά και με μεγάλη λεπτομέρεια, την τοποθετούσαν πάνω στην πυροστιά.  ΄Υστερα άναβαν φωτιά. ΄Οταν η πλάκα θερμαινόταν, έριχναν πάνω της ζυμάρι από σταρένιο αλεύρι που το άπλωναν σε όλη την επιφάνειά της.  Κι όταν το ζυμάρι αυτό έπαιρνε ελαφρώς το καφετί χρώμα, το έβαζαν απλωμένο μέσα σε ένα ταψί και πάνω του έριχναν τριμμένα καρύδια, αμύγδαλα και σταφίδες. Στη συνέχεια με τον ίδιο τρόπο τοποθετούσαν και τα υπόλοιπα ψημένα ζυμάρια, ρίχνοντας ανάμεσά τους τα τριμμένα καρύδια, αμύγδαλα και σταφίδες. Τέλος, έριχναν πάνω τους το σιρόπι, δηλαδή βρασμένο νερό με ζάχαρη.  Τα ψημένα αυτά παρασκευάσματα τα ονόμαζαν Σπάργανα του Χριστού. Τα έκοβαν σε μικρά κομμάτια ή τα δίπλωναν ένα ένα  και τα έτρωγαν στις άγιες μέρες.

Σήμερα το παραπάνω έθιμο τηρεί στη Βέλλιανη ο Κωνσταντίνος Δημ. Λώλος, εορτάζοντας μαζί με τα παιδιά του, τις νύφες του και τα εγγόνια του. Την πλάκα για  τα Σπάργανα του Χριστού  μετέφερε ο ίδιος από το ορεινό χωριό Πετούσι, τόπος καταγωγής της πεθεράς του  Τσιλη – Ντάγκαινας .

 

                                 Τα Σπάργανα του Χριστού   
       (4)  Η Φωτογραφία είναι από το διαδίκτυο

 

γ.  Η Κοτόσουπα

Παλιά η Θεία Λειτουργία για τη γέννηση του Χριστού άρχιζε στις 04.00 η ώρα το πρωί. Έπρεπε στη Λειτουργία αυτή να παραβρίσκονται όλες οι οικογένειες του χωριού. Αν κάποια έλειπε, ο παπάς έστελνε  τον Γκέλη Ντούγια και την ξυπνούσε.

Οι γονείς από το βράδυ είχαν βράσει την κότα ή τον κόκορα, για τη Κοτόσουπα. Και,  μετά τη Μεταλαβιά (Θεία Κοινωνία), όλη η οικο-γένεια, αφού επέστρεφε στο σπίτι,  έβραζε μόνο το ρύζι.  Τότε τα Χρι-στούγεννα έκανε πολύ κρύο παγωνιά, πάχνη, τσουχτερός αέρας και πολλές φορές δυνατή βροχή, που κρατούσε πολλές μέρες.

Η παρασκευή της Κοτόσουπας

Η Κοτόσουπα είναι φαγητό της κατσαρόλας. Πρώτα βράζουν την κότα ή τον κόκορα και μετά μέσα στο ίδιο νερό το ρύζι.  Ύστερα, αφού αφαιρέσουν από τα κόκαλα το κρέας και το τεμαχίσουν σε μικρά κομμάτια, το τηγανίζουν στο τηγάνι με φρέσκο ελαιόλαδο. Τέλος, το ελαφρώς τηγανισμένο κρέας μαζί με το λάδι τα ρίχνουν  μέσα στην κατσαρόλα με  το βρασμένο ρύζι.  Το ανακατεύουν καλά και το σερβί-ρουν στα πιάτα.

Την εποχή εκείνη το κρέας της κότας ήταν πραγματικό γιατρικό. Γι’ αυτό, όταν κάποιος αρρώσταινε, για να γίνει καλά, η μάνα του μαγεί-ρευε κοτόσουπα ή του έδινε  κυδώνι ή ρόδι που τα  είχε κρεμασμένα στον τοίχο του σπιτιού όλο το χρόνο.

Τα ήθη και έθιμα της Πρωτοχρονιάς

α. Η πρωτοχρονιάτικη χαρτοπαιξία

Το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς ορισμένοι Βελλιανίτες και Καρυωτίτες[2] συγκεντρώνονταν στο μικρό μαγαζί του Βελλιανίτη Θωμά Μπίκα κι έπαιζαν χαρτιά με χρήματα.  Στην Ελλάδα το κουμάρι, όπως λέγεται κοινώς η χαρτοπαιξία με χρήματα, απαγορεύεται αυστηρά.  Το βράδυ όμως της παραμονής της Πρωτοχρονιάς οι υπεύθυνοι της τήρησης του Νόμου έκλειναν τα μάτια, γιατί το έθιμο καταργεί το Νόμο, όπως λέει και η παροιμία.

Από νωρίς, λοιπόν, μαζεύονταν ορισμένοι άντρες και αγόρια ηλικίας πάνω των δεκαπέντε ετών στο μαγαζί[3], όπου, μόλις νύχτωνε, σχημάτιζαν  παρέες κι έπιαναν από ένα τραπέζι με τις ανάλογες καρέκλες κι άρχιζαν να παίζουν  εικοσιένα,  τριάντα ένα  ή  ραμί. Τα έξι τραπέζια που είχε το μαγαζί γέμιζαν από παίχτες.  Σ’ άλλα τραπέζια έπαιζαν οι μεγάλοι και σε άλλα οι μικροί. Σε  άλλα οι επαγγελματίες παίχτες και σ’ άλλα οι αρχάριοι, οι καινούργιοι στο κουρμπέτι, όπως έλεγε κι ο Γιώργος. Όποιος κέρδιζε τη βραδιά αυτή, θεωρούνταν ο τυχερός της ερχόμενης χρονιάς, ενώ όποιος έχανε, ο  άτυχος.

Η χαρτοπαιξία άρχιζε για όλους με τον ερχομό του σκότους και συνε-χιζόταν για τους μικρούς και μη επαγγελματίες μεγάλους μέχρι τα μεσάνυχτα. Για τους λίγους, τους τεχνίτες, παρατεινόταν μέχρι το γιόμα και πολλές φορές και μέχρι το πρωί της μεθεπομένης. Επειδή το μαγαζί ήταν ακριβώς πάνω στο δρόμο και δεν ήταν καλό να έβλεπαν τους παίχτες οι χωριανοί που ανεβοκατέβαιναν, μόλις ξημέρωνε, μετακόμιζαν στο σπίτι του Θωμά, που ήταν παράδρομα. Και για φαγητό οι παίχτες έτρωγαν ό,τι πρόχειρο τους ετοίμαζε το κατάστημα, ο Θωμάς, χωρίς να σταματούν το παιχνίδι.  Αν κάποιος κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού έχανε όλα τα χρήματα, δανειζόταν από το Θωμά,  γιατί οι παίχτες δεν δάνειζαν αναμεταξύ τους, επειδή πίστευαν ότι ο δανεισμός τους έπαιρνε το γούρι. Κι ο Θωμάς δε δάνειζε σε οποιονδήποτε, ούτε και πολλές φορές. Μια ή δυο το πολύ. Κι αν ο παίχτης αυτός έχανε και τα τελευταία του δανεικά χρήματα, έφευγε για το σπίτι του,  ελπίζοντας πάντα ότι την παραμονή της άλλης χρονιάς θα είναι περισσότερο τυχερός.

Στα τραπέζια που έπαιζαν τα αγόρια, συχνά ακουγόντουσαν ομαδικά ή σποραδικά γέλια, επειδή κάποιος έκανε λάθος στην πρόσθεση κι αντί να κερδίσει, έχανε. ΄Ετσι, ενώ από το 16 τραβούσε 5 και κέρδιζε, γιατί έβγαζε 21, αυτός έλεγε 22 και μόνος του έριχνε τα χρήματα στη μάνα, προκαλώντας γέλια σε αυτούς που έβλεπαν τα χαρτιά του και οι οποίοι δεν επιτρεπόταν να τον διορθώσουν. Κι ο χαμένος  νευρίαζε και τα έβαζε με αυτούς που γελούσαν.

Σε κάθε τραπέζι υπήρχε κι ένα ποτηράκι, στο οποίο η μάνα του παιχνιδιού  στην τελευταία φάση της, όταν κέρδιζε, έριχνε μέσα ένα « φιλοδώρημα » 10%, το οποίο ήταν για το κάψιμο των φώτων ( του πετρελαίου του λουξ ) και για το ξενύχτι του μαγαζάτορα.  Τα ποτηράκια αυτά σιγά σιγά  συγκέντρωναν όχι ευκαταφρόνητο ποσό, κι ο Θωμάς τα  άδειαζε, μόλις γέμιζαν μέχρι τη μέση.  Σε άλλα καφενεία ο μαγαζάτορας πληρωνόταν με την ώρα από τους παίχτες τού κάθε τραπεζιού.

Τότε ο καινούριος χρόνος δεν ερχόταν με κωδωνοκρουσίες, πυροτε-χνήματα, αγκαλιάσματα, σαμπάνιες και σωρεία ευχών.  Για το λόγο αυτόν και η χαρτοπαιξία δε σταματούσε.  Αν, όμως,  τυχαία κάποιος έβλεπε  στο ρολόι του τον ερχομό του, την ώρα 12.00 τα μεσάνυχτα,  φώναζε  : «  Άι, καλώς μας μπήκε ». Και μερικοί που τον άκουγαν, απαντούσαν :  « Και καλώς να μας βγει »

Πολλές φορές πάνω στα χαρτιά συνέβαιναν και παρεξηγήσεις, επειδή κάποιος παίχτης αντιλαμβανόταν ότι η μάνα έκανε λαδιές (νοθείες), βγάζοντας τον άσσο απ’ το μανίκι ή απ’ το κάτω μέρος της τράπουλας, ή  για να τον αναγνωρίζει τον σημάδευε, σπάζοντας κάποια γωνία του. Οι παρεξηγήσεις αυτές σταματούσαν ή με την απλή διαμαρτυρία του, χτυπώντας δυνατά το χέρι πάνω στο τραπέζι οπότε προκαλούσε αμέσως την παρουσία του Θωμά, ο οποίος πάντα τηρούσε ουδέτερη στάση και προσπαθούσε να ηρεμήσει τα πνεύματα, δίνοντας καινούρια τράπουλα, ή με την αποχώρηση του διαμαρτυρόμενου, αφού εκστομούσε χυδαίες φράσεις.

Την άλλη μέρα, πρώτη του χρόνου, αν ο καιρός ήταν καλός, δηλαδή αν είχε ηλιοφάνεια,  έλεγαν ότι  « η αρκούδα θα λιάσει τα αρκουδάκια της » και εννοούσαν τον κακό καιρό που θα ’κανε για σαράντα μέρες. Το αντίθετο έλεγαν  αν ήταν  ο καιρός κακός.

Οι παίχτες δε που συναντιόνταν συζητούσαν σιγά για τους τυχερούς και τους χαμένους της περασμένης βραδιάς και μερικές από τις απαντήσεις που έδιναν, ήταν  :

« Εγώ μέχρι και την τελευταία στιγμή κέρδιζα, αλλά τα έβαλα όλα πάνω στον άσσο και τα έχασα ».

« Εγώ από την αρχή είχα γκίνια. Αν και δυο φορές άλλαξα καρέκλα, η γρουσουζιά δε σταμάτησε ».

« Εγώ έμεινα στα λεφτά μου. Ούτε κέρδισα, ούτε έχασα ».

«  Εκείνος που κέρδισε είναι ο  Θωμάς. Όλοι οι άλλοι είναι χαμένοι ».

Το βράδυ της Πρωτοχρονιάς όσοι δεν πήγαιναν στο μαγαζί,  έπαιζαν οικογενειακά σε ένα σπίτι της γειτονιάς τους. Εκεί μαζεύονταν άντρες, γυναίκες, κοπέλες και παιδιά κι έπαιζαν μια ή δυο ώρες   κότσια, ή   πάρτα όλα[4]  με δεκάρες ή λεφτόκαρα που αγόραζαν ειδικά την ημέρα αυτή από παντοπωλεία της  Παραμυθιάς.

–   Και ποιος κέρδισε το βράδυ της Πρωτοχρονιάς; Ρώτησε η μάνα.

–   ΄Οσοι δεν πήγαν στο μαγαζί, της απάντησε ο πατέρας.

β.  Η βασιλόπιτα

Την Πρωτοχρονιά έφτιαχναν τη Βασιλόπιτα[5], βάζοντας μέσα ένα μονόδραχμο,  δίδραχμο ή τάλιρο. Όταν την έψηναν στην γάστρα και την έβγαζαν, γύριζαν το ταψί τρεις φορές κι ύστερα ο πατέρας την έκοβε σε κομμάτια, δίνοντας από ένα σε κάθε άτομο της οικογένειας,  Και όποιος έβρισκε το νόμισμα θεωρούνταν ο τυχερός της χρονιάς.

γ.  Τα κουλούρια

Την Πρωτοχρονιά έφτιαχναν κουλούρια και ανά ένα τα έβαζαν πάνω στο κεφάλι κάθε ζώου.  Όταν το κουλούρι έπεφτε και στεκόταν ανάποδα, το ζώο θα χανόταν (ψοφούσε)  μέσα σ’ ένα χρόνο. Αν  όμως στεκόταν  κανονικά θα ζούσε.

(Πηγή : Μπίκας Ιωάννης του Βασιλείου)

δ.  Το πουρνάρι

Την Πρωτοχρονιά χαράματα ένας από την οικογένεια, αφού πρώτα πλενόταν, πήγαινε κι έκοβε ένα κλαρί πουρνάρι, το οποίο έφερνε στο σπίτι.   Ύστερα ευχόταν ο ένας στον άλλο χρόνια πολλά, έκοβε από το πουρνάρι ένα μικρό κλαρί  και το έριχνε στη φωτιά, λέγοντας :

Τόσα αρνιά, τόσα κατσίκια.

Αρνιά, κατσίκια, θηλυκά

και παιδιά αρσενικά.

(Πηγή : Μπίκας Ιωάννης του Βασιλείου)

ε.  Η πίτα με κοφτό σιτάρι

Την Πρωτοχρονιά  έφτιαχναν πίττα με κοφτό σιτάρι. Πρώτα έκοβαν το σιτάρι στο χειρόμυλο και αφού το έβραζαν λίγο, το ζεματούσαν με βούτυρο, ρίχνοντας μέσα και τυρί, κομμένο σε μικρά κομμάτια.  Ύστερα το μίγμα αυτό, την πίτα, την έψηναν στη γάστρα και την πήγαιναν να τη φάει ο τσοπάνος που φύλαγε τα πρόβατα.

(Πηγή : Μπίκας Ιωάννης του Βασιλείου)

ΠΡΟΛΗΨΕΙΣ, ΔΕΙΣΙΔΑΙΜΟΛΝΙΕΣ …

Γενικά περί προλήψεων και δεισιδαιμονιών

Ο άνθρωπος από τους αρχαιότατους χρόνους προσπάθησε με βάση την πείρα και το κριτικό του πνεύμα να εξηγήσει τα διάφορα φυσικά φαινόμενα, το θάνατο, τις αρρώστιες και ό,τι άλλο είχε σχέση με την καλυτέρευση ή τις αναποδιές της ζωής του. Επειδή όμως δεν μπορούσε να βρει τις πραγματικές αιτίες, δημιούργησε με τη φαντασία του διάφορες δοξασίες, πάνω στις οποίες σιγά σιγά με το πέρασμα του χρόνου πλάστηκαν οι δεισιδαιμονίες, δηλαδή ένας υπερβολικός φόβος προς τα πονηρά πνεύματα, τους δαίμονες.

Οι προλήψεις και οι δεισιδαιμονίες επηρέασαν πολύ τη ζωή του ανθρώπου. Και ο άνθρωπος, αν και προσγειώθηκε στο φεγγάρι, δεν κατόρθωσε ακόμα να απαλλαγεί απ’ αυτές.

Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια του Ελληνικού Έθνους, έκδοση 1927 :

–   Λήμμα δεισιδαίμων

«   Ο φοβούμενος τους δαίμονας, τους Θεούς. Ο καθ’ υπερβολή φοβούμενος τα θεία σημεία ή τα ως θεία σημεία θεωρούμενα

(δεισιδαίμων : από το θέμα δει του δέδοικα και δαίμων ) »

–   Λήμμα πρόληψις :

«  Η ενέργεια του προλαμβάνει, παρεμπόδισις :  Πρόληψις του κακού, του κινδύνου. Η περί πραγμάτων έμμονος και αβασάνιστος ιδέα, δεισιδαιμονία.

Οι προλήψεις και οι δεισιδαιμονίες είναι παρεκκλίσεις από το θρησκευτικό συναίσθημα.  Για τις δεισιδαιμονίες έχουν διατυπωθεί πολλοί ορισμοί, από τους οποίους ορισμένοι είναι  :

1.  « Δεισιδαιμονία είναι ο φόβος των αοράτων δυνάμεων, όταν αυτός απομακρύνεται του ορθού λόγου ».  (Hobe )

  1. « Δεισιδαιμονία είναι παν ό,τι  ευρίσκεται πέραν της λατρείας ενός ανώτατου όντος και πέραν της υποταγής της καρδίας εις τους αιωνίους αυτού νόμους »  ( Βολταίρος )

3.  « Δεισιδαιμονία είναι η κλήσις προς θεμελίωση πίστεως επί ζητημάτων μη διασαφηνισθέντων ακόμη υπό των φυσιολογικών νόμων ».  (Κάντ)

4.  « Δεισιδαιμονία είναι  η πίστη σε φαινόμενα που δεν έχουν ακόμη εξηγηθεί από τους φυσικούς νόμους » ( Τασούλη)

5. «  Δεισιδαιμονία είναι η κατά της θρησκευτικής αρετής αμαρτία δια της προσδόσεως εις το πλάσμα λατρείας, η οποία ανήκει εις τον πλάστη.  Έτσι δεισιδαιμονία είναι η ειδωλολατρεία » (…)  (Καθολική Εκκλησία )

Προλήψεις και δεισιδαιμονίες

               που αναφέρονται στα Δωδεκαήμερα

1.  Δε λούζονται και δεν πλένουν ρούχα, επειδή τα νερά είναι ακάθαρτα, εξαιτίας της παρουσίας των Καλικάντζαρων.

2.   Δεν πετούν τη στάχτη έξω από το σπίτι.

3.   Δε βγάζουν τη φωτιά έξω. Αν κάποιος όμως έρθει επισκέπτης τη νύχτα, για να μπει μέσα στο σπίτι, πρέπει να περάσει πάνω από ένα κάρβουνο ή δαυλί που τού ρίχνουν στην αυλή.

4. Δεν κάνουν παπαδίτσες, δεν ψανίζουν ρεβίθια  και δεν τρώνε κουκιά. Γι’ αυτό λένε :

Ρεβίθια μην ψανίσετε

                        Κουκιά μη ροκανίσετε.

                        Γιατ’  είναι Δωδεκάημερα

                        και παγανιές ημέρες.

5.   Δεν πετάνε από τους στάβλους τις φουσκιές, γιατί τα σκουλήκια θα φαν τα σπαρτά.

6.  Τις μέρες των Δωδεκάημερων  ρίχνουν στη φωτιά αλάτι, για να φύγουν οι Καλικάντζαροι.

7.  Τη στάχτη που γίνεται από τα ξύλα της φωτιάς κατά τις μέρες των Δωδεκάημερων, τη ρίχνουν την άνοιξη στους κήπους, για να μη σαπίσουν οι σπόροι των κηπευτικών.

8  Τα Δωδεκαήμερα δε σφυρίζουν, γιατί αν κάποιος σφυρίξει, θα τού πάρουν τη φωνή οι Καλικάντζαροι.

9. Αν κάποιος δανείσει χρήματα την Πρωτοχρονιά, θα δανείζει όλη τη χρονιά.

10. Την Πρωτομαγιά όσοι έχουν στην οικογένεια ανύπαντρο, τού κρεμούν έξω από την πόρτα του σπιτιού ένα στεφάνι με λουλούδια, για να παντρευτεί.

11.   ΄Οποιος την Πρωτοχρονιά βρει το φλουρί της  Βασιλόπιτας, θα είναι τυχερός όλη τη χρονιά.

12. Την Πρωτομαγιά το πρωί, μόλις ξυπνήσουν, βάζουν τα χέρια  τους στο αλάτι, για να μη μουχλιάσει το ψωμί και κρεμούν στο σπίτι δυο σκόρδα, για να κρεμάσουν τους εχθρούς τους με το κεφάλι προς τα κάτω.

13. Αν την Πρωτοχρονιά κάνει ήλιο, η αρκούδα θα λιάσει τα αρκουδάκια της και για σαράντα μέρες θα κάνει κακό καιρό. Το αντίθετο θα συμβεί, αν την Πρωτοχρονιά βρέχει …

Μάριος Αναστασίου Μπίκας


[1]. Για την παραγωγή της λέξης κάλαντα υπάρχουν πολλές απόψεις :  α. Από το σύνθετο « καλώς άδω ». β. Από το σλαβικό σύνθετο « κολ ίντα » που σημαίνει έρχεται σφαγή (εννοεί τη σφαγή των νηπίων από το βασιλιά  Ηρώδη). Και γ.  Από τη ρωμαϊκή λέξη « καλένδες » Καλένδες = γιορτές των Ρωμαίων που γίνονταν στην αρχή κάθε μήνα και διαρκούσαν περίπου μία εβδομάδα. Η ονομασία αυτή δόθηκε από την ιταλική φράση  calo juna novella που έλεγε στην αρχή κάθε μήνα ο ποντίφικας από το Καπιτώλιο και σήμαινε την έναρξη του μήνα.

[2] .  Καρυωτίτες  :  Οι κάτοικοι του γειτονικού με τη Βέλλιανη χωριού, οι οποίοι, επειδή την εποχή εκείνη δεν είχαν δικό τους μαγαζί (καφενείο) έρχονταν για τα πρωτοχρονιάτικα χαρτιά στο Θωμά, που ήταν σε όλους αγαπητός. .

[3]. Κάποια χρονιά της εποχής εκείνης (δεκαετία του 1960) ο Κώστας Παπαφώτης χρησιμοποίησε για καφενείο το μισό της αποθήκης του, δίπλα στο κοινοτικό Γραφείο, το  οποίο όμως μετά από λίγο διάστημα το έκλεισε.

[4] .   πάρτα όλα  :  Ομαδικό παιχνίδι, το οποίο πήρε την ονομασία από τη φράση  πάρτα όλα, που υπήρχε γραμμένη πάνω σε μια πλευρά της   δεκάπλευρης (;) σβούρας. Στις άλλες πλευρές η σβούρα έγραφε :   πάρε ένα,  βάλε ένα,   πάρε δύο,  βάλε δύο βάλτα όλα, κ.ο.κ. Την σβούρα την έριχναν με τη σειρά όλοι οι παίχτες και ανάλογα με το τι έγραφε η πλευρά που έφερνε, έβαζε ή έπαιρνε από την κάσα. Στην κάσα από την αρχή του παιχνιδιού έβαζαν όλοι οι παίχτες, και το ποσό συμμετοχής καθόριζαν κατόπιν συμφωνίας.

[5] .  βασιλόπιτα  :  Τη βασιλόπιτα την έφτιαχναν με  κρέας, με ρύζι και με πέτρα  (φύλλα).

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *