Την ίδια ώρα που ζητά να ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση, υπολογίζοντας και στη βοήθεια της Ελλάδας, η Αλβανία επιμένει να συντηρεί το, ανύπαρκτο, «τσάμικο» ζήτημα. Κατά τη συνάντηση της Αλβανίδας Υπουργού Εξωτερικών Όλτα Χάκα με τον Νίκο Δένδια στις 23 Μαΐου, η κυρία Χάκα έθεσε θέμα Τσάμηδων ενώ και στις 20 Ιουνίου έγινε εκδήλωση στην αλβανική βουλή αφιερωμένη στη μνήμη των θυμάτων της «γενοκτονίας» της Τσαμουριάς από τους Έλληνες με την ανοχή του προεδρείου της Βουλής της Αλβανίας και της κυβέρνησης του Έντι Ράμα (σχετικά ρεπορτάζ δημοσίευσε το protothema.gr).
Με το θέμα των Τσάμηδων κατά την περίοδο 1930-1940 θα ασχοληθούμε στο σημερινό μας άρθρο. Πρόκειται για μια περίοδο που δεν έχει «φωτιστεί» αρκετά καθώς οι περισσότεροι εστιάζουν στα εγκλήματα των Τσάμηδων στην Κατοχή.
Θα δούμε τον, επιεικώς ύποπτο και σκοτεινό ρόλο της Ιταλίας στην ανάδειξη του θέματος της Τσαμουριάς και ορισμένες άγνωστες ενέργειες των Ιταλών εναντίον της χώρας μας με πολιορκητικό κριό την Αλβανία.
Οι Ιταλοί οργανώνουν και εξοπλίζουν τον αλβανικό στρατό!
Η Ιταλία όπως είναι γνωστό μαζί με την Αυστρία έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη δημιουργία του αλβανικού κράτους στα τέλη του 1912. Μπορεί η Αυστροουγγρική αυτοκρατορία να κατέρρευσε το 1918, η Ιταλία όμως βρέθηκε στο στρατόπεδο των νικητών του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και συνέχισε τη δράση της υπέρ των Αλβανών. Η Ιταλία είχε αρχίσει από πολύ νωρίς την ενίσχυση του εθνικιστικού πνεύματος στην Αλβανία με την καλλιέργεια των ιδεών των «αλύτρωτων αλβανικών εδαφών», του Κοσόβου και της Τσαμουριάς δηλαδή. Το κύριο μέσο για την ανάδειξη της πολιτικής αυτής ήταν ο αλβανικός στρατός, την εκπαίδευση, τον εξοπλισμό και τη χρηματοδότηση του οποίου είχε αναλάβει αποκλειστικά η Ιταλία και οι οργανώσεις νεολαίας με κυριότερη τη «Ballila» που αποτελούσε ουσιαστικά τμήμα του στρατού. Όπως γράφει ο Ιταλός πρέσβης στα Τίρανα Κοχ, μέσω των οργανώσεων αυτών «αργά αργά εμφυσήσαμε στους νέους εκείνο το αίσθημα της αγάπης προς την πατρίδα που αυτή η χώρα αγνοούσε παντελώς».
Μάλιστα δημοσιεύματα κατευθυνόμενα από το Κομιτάτο ζητούσαν από την αλβανική κυβέρνηση να ανταλλαγούν υπό το πρόσχημα αντιποίνων οι Έλληνες της Αλβανίας με τους Τσάμηδες. Οι ελληνικές Αρχές εκείνη την περίοδο είχαν πληροφορίες πως μουσουλμάνοι βουλευτές του νομού Αργυροκάστρου είχαν συχνή επικοινωνία με Αλβανούς της Ελλάδας όπως τον Μουσά Ντέμι και συμμετείχαν στον συντονισμό υποβολής αλλεπάλληλων προσφυγών στην Κοινωνία των Εθνών (ΚτΕ, πρόδρομος του Ο.Η.Ε.) που κατατέθηκαν σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1930. Αργότερα στο Κομιτάτο εγγράφονταν όσοι Τσάμηδες έφευγαν από την Ελλάδα για την Αλβανία. Στα μέσα της δεκαετίας του 1930 το Κομιτάτο είχε παραρτήματα στο Δέλβινο, τη Λούσνια, την Κονίσπολη, την Αυλώνα, τη Σκόδρα και άλλες αλβανικές πόλεις.
Οι Αλβανοί προπαγανδιστές στόχευαν στην ανάπτυξη της αλβανικής εθνικής συνείδησης στον μουσουλμανικό πληθυσμό και την ενδυνάμωση του εθνικιστικού-αλυτρωτικού πνεύματος (Αρχείο Υπουργείου Εξωτερικών, 1932, Α/2/ΙΙ, απ. 1116, ΓΕΣ προς ΥΠΕΞ, Αθήνα 9/1/1932), ενώ ιδιαίτερη προσπάθεια καταβλήθηκε για την αποτροπή των Τσάμηδων να εκποιήσουν τα κτήματά τους και να εγκατασταθούν στην Τουρκία. Επίσης ήδη από το 1928, το αλβανικό κράτος άρχισε να χορηγεί υποτροφίες προς τους μουσουλμανόπαιδες της Ηπείρου για αλβανικά κρατικά οικοτροφεία ελπίζοντας ότι αφού αποκτήσουν ανώτερη μόρφωση θα επιστρέψουν ως δάσκαλοι στην Τσαμουριά. Τότε ιδρύθηκε στους Άγιους Σαράντα το οικοτροφείο «Τσαμουριά» στο οποίο το σχολικό έτος 1933-1934 φοιτούσαν περίπου 40 μαθητές από την Ήπειρο. Υπότροφοι από την Ήπειρο γίνονταν επίσης δεκτοί σε στρατιωτικές και επαγγελματικές σχολές.
Ακόμα γίνονταν συνεχείς προσπάθειες για την κυκλοφορία αλβανικών εφημερίδων, αλφαβητάριων και αναγνωστικών, δίσκων φωνογράφου με αλβανικά τραγούδια, αλλά και για τη διανομή προπαγανδιστικών φυλλαδίων και βιβλίων. Στις ελληνικές Αρχές έφταναν εκείνη την περίοδο πληροφορίες για παράνομη κατοχή όπλων στην περιοχή, κάτι που δεν ήταν ασυνήθιστο στην ελληνική ύπαιθρο.
Γενικότερα η αλβανική προπαγάνδα ήταν «συνδεδεμένη» με τις ελληνοαλβανικές αλλά και τις ελληνοϊταλικές σχέσεις. Η χρησιμοποίηση της Αλβανίας και του αλβανικού αλυτρωτισμού από την Ιταλία αποτελούσε αποτελεσματικό τρόπο για την επίτευξη των σχεδιασμών της στα Βαλκάνια και την Ανατολική Μεσόγειο. Η αλβανική πλευρά θεωρούσε επίσης ότι εκείνη η χρονική συγκυρία ήταν κατάλληλη για την προώθηση των δικών της επιδιώξεων στην Ήπειρο με τη στήριξη της «Μεγάλης μας Συμμάχου (ενν. της Ιταλίας), … γιατί η Ελλάδα μόνο όταν νιώθει φόβο κάνει αυτά που δεν έκανε πριν» (Dokumente per Camerine, αρ. 351, σελ. 669-671).
Από την πλευρά της η Ελλάδα προσπαθούσε να βελτιώσει την ποιότητα ζωής στην περιοχή αλλά και να αστυνομεύει τη δράση ύποπτων ατόμων. Έτσι αναπτύχθηκαν οι υποδομές με την κατασκευή νέων οδικών αρτηριών και την επέκταση του τηλεφωνικού και τηλεγραφικού δικτύου, έγιναν αρδευτικά και αποξηραντικά έργα, χτίστηκαν νέα σχολεία, βελτιώθηκαν οι σχολικές κτιριακές εγκαταστάσεις, διορίστηκαν ικανοί εκπαιδευτικοί, βελτιώθηκε η υγειονομική περίθαλψη αλλά ταυτόχρονα ενισχύθηκε η Χωροφυλακή, παρακολουθούνταν άτομα ύποπτα για προπαγανδιστική δράση, εφαρμόστηκε με αυστηρότητα ο νόμος περί απαγόρευσης της οπλοφορίας κλπ.
Η δικτατορία Μεταξά – Η ίδρυση του νομού Θεσπρωτίας
Το καθεστώς της 4ης Αυγούστου (1936) του Ιωάννη Μεταξά δεν προώθησε όπως έπρεπε τα μεταρρυθμιστικά μέτρα αλλά εφάρμοσε κυρίως εκείνα που είχαν αστυνομικό «χαρακτήρα». Ίδρυσε Διοίκηση Χωροφυλακής στην Τσαμουριά το φθινόπωρο του 1936, ενώ τον Νοέμβριο του ίδιου έτους ιδρύθηκε ο νομός Θεσπρωτίας στον οποίο ενσωματώθηκαν διοικητικά οι περιφέρειες Φιλιατών, Παραμυθιάς, Ηγουμενίτσας και Μαργαριτίου. Πρωτεύουσα του νομού έγινε η Ηγουμενίτσα. Σημειώνουμε εδώ ότι το όνομά του ο νομός Θεσπρωτίας το πήρε από τον μυθικό ήρωα Θεσπρωτό, γιο του Λυκάονα ο οποίος εγκατέλειψε την Αρκαδία απ’ όπου καταγόταν και εγκαταστάθηκε στην Ήπειρο στην περιοχή που πήρε στη συνέχεια το όνομά του.
Σύμφωνα με την απογραφή του 1940, στον νομό Θεσπρωτίας κατοικούσαν περίπου 61.000 άτομα από τα οποία οι 45.000 (73%) ήταν Χριστιανοί ενώ οι μουσουλμάνοι Τσάμηδες ήταν περίπου 16.000 (27%). Δυστυχώς μετά το 1936 άρχισε να επικρατεί αναβρασμός και μεγάλος φανατισμός μεταξύ των Τσάμηδων. Ο Αλβανός πρόξενος στα Γιάννενα όπου υπαγόταν διοικητικά η Θεσπρωτία ως το 1936 βρήκε την ευκαιρία να ζητήσει την ίδρυση αλβανικού προξενείου στην Ηγουμενίτσα κάτι που δεν έγινε. Η Αλβανία χαρακτήρισε την ίδρυση του νομού Θεσπρωτίας ως ένα ακόμη «σατανικό μέτρο των ελληνικών αρχών οι οποίες προσπαθούν νύχτα και μέρα με την ψήφιση νόμων ή με διάφορα διοικητικά μέτρα να εξαφανίσουν την ατομικότητα και με αυτό τον τρόπο να εμποδίσουν την εθνική ένωση των Τσάμηδων» (Dokumente per Camerine, αρ. 357-358, σελ. 681-682).
Δυστυχώς παρά τις προσδοκίες που δημιουργήθηκαν από την ίδρυση του νομού Θεσπρωτίας, τα πράγματα με τους Τσάμηδες όχι μόνο δεν καλυτέρευσαν αλλά έγιναν χειρότερα.
Γι’ αυτό ευθυνόταν και η Ιταλία η οποία υποδαύλιζε και ενθάρρυνε την ιδέα ενοποίησης των αλβανικών εδαφών και τη δημιουργία της «Μεγάλης Αλβανίας».
Την εποχή εκείνη έφταναν στις ελληνικές Αρχές πληροφορίες για τη σύσταση ομάδων στα ελληνοαλβανικά σύνορα και τις επαφές τους με τους Τσάμηδες, με την καθοδήγηση Ιταλών στρατιωτικών και διπλωματών. Ανάλογη κινητικότητα παρατηρήθηκε και στις αρχές του 1937 όταν στις νότιες περιοχές της Αλβανίας εκδηλώθηκε ανατρεπτική κίνηση εναντίον του βασιλιά Ζογκ η οποία όμως υποχώρησε στα μέσα Μαΐου. Αυτές και άλλες παρόμοιες κινήσεις έδωσαν αφορμή στις τοπικές αρχές να περιορίσουν στη Ζάκυνθο όλους τους εξόριστους Αλβανούς αντικαθεστωτικούς που είχαν έρθει στην Ελλάδα και δρούσαν στην Ήπειρο και την Κέρκυρα. Αυτό εκτιμήθηκε ιδιαίτερα από την αλβανική κυβέρνηση. Όμως η καχυποψία μεταξύ των δύο χωρών εξακολουθούσε να υπάρχει.
Η κατάληψη της Αλβανίας από την Ιταλία (1939)
Η κατάσταση άλλαξε άρδην από τον Απρίλιο του 1939 όταν η Ιταλία κατέλαβε την Αλβανία. Βέβαια επίσημα ιταλικά χείλη διαβεβαίωναν τους Αλβανούς ότι δεν έρχονταν ως κατακτητές αλλά ως αρωγοί τους στην προσπάθεια διεύρυνσης των συνόρων τους στο Κόσοβο και την Τσαμουριά.
Ο διοικητής του πρώτου ιταλικού τάγματος που μπήκε στην Αλβανία δήλωσε ότι η Ιταλία έρχεται για να «μεγαλώσει την Αλβανία». Λίγες μέρες αργότερα ο Ιταλός Υπουργός Εξωτερικών Τσιάνο κατά την προσφώνηση του προς τους υπαλλήλους του αντίστοιχου αλβανικού Υπουργείου, μετά την ανάληψη της ηγεσίας του από τον ίδιο, δήλωσε, μεταξύ άλλων ότι η Ιταλία θα μεριμνούσε για την ειρήνευση της Αλβανίας και την πραγματοποίηση των εθνικών της βλέψεων. Τον Αύγουστο του 1939 επισκέφθηκε τα Τίρανα και τελείωσε τον σύντομο λόγο του με τη φράση «Ζήτω η Μεγάλη Αλβανία».
Παρόμοιες υποσχέσεις έδωσε και ο Μουσολίνι στην αλβανική επιτροπή που τον επισκέφτηκε στη Ρώμη για να προσφέρει το αλβανικό στέμμα στον Ιταλό βασιλιά Βιτόριο Εμανουέλε Γ’. Ανάλογα παραδείγματα επίσημων δηλώσεων και διαβεβαιώσεων από τους Ιταλούς προς την αλβανική πλευρά ως την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου έχουν δημοσιευτεί από ερευνητές και ιστορικούς.
Βέβαια η προσάρτηση της Τσαμουριάς στην Αλβανία, δεν ήταν σε καμία περίπτωση ο τελικός στόχος της Ιταλίας. Ο ιταλικός στρατός δεν εισέβαλε στην Ήπειρο για να ικανοποιήσει τους εθνικιστικούς-αλυτρωτικούς στόχους των Αλβανών εκείνη τη στιγμή. Η ανακίνηση και η προβολή του ζητήματος τότε εξυπηρετούσε τους στόχους των Ιταλών και πρόσφερε στον Μουσολίνι μια επίφαση νομιμοποίησης στην τελείως απρόκλητη και αδικαιολόγητη επίθεσή του εναντίον της Ελλάδας. Ο Τσιάνο γράφει σχετικά: «Ο Ντούτσε και εγώ ανακινήσαμε το ζήτημα του αλυτρωτισμού στο Κόσοβο και την Τσαμουριά. Ο Ντούτσε χαρακτηρίζει αυτό τον αλυτρωτισμό ‘’το φως στο βάθος του τούνελ’’ δηλαδή το ιδανικό κίνητρο που πρέπει να διατηρήσουμε λαμπερό στο μέλλον ώστε να διατηρείται σε υψηλό επίπεδο το αλβανικό εθνικό πνεύμα».
Μάλιστα στο τελεσίγραφο που έδωσε τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου 1940 ο Ιταλός πρέσβης Εμανουέλε Γκράτσι στον Ιωάννη Μεταξά υπάρχουν αναφορές περί τρομοκρατικής πολιτικής έναντι των πληθυσμών της Τσαμουριάς και «προκλητικών ενεργειών» εις βάρος του αλβανικού έθνους».
Η Ιταλία ήδη από τον Ιούνιο του 1939 είχε ιδρύσει στη Ρώμη Υφυπουργείο Αλβανικών υποθέσεων με επικεφαλής τον Τζενόνε Μπενίνι, έμπιστο του Τσιάνο, στο οποίο συμπεριλήφθηκε και ειδικό Γραφείο Αλυτρωτισμού. Τον επόμενο μήνα ο Τσιάνο έδωσε τις κατευθυντήριες γραμμές που έπρεπε να ακολουθηθούν το επόμενο διάστημα: α) ανάπτυξη της προπαγανδιστικής δράσης σε πολιτισμική και θρησκευτική βάση, β) κοινωνική οργάνωση, πάνω στις ίδιες βάσεις και γ) στρατιωτική οργάνωση παράνομων ομάδων και χρησιμοποίηση τους την κατάλληλη στιγμή. Την ίδια εποχή κυκλοφόρησε στα Τίρανα από τις ιταλικές Αρχές χάρτης της «Αληθινής Αλβανίας» που περιλάμβανε τις «υπόδουλες» περιοχές του Κοσόβου και της Τσαμουριάς, ενώ ανάλογες σημαίες υπήρχαν παντού κατά τις επισκέψεις Ιταλών επισήμων στην Αλβανία.
Τον Μάιο του 1940 ο Τσιάνο επισκέφθηκε τη γειτονική χώρα και έμεινε απόλυτα ικανοποιημένος: «Άφιξη στο Δυρράχιο και τα Τίρανα. Θερμή υποδοχή. Οι Αλβανοί επιθυμούν πολύ την επέμβαση, θέλουν το Κόσοβο και την Τσαμουριά. Είναι εύκολο για μας να αυξήσουμε τη δημοτικότητά μας αν γίνουμε εκφραστές του αλβανικού εθνικισμού». Στην Ήπειρο διακινούνταν για υπογραφή μεταξύ των Τσάμηδων δύο υπομνήματα: ένα προς τον διοικητή των ιταλικών δυνάμεων στους Άγιους Σαράντα να τους προστατεύσει από τις ελληνικές Αρχές και το δεύτερο προς τον Τσιάνο με το οποίο ζητούσαν την προσάρτηση του νομού Θεσπρωτίας στην Αλβανία (Αρχείο Υπουργείου Εξωτερικών, 1940, Α/4/9, 11, απ. 12930, Υφυπουργείο Δημόσιας Ασφάλειας, προς Υπουργείο Εξωτερικών, Αθήνα 25-5-1939).
Οι ελληνικές τοπικές Αρχές ενημερώνονταν και για εντατικοποίηση της ιταλικής προπαγάνδας στη νότια Αλβανία αλλά και για τη συγκρότηση ένοπλων ομάδων εθελοντών στα ελληνοαλβανικά σύνορα με ιταλικό εξοπλισμό υπό την καθοδήγηση της αλβανικής φασιστικής πολιτοφυλακής (milicia) που θα επέμβαιναν όταν οι συνθήκες θα ήταν κατάλληλες. Σε αυτές συμμετείχαν και Τσάμηδες που περνούσαν λαθραία τα σύνορα παρασυρμένοι από τις ιταλικές υποσχέσεις. Μία από αυτές ήταν και η ανασύσταση της οργάνωσης «Φιάκα» που είχε συσταθεί στο Μαργαρίτι το 1935 για τη διενέργεια εράνου κα τον συντονισμό των ενεργειών προκειμένου να προσαρτηθεί η Θεσπρωτία στην Αλβανία. Ως αρχηγός της «Φιάκα» το 1935 αναφέρεται ο γεωπόνος Ρουχί Ντελές ο οποίος συνεργαζόταν με τον Αλβανό βουλευτή Μεχμέτ Κονίτσα γνωστό για τις σκληροπυρηνικές, αλυτρωτικές του θέσεις και τον διευθυντή της εφημερίδας «Besa» που εκδιδόταν στα Τίρανα και δημοσίευε συχνά έντονα ανθελληνικά άρθρα. Οι Τσάμηδες ήθελαν να π
ροσαρτηθεί η περιοχή τους στην Αλβανία έστω και υπό ιταλική κατοχή γιατί θεωρούσαν ότι θα βελτιώνονταν οι συνθήκες διαβίωσής τους.
1940: Το «τσάμικο» λίγο πριν την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου
Όταν το καλοκαίρι του 1940 ο Μουσολίνι αποφάσισε οριστικά να επιτεθεί στην Ελλάδα άρχισαν να «κατασκευάζονται» διάφορες προκλήσεις από ιταλικής πλευράς σε βάρος της Ελλάδας. Η δολοφονία του Νταούτ Χότζα, διαβόητου εγκληματία του ποινικού δικαίου που καταγόταν από τη Θεσπρωτία και σκοτώθηκε στα ελληνοαλβανικά σύνορα ενώ είχε βρει καταφύγιο στην Αλβανία έδωσε την ευκαιρία στον τοποτηρητή του ιταλικού στέμματος στην Αλβανία Φραντσέσκο Γιακομόνι να κάνει αναφορά στον «πατριώτη της Τσαμουριάς» ενώ ο ίδιος ο Μουσολίνι στις 11 Αυγούστου έκανε λόγο για την «ηρωική μορφή του Νταούτ Χότζα», του «διακεκριμένου και ενθουσιώδη οπαδού του αλβανικού αλυτρωτικού κινήματος» καθώς και για τα βάσανα και τα μαρτύρια των συμπατριωτών του στην Ελλάδα.
Τις επιθέσεις αυτές ακολούθησε απάντηση της κυβέρνησης Μεταξά που διέψευσε όσα έλεγαν οι Ιταλοί για τον Νταούτ Χότζα και ενημέρωνε ότι δράστες της δολοφονίας του ήταν δύο Αλβανοί που κατέφυγαν έπειτα στην Ελλάδα. Μάλιστα αυτό επιβεβαίωνε και ο επικεφαλής του Γραφείου Τιράνων της ιταλικής Στρατιωτικής Υπηρεσίας Πληροφοριών Συνταγματάρχης Σκατίνι που τόνιζε ότι ο Χότζα ήταν ληστής χειρίστου είδους και ότι οι δολοφόνοι του ήταν δυο Αλβανοί του «ιδίου φυράματος που ήθελα να πάρουν τα χρήματα της επικήρυξής του από την Ελλάδα».
Και ο Ιταλός πρόξενος στα Γιάννενα όμως ενημέρωνε τους ανωτέρους του ότι η διόγκωση του θέματος ήταν αβάσιμη. Στις 12 Αυγούστου ο Μουσολίνι σε σύσκεψη με τους Τσιάνο, Γιακομόνι και τον Στρατηγό Πράσκα τόνιζε ότι αν η Τσαμουριά και η Κέρκυρα παραχωρούνταν από την Ελλάδα χωρίς αντίσταση, θα περιοριζόταν σ’ αυτές. Διαφορετικά θα προχωρούσε σε πόλεμο με τη χώρα μας χωρίς τέλος. Βέβαια κάτι τέτοιο ήταν προσχηματικό καθώς δεν υπήρχε περίπτωση η Ελλάδα να παραδώσει εδάφη της αμαχητί.
Η ιταλική προπαγάνδα φυσικά συνεχιζόταν. Με την επιμέλεια του ιταλικού Υπουργείου Λαϊκής Μορφώσεως (Υπουργείου Προπαγάνδας ουσιαστικά) κυκλοφόρησαν δύο «Τετράδια Πολέμου» αφιερωμένα στην Τσαμουριά και την υπόλοιπη Ήπειρο. Στο εξώφυλλο του πρώτου υπήρχε χάρτης της Ηπείρου με τα «πραγματικά σύνορά της» στον οποίο βέβαια η ελληνική Ήπειρος ήταν τμήμα της Αλβανίας.
Στο Αργυρόκαστρο ο Γιακομόνι φρόντισε να λειτουργήσει ραδιοσταθμός που μετέδιδε ανθελληνικές εκπομπές στα ελληνικά και τα αλβανικά. Βασικός πληροφοριοδότης του Γιακομόνι ήταν ο Νεμπίλ Ντίνο της γνωστής από τη δράση της στην Κατοχή οικογένειας των Τσάμηδων… Ο Ιταλός τοποτηρητής σχεδίαζε επίσης να στείλει αλεξιπτωτιστές στην Τσαμουριά (!) που την κατάλληλη στιγμή, με όπλα και εφόδια που θα ρίχνονταν από αέρος θα οργάνωναν πράξεις τρομοκρατίας και δολιοφθοράς στο ελληνικό έδαφος. Παράλληλα σχεδίαζε να στείλει 200-250 Τσάμηδες που ζούσαν στην Αλβανία στην Ελλάδα, ταυτόχρονα με την ιταλική επίθεση, για αντιπερισπασμό.
Τα λάθη των Ιταλών
Ο Γιακομόνι είχε ταυτιστεί με τους μύχιους πόθους των Αλβανών και στηρίχτηκε σε πληροφορίες πως οι Έλληνες, ιδιαίτερα της Ηπείρου, αντιμετώπιζαν με ηττοπάθεια το ενδεχόμενο ιταλικής επίθεσης και ότι αδιαφορούσαν για την Τσαμουριά την οποία σκόπευαν να εγκαταλείψουν. Αυτά μετέφερε και στην ιταλική ηγεσία. Βέβαια έκανε τεράστιο λάθος. Τα γεγονότα με τον Νταούτ Χότζα και ο τορπιλισμός της «Έλλης» στις 15 Αυγούστου 1940 είχαν προκαλέσει κύμα αγανάκτησης στην ελληνική κοινή γνώμη και είχαν γιγαντώσει τα αντιιταλικά αισθήματα των Ελλήνων.
Προσπάθεια των Ιταλών να διαβρώσουν τον ελληνικό πολιτικό κόσμο απέτυχε ενώ και 3 εκατομμύρια λιρέτες σε πίστωση για την Τσαμουριά δεν έφτασαν στην περιοχή παρά μόνο το 1945. Οι Ιταλοί βέβαια με πρώτο τον Μουσολίνι είχαν στηρίξει τα σχέδια τους σε απρόσκοπτη είσοδο του στρατού τους στην Ελλάδα, άνετη επιβολή τους στην Ήπειρο και γρήγορη κάθοδο προς τον νότο. Αυτά θα λειτουργούσαν ενθαρρυντικά για τους Τσάμηδες που ήδη βρίσκονταν σε αναβρασμό.
Ο Γιακομόνι μάλιστα σχεδίαζε και προβοκάτσιες που θα στήριζαν το casus belli των Ιταλών. Έκρηξη βόμβας στο λιμεναρχείο των Αγίων Σαράντα που δήθεν είχε τοποθετηθεί από Έλληνες και Βρετανούς πράκτορες, επίθεση εναντίον ιταλικού συνοριακού φυλακίου στην Κορυτσά, επίθεση από Ιταλούς πράκτορες σε Τσάμηδες στο ελληνικό έδαφος η οποία υποτίθεται ότι είχε γίνει από Έλληνες κ.ά.
Βέβαια τα σχέδια των Ιταλών ναυάγησαν. Η επίθεσή τους εναντίον της Ελλάδας απέτυχε παταγωδώς. Ωστόσο άνοιξε ένα καινούργιο κεφάλαιο για τη δράση των Τσάμηδων στα εδάφη της Ηπείρου…
Πηγή: ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΜΑΝΤΑ, «ΟΙ ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΟΙ ΤΣΑΜΗΔΕΣ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ», ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΛΕΤΩΝ ΧΕΡΣΟΝΗΣΟΥ ΤΟΥ ΑΙΜΟΥ, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, 2004