Δεν χρειάζεται την παραμικρή σύσταση. Όποιος έχει ασχοληθεί με το ποδόσφαιρο, δεν υπάρχει περίπτωση να μην έχει ακούσει το όνομα «Χουάν Ραμόν Ρότσα». Ακόμα, όμως, κι αν δεν έχεις επαφή με την μπάλα, όλο και κάτι θα έχεις ακούσει για το θρυλικό Αργεντινό.
Όλα ξεκίνησαν πριν 68 χρόνια στο Σάντο Τομέ. Εκεί όπου γεννήθηκε ο άνθρωπος ο οποίος από το 1979 μέχρι το 1989 έγραψε το όνομά του με χρυσά γράμματα στο βιβλίο της ιστορίας του Παναθηναϊκού και του ελληνικού ποδοσφαίρου. Ως παίκτης πανηγύρισε 2 πρωταθλήματα και 5 Κύπελλα (2 νταμπλ). Ως προπονητής κατέκτησε 2 πρωταθλήματα και 1 Κύπελλο (1 νταμπλ), οδηγώντας τον Παναθηναϊκό στους «4» του Champions League το 1996.
Η ιστορία του έχει γραφτεί ουκ ολίγες φορές. Οσα πέτυχε μέσα στο γήπεδο ή συνεχίζει να πετυχαίνει – ως προπονητής του Θεσπρωτού πλέον – τα έχεις διαβάσει, τα έχεις δει ή τα έχεις ακούσει από τον μπαμπά σου ή τον παππού σου.
Μέσω του Gazzetta, ο Χουάν Ραμόν Ρότσα, ανοίγει την καρδιά του και θυμάται το Σάντο Τομέ, εκεί όπου γυρίστηκε η ταινία «Η αποστολή» με τον Ντε Νίρο, το ρεύμα που πήγε σπίτι του όταν ήταν 10 ετών, αυτό που αποκαλούσαν στη γειτονιά του «Δημαρχείο». Το κακάο που μοίραζε η μαμά του στα φτωχά παιδιά της γειτονιάς και τον μπαμπά του που πέθανε άδικα μ’ ένα πούρο στο στόμα.
Η επιλογή στη Νιούελς ανάμεσα από 3.000 παιδιά, η Χούντα που του στέρησε το Μουντιάλ, η Κολομβία, η Μπόκα και ο Παναθηναϊκός. Το τραυματικό πέρασμα από το τριφύλλι το 1975 και το «να πάει να γ….ει ο Παναθηναϊκός» πριν μάθει ότι ανέλαβε την ομάδα η οικογένεια Βαρδινογιάννη. Η άγνωστη ιστορία με τη συμφωνία μεταξύ του τότε ηγέτη των «πρασίνων» και του προέδρου της Μπόκα Τζούνιορς για να του μεταφέρει Mitsubishi από την Ιαπωνία στο Μπουένος Άιρες.
«Στο χωριό μου γυρίστηκε το “Η αποστολή” με τον Ντε Νίρο»
Θέλουμε να ξεδιπλώσουμε το θρύλο «Χουάν Ραμόν Ρότσα». Γεννηθήκατε στην Αργεντινή…
«Ναι, σ’ ένα χωριό, στο Σάντο Τομέ. Το λέω χωριό γιατί έτσι το βλέπω ακόμη το μέρος που γεννήθηκα. Είναι στα σύνορα με τη Βραζιλία.
Η Αργεντινή έχει 23 επαρχίες, η μία απ’ αυτές λέγεται Κοριέντες. Ανάμεσά τους υπάρχουν δύο ποτάμια. Στον Ποταμό Παρανά υπάρχουν οι καταρράκτες Ιγκουασού, που ανήκουν στα θαύματα του κόσμου. Εκεί, γύρισε ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο την ταινία “Η αποστολή”. Το αποκαλώ, λοιπόν, “χωριό” αυτό το μέρος γιατί δεν υπάρχουν πολυκατοικίες. Όλα είναι σπίτια με οικόπεδα. Τα οικόπεδα είναι 25-50. Το 1971 που έφυγα είχε 5.000 κατοίκους το μέρος αυτό και τώρα έχει 70.000 κατοίκους, γιατί χτίστηκαν τέσσερα πανεπιστήμια. Να φανταστείτε ότι εκεί σπούδαζε ιατρική μέχρι και μια Ελληνίδα από την Καλαμάτα».
Είχατε γνωριστεί;
«Όχι, γνώριζα τον πατέρα της που ήταν ναυτικός. Η κόρη του σπούδαζε ιατρική και πήγε εκεί. Αυτός πήρε σύνταξη σαν ναυτικός και επειδή η διαφορά στην αξία της δραχμής με το πέσος ήταν τεράστια, έμενε σαν πασάς στην Αργεντινή. Δεν ήθελε να φύγει μετά».
Πώς θυμάστε τα παιδικά σας χρόνια;
«Τα παιδικά μου χρόνια… Το περίεργο ξέρετε ποιο είναι; Ακούω μουσική από τη χώρα μου και μου έρχονται εικόνες. Στην Ελλάδα ήμουν μόνος μου πριν λίγους μήνες, γιατί η γυναίκα μου ήταν στην Αργεντινή για τη γέννηση του εγγονού μας. Γέννησε η κόρη μου. Ο άντρας της κόρης μου ήταν ποδοσφαιριστής και τώρα είναι βοηθός προπονητή σε ομάδα Β’ Εθνικής στην Αργεντινή. Λέγεται Έμερσον Πανιγούτι (σ.σ. όταν έγινε η συνέντευξη το μωρό ήταν 40 ημερών). Ο γαμπρός μου λοιπόν είπε να πάρουν το μωρό στο γήπεδο και το πήγαν 40 ημερών στο γήπεδο, ντυμένο με τα χρώματα της Ολ Μπόις, όχι της Νιούελς Μπόις. Η Ολ Μπόις είναι ομάδα του Μπουένος Άιρες».
«Ρεύμα στο σπίτι μου ήρθε όταν ήμουν 10 ετών»
Οι εικόνες που σας έρχονται στο μυαλό, λοιπόν, από την παιδική σας ηλικία ποιες είναι;
«Ο πατέρας μου ήταν στην ακτοφυλακή, μετά παραιτήθηκε και ξεκίνησε με άλλους δύο φίλους του να ασχολούνται με το εμπόριο. Είχαν σούπερ μάρκετ, μετά μια αντιπροσωπεία με τη πιο γνωστή μπύρα στην Αργεντινή και μετά καλλιεργούσαν 400 εκτάρια με σόγια. Δεν ξέρω όμως το λόγο για τον οποίο μετακομίσαμε σ’ ένα μέρος έξω από το χωριό.
Εκείνη την εποχή, οι Άγγλοι εκμεταλλεύoνταν τον πλούτο της Αργεντινής και άλλων χωρών στον κόσμο. Αυτοί έφτιαχναν τότε τη σιδηροδρομική σύνδεση του Μπουένος Άιρες με την Παραγουάη κι οι γραμμές του τρένου περνούσαν από το χωριό. Και από εκεί το τρένο πήγαινε μέχρι το λιμάνι.
Πάνω από το χωριό, το μέρος ήταν σαν ζούγκλα και έκοβαν τα ξύλα. Οταν έβρεχε κατέβαινε πολύ νερό. Έτσι, εγώ γεννήθηκα σε εκείνο το σπίτι, στο πάνω μέρος που πήγαμε, που τότε ακόμη δεν είχε περάσει ούτε το ρεύμα. Νοσοκομείο δεν υπήρχε, γεννήθηκα στο σπίτι. Θυμάμαι λάσπες, ποδόσφαιρο, ελεύθερες εκτάσεις χωρίς πολλά σπίτια.
Στα 150 μέτρα από το σπίτι μου ήταν και το πρώτο σχολείο που πήγα. Τώρα, δεν υπάρχει δυστυχώς. Έχει απομείνει μόνο το οικόπεδο. Είχαμε ένα γήπεδο, το οποίο το λέγαμε “Μαρακανά”. Πεδιάδα. Η καλύτερη μηχανή που είχαμε ήταν οι αγελάδες που έτρωγαν το χορταράκι. Κάθε απόγευμα ήμασταν εκεί και παίζαμε μπάλα συνέχεια. Στο χωριό δεν υπήρχε τίποτα άλλο. Μπάλα, ένα σινεμά κάθε Παρασκευή και Σάββατο και κάθε Πέμπτη ερχόταν το τρένο από το Μπουένος Άιρες που έφερνε όσους είχαν έρθει. Βάζαμε τα καλύτερα ρουχαλάκια που είχαμε και πηγαίναμε εκεί για να τους δούμε. Δεν υπήρχε φόβος για τίποτα».
Πόσοι ήταν οι κάτοικοι;
«Στην περιοχή που έμενα ήταν περίπου 500».
Ο ένας γνώριζε τον άλλον δηλαδή.
«Ναι».
Πόσα αδέρφια είχατε;
«Εγώ ήμουν το 6ο παιδί της οικογένειας κι ο μικρότερος. Τέσσερα αγόρια και δύο κορίτσια».
Επαιζαν μπάλα τ’ άλλα αδέρφια;
«Ερασιτεχνικά, εγώ ήμουν τυχερός που έγινα επαγγελματίας».
Τώρα μένουν στην Αργεντινή;
«Ο μεγαλύτερος ζει στο σπιτικό που γεννήθηκα εγώ, η αδερφή μου κι ο άλλος ένας αδερφός. Χάσαμε σε μικρή ηλικία τον έναν αδερφό μας που ήταν δάσκαλος και τη μεγαλύτερη αδερφή μου, τη Μαργαρίτα, που πέθανε στο Μπουένος Άιρες. Ο Νέκο είχε τρέλα να μάθει ισπανικά. Η Αργεντινή είναι μια χώρα μεταναστών. Εχει Ιταλούς και Ισπανούς, αλλά στο μέρος που μέναμε εμείς είχε Ουκρανούς και Πολωνούς από το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Όταν τα καράβια έφταναν στο Μπουένος Άιρες, τους Ουκρανούς τους έστελναν στο μέρος μας. Η Κυβέρνηση της Αργεντινής τότε τους έδινε 50 στρέμματα να καλλιεργήσουν κι ένα δάνειο. Κι έτσι φτιάχτηκε εκείνο το χωριό, όπου το 80% των κατοίκων είναι από την Ουκρανία. Όμως εκείνοι δεν μιλούσαν ισπανικά και αποφάσισε η Κυβέρνηση να φτιάξει σχολεία μέσα στη ζούγκλα. Ο αδερφός μου έμαθε ισπανικά λοιπόν για να διδάσκει στους Ουκρανούς και Πολωνούς».
Στο χωριό σας, πλέον, σας ξέρουν όλοι; Γνωρίζουν ότι ο Ρότσα έχει παίξει στην Μπόκα, στον Παναθηναϊκό, στην Εθνική Αργεντινής…
«Ναι με ξέρουν οι παλιοί. Τώρα έχει 70.000 κόσμο και οι περισσότεροι είναι φοιτητές. Τότε λέγαμε για παράδειγμα: “Ο Βασίλης μένει δίπλα στο σπίτι του Γιώργου”. Ξέραμε ο ένας τον άλλον. Δεν ήξερα για παράδειγμα τις οδούς. Εγώ έμενα στην οδό Χουάν Σαβάλ, το σπίτι δεν είχε νούμερο, ήταν χωματόδρομος. Όταν έκλεισαν το σχολείο που πήγαινα, πήγα σ’ ένα άλλο προς το κέντρο σε απόσταση 1.500 μέτρων να πάω και άλλα 1.500 μέτρα να γυρίσω. Το γυμνάσιο μετά ήταν πιο μακριά, αλλά ήξερα να κόβω δρόμο μέσα από τη ζούγκλα, που είχε ποτάμια».
«Μπάνιο δεν έμαθα πολύ καλό. Το σπίτι μου το έλεγαν “Δημαρχείο”, η μητέρα μου μοίραζε κακάο στα παιδιά»
Η πιο έντονη εικόνα που έχετε από τον Χουάν ως παιδί;
«Στο σπίτι… Διαβάζαμε με κεράκι. Το 1964, όταν ήμουν 10 χρονών, ήρθε το ρεύμα στο σπίτι μου. Είχαμε κεράκι ή καντήλι και μετά ήρθε ένα φαναράκι με αμίαντο που έβγαζε ένα ζεστό και δυνατό φως. Μετά, στο σχολείο, παίζαμε μπάλα με τα παιδιά. Θυμάμαι και το μέρος που έμενε η γιαγιά μου στα 200 μέτρα από το σπίτι μας. Μέναμε πολλές φορές εκεί. Η γιαγιά μου ήταν πολύ αυστηρή, μας έβαζε τιμωρίες. Πετούσαμε πέτρες, κάναμε φασαρίες… Ήμασταν παιδιά. Ψαρεύαμε στο ποτάμι επίσης. Αυτό δεν άρεσε στους γονείς μου, γιατί ήταν πολύ επικίνδυνο. Μιλάμε για ένα ποτάμι με 1.000 μέτρα πλάτος το οποίο τρέχει ορμητικά. Ενα παιδί 8-10 ετών που να πάει;».
Εσείς πηγαίνατε όμως;
«Ναι, κρυφά».
Είχε γίνει κάποιο δυσάρεστο περιστατικό;
«Μ’ εμένα όχι, αλλά σε κάποια παιδιά που τολμούσαν περισσότερο, ναι. Υπήρχαν παιδιά που πνίγηκαν, γιατί έκαναν αγώνα ποιος θα πάει κολυμπώντας στη Βραζιλία και θα γυρίσει. Ήταν τρελοί».
Εσείς το επιχειρήσατε ποτέ αυτό;
«Όχι, εγώ δεν έμαθα ποτέ καλό κολύμπι. Φοβάμαι το νερό».
Η θάλασσα σάς αρέσει;
«Ναι, αλλά να είμαι απ’ έξω. Μου αρέσει και το ψάρεμα, είχα τρέλα γιατί τα ποταμίσια ψάρια είναι πολύ όμορφα. Είναι ένα ψάρι που λέγεται “μπόγα”. Όταν το νερό είναι καθαρό υπάρχει αυτό το ψάρι. Φορούσαμε ένα μεγάλο καπέλο, γιατί δεν άντεχες στον ήλιο αλλιώς. Η θερμοκρασία άγγιζε τους 40-45 βαθμούς. Ηταν ωραία! Κοιτάξτε, η οικογένειά μου άνηκε στη μεσαία τάξη και πάνω. Επέλεξαν όμως να πάνε σε μια τέτοια γειτονιά. Για μένα όμως ήταν πολύ σημαντικό που μεγάλωσα εκεί. Στη γειτονιά αυτή, οι άνθρωποι δεν είχαν δουλειά, πολλά παιδάκια ήταν φτωχά. Το σπίτι μου το έλεγαν το “Δημαρχείο”, γιατί ο πατέρας μου έφερνα σάκους με ρύζια, μακαρόνια, καφέ, κακάο… Ήξερε ότι ο κόσμος δεν είχε να φάει.
Κουδούνια δεν υπήρχαν, έρχονταν απ’ έξω τα παιδιά και χτυπούσαν τα χέρια για να βγουν οι γονείς μου. Ζητούσαν μακαρόνια, τρόφιμα…».
Άρα μάθατε από μικρός την αξία της βοήθειας στο συνάνθρωπό σου.
«Έβλεπα. Και μετά το απόγευμα… Η μητέρα μου έφερνε ένα είδος σοκολάτας και έδινε σ’ όλα τα παιδιά με μία μόνο προϋπόθεση: Επρεπε να είναι όλα καθαρά, να έχουν κάνει μπάνιο. Τους κοιτούσε τ’ αυτιά και να είναι κουρεμένα. Και φυσικά τα έτρεχε στα νοσοκομεία αν είχαν ανάγκη. Λεφτά δεν τους έδινε, γιατί συνήθως σε φτωχογειτονιές που δεν υπήρχαν καθόλου δουλειές, ο πατέρας για να ξεφύγει από την πραγματικότητα γινόταν αλκοολικός. Αυτά τα παιδιά σήμερα είναι 60 ετών και κάθονται στο σπίτι μας και συζητούν με τον αδερφό μου».
«Ο μπαμπάς μου πέθανε 58 ετών μ’ ένα πούρο στο στόμα»
Ο μπαμπάς σας;
«Ο μπαμπάς μου έφυγε άδικα σε ηλικία 58 ετών. Τον σκότωσε το φάρμακο που είχαν για τη σόγια. Όπως σας είπα, ο πατέρας μου καλλιεργούσε και σόγια, είχε 400 εκτάρια. Η σόγια στην ουσία είναι φασόλι. Η Αργεντινή είναι από τις πρώτες χώρες σε παραγωγή σόγιας. Επειδή λοιπόν η έκταση ήταν πολύ μεγάλη, δεν μπορούσαν να ραντίσουν με τα χέρια και νοίκιαζαν αεροπλανάκι για τη δουλειά αυτή. Σε 1.000 λίτρα νερού αντιστοιχούσε ένα λίτρο από το φάρμακο αυτό. Αυτό το φάρμακο ο πατέρας μου το είχε στην αποθήκη. Στην αποθήκη είχε διάφορα λαχανικά. Ο πατέρας μου πάντα είχε ένα πούρο στο στόμα. Όπως έπιασε λοιπόν αυτό το φάρμακο, δεν θα καθάρισε καλά τα χέρια του, έπιασε το πούρο και έτσι το έβαλε στον οργανισμό του. Ήταν 23 Φεβρουαρίου του 1981, στο μεγάλο σεισμό της Αθήνας. Επαθε κρίση την Τρίτη και την Πέμπτη πέθανε από δηλητηρίαση. Αυτό το φάρμακο είναι τόσο δυνατό που δεν φεύγει από το σώμα. Εγώ τότε ήμουν στην Αθήνα και έφυγα, αλλά δεν τον πρόλαβα. Πήγα και σε μία εβδομάδα επέστρεψα. Φανταστείτε ότι γύρισα Σάββατο από την Αργεντινή και έπαιξα σ’ ένα φιλικό στη Ριζούπολη με τον ΠΑΟΚ, γιατί το γήπεδο της Αλεξάνδρας είχε ρωγμές και δεν έδιναν άδεια. Θυμάμαι ότι εκείνο το ματς τελείωσε 0-0. Ο Σόλομον του ΠΑΟΚ σ’ αυτό το ματς έσπασε το πόδι του Τερζανίδη, γιατί πήγε αργά στην μπάλα και τον κλώτσησε από πίσω».
Η μαμά σας;
«Εζησε μέχρι το 2014, πέθανε 90 ετών. Εζησε πολλά κι αυτή, γιατί έχασε το παιδί της μικρό και τον άντρα της μικρό. Ήταν πολύ δυνατή. Σε δύσκολες εποχές έχω φωτογραφίες τη μητέρα μου να κάνει διαδηλώσεις κατά της Χούντας. Δεν φοβόταν. Παρότι πήγε μέχρι Β’ Δημοτικού ήταν πολύ δραστήρια. Τρία χρόνια πριν πεθάνει ήταν σε κώμα, αλλά κάποια κοριτσάκια που τα μεγάλωσε εκείνη την πρόσεχαν».
Πώς σας συμπεριφέρονταν οι γονείς σας;
«Ο πατέρας μου μας έλεγε πάντα ότι δεν θα ανακατευτούμε με τη δουλειά του. Μας είχε πει: “Εσείς θα σπουδάσετε και εγώ θα δουλεύω”. Υπήρχαν κανόνες που δεν μπορούσες να παραβείς. Αν τηλεφωνούσαν στους γονείς μου από το σχολείο, πριν πάει στο σχολείο μας έδινε δύο χαστούκια. Ήξερε ότι ο δάσκαλος δεν έφταιγε ποτέ. Εγώ ήμουν πολύ ήρεμος όμως».
Μόνο από τη γιαγιά τρώγατε τιμωρίες όταν πετούσατε πέτρες. (γέλια)
«Η γιαγιά μου ήταν έτσι. Ήταν Γερμανίδα κι ο πατέρας μου είχε γερμανική καταγωγή. Ξανθός με γαλάζια μάτια. Η μητέρα μου από την Πορτογαλία, μελαχρινή. Ο πατέρας μου δεν με είδε ποτέ να παίζω μπάλα, δεν ήθελε να παίζω. Μου είπαν ότι πήγε στο γήπεδο να δει τα αδέρφια του και επειδή άκουσε να λένε κάτι για τον διαιτητή που ήταν φίλος του παρεξηγήθηκε και μάλωσε. Είχε έρθει σε μένα μία φορά στην Νιούελς Ολντ Μπόις στο παιδικό, το 1971. Ήξερε ότι τρώγαμε στην ομάδα από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή. Σαββατοκύριακο όχι. Μία μέρα εμφανίστηκε και μου έφερε πράγματα για να μπορώ να μαγειρεύω. Υγραέριο και κατσαρόλα. “Για να μπορείς να μαγειρεύεις”, μου είπε. Του είπα να έρθει να με δει την άλλη μέρα, αλλά έφυγε. Και ξέρετε για πόση απόσταση μιλάμε; Ήταν 900 χιλιόμετρα χωματόδρομος. Ώρες…».
«Ενα θείο χέρι με καθοδηγεί»
Φύγατε από το σπίτι σας μικρός.
«Ναι, ήμουν 16 ετών».
Πώς έγινε και πήγατε στην Νιούελς;
«Εγώ πάντα λέω ότι στη ζωή μου είναι σαν να με καθοδηγεί το χέρι του Θεού. Ο καθένας μπορεί να πιστεύει ό,τι θέλει, αλλά εγώ πιστεύω σ’ αυτό. Ήμουν 15 ετών και έπαιζα σε μία από τις 5-6 ομάδες του χωριού μου. Το 1970 ξεκινά το Εθνικό Πρωτάθλημα Ενώσεων. Δεν έπαιζαν παιδιά αλλά άντρες. Για να παίξεις σ’ αυτό όμως, σύμφωνα με τις οδηγίες της Ομοσπονδίας, το γήπεδο έπρεπε να έχει καθίσματα για 5.000 κόσμο, χορτάρι και φωτισμό. Εμείς δεν είχαμε τίποτα απ’ αυτά. Ξεκίνησαν να τα φτιάχνουν αλλά δεν προλάβαιναν. Ετσι, επειδή ήταν μια πολύ καλή φουρνιά παιδιών, είπαν να παίξουμε και τα δύο ματς στην έδρα του αντιπάλου. Πήγαμε με το τρένο στην πόλη Μόντε Κασέρος, που είναι 300 χιλιόμετρα νότια και μείναμε σ’ ένα στρατόπεδο. Παίξαμε μια βροχερή Κυριακή. Όταν ξεκίνησε το ματς ήταν μόνο δύο άνθρωποι με ομπρέλα στην εξέδρα. Γελούσα και αναρωτήθηκα: “Καλά πώς ήρθαν στο γήπεδο μια τέτοια μέρα”. Τελειώνει το ματς, νικήσαμε 2-1 και έξω από τα αποδυτήρια ήταν ένας από τους δύο άντρες που ήταν στην εξέδρα. Ρωτάει ποιος είναι το νούμερο πέντε. Με ρώτησε το όνομά μου και την ηλικία μου και δεν πίστευε ότι είμαι 15 ετών. “Δεν μπορεί να είσαι μόνο 15, δεν γίνεται”. Του λέω το νούμερο 2 είναι καθηγητής στο σχολείο μου και δεξιός μπακ είναι ο αδερφός μου. Πήγε και ρώτησε και είδε ότι του έλεγα αλήθεια. Όπως είμαι τώρα ήμουν και 15 ετών. Πήρα απότομα ύψος και σταμάτησε εκεί η ανάπτυξή μου. Μετά ρώτησε πότε παίζουμε πάλι και ήρθε να με δει ξανά. Ήξερα ότι θα έρθει και έπαιξα καταπληκτικά εκείνη τη μέρα, έβαλα και μια γκολάρα. Επαιζα χαφ. Με ρώτησε μετά απ’ αυτό το ματς αν θα μου άρεσε να δοκιμαστώ στη Νιούελς Ολντ Μπόις. Του είπα: “Ναι, πολύ, αλλά πρέπει να δώσουν το ΟΚ οι γονείς μας”. Αυτός ήταν λοχίας στο στρατό και επειδή είχε τρέλα με την Νιούελς Ολντ Μπόις, εθελοντικά έβλεπε ταλέντα».
Θυμάστε το όνομά του;
«Κάρλος Γκαούνα. Αυτός λοιπόν ήρθε στο χωριό και πήγε στο σπίτι μου. Η μητέρα μου έλεγε “όχι”. Φοβόταν να πάω στην πόλη. Και τι έκανε αυτός, λοιπόν, για να πείσει τους γονείς μου; Πήγε στον στρατηγό που ήταν φίλος του πατέρα μου στο στρατόπεδο του χωριού μου. Του εξήγησε τι γινόταν και όταν ήρθε αυτός στο σπίτι μαζεύτηκε όλη η γειτονιά έξω από το σπίτι. Τέτοιο πράγμα… λες και περίμεναν να βγει ο Πάπας! “Αν δεν αφήσετε το παιδί να πάει στη Νιούελς Ολντ Μπόις τελειώνει η φιλία μας”, είπε και εκεί μαλάκωσε η μητέρα μου αλλά ζήτησε να τελειώσω το σχολείο. “Βέβαια, αν μείνει θα τελειώσει το σχολείο”, τη διαβεβαίωσε και έτσι έγινε. Και κοιτάξτε πως είναι η ζωή… Εγώ που πήγαινα στο τρένο για να βλέπω αυτούς που έρχονταν από το Μπουένος Άιρες, ξαφνικά ήρθε η στιγμή μου για να φύγω εγώ. Δεν είχα καταλάβει ότι έφευγα. Έιχα μια μικρή τσαντούλα… Επρεπε να κάνω 300 χιλιόμετρα. Εφευγα 00.00 τα μεσάνυχτα και έφτανα στις 4 το πρωί, έπρεπε να με περιμένει κάποιος. Δεν υπήρχαν κινητά για να επικοινωνήσεις με κάποιον. Εκείνη τη στιγμή που με χαιρετούσαν και μου έλεγαν: “Να είσαι καλό παιδί, να προσέχεις”, τους απάντησα: “Φεύγω για να δοκιμαστώ, αν δεν πετύχω δεν θα επιστρέψω αποτυχημένος. Θα τελειώσω το σχολείο και θα πάω στο Πανεπιστήμιο”. Εγώ είχα περάσει χημικός. Τελείωσα το βραδινό σχολείο, είχα δώσει το λόγο στη μητέρα μου και δεν μπορούσα να κάνω πίσω. Μετά, όταν μεγάλωσα, κατάλαβα ότι θα μπορούσα να κάνω και τα δύο. Το 1971 έφυγα από το σπίτι μου και το 1973 έκανα ντεμπούτο στην εθνική Αργεντινής».
«Από τα 3.000 παιδιά, στη Νιούελς, πήραν μόλις 20»
Και στη Νιούελς;
«Όταν πήγα στην Ολντ Μπόις έπαθα σοκ. Ηταν εκεί για να δοκιμαστούν 3.000 παιδιά. Μέσα σε 5 λεπτά έβλεπαν ποιος τους κάνει και ποιος όχι, μέσα σε γηπεδάκια 8Χ8».
Από τα 3.000 παιδιά πόσα πήραν τελικά;
«Νομίζω 20. Και έτσι έμεινα στην Νιούελς Ολντ Μπόις ως δανεικός από την ομάδα του χωριού μου.
Να σας πω και μια ωραία ιστορία. Από τα χρήματα που πήρε ο σύλλογος στο χωριό μου, αγόρασαν ένα ωραίο μέρος εκεί. Ήταν τρέλα. Εγώ πήγα εκεί για έναν χρόνο και έπαιρνα χρήματα για να ταξιδεύω – 4.000 πέσος το μήνα. Όταν τελείωσε ο χρόνος του δανεισμού, η Νιούελς πλήρωσε 1.500.000 πέσος. Απίστευτο το ποσό για έναν άγνωστο.
Βάσει του καταστατικού της Αργεντινής 300.000 πέσος έπρεπε να μου τα δώσει η ομάδα κι ο πατέρας μου τα δώρισε στην ομάδα χωρίς να με ρωτήσει. Του είπαν ότι μ’ αυτά τά 1.500.000 πέσος θα έφτιαχναν το προπονητικό. Και είπε: “Πάρτε τα”».
«Δεν πέρασα εφηβεία, δεν φοβήθηκα τίποτα»
Οι πρώτες εμπειρίες από τη Νιούελς; Εκεί γίνατε ποδοσφαιρικά «άντρας».
«Κατ’ αρχάς εγώ δεν πέρασα από εφηβεία. Από το παιδικό πήγα κατευθείαν στο αντρικό. Εγινα άντρας από τη στιγμή που πήρα το τρένο και έφυγα από το σπίτι μου. Είπα “τώρα δεν εξαρτώμαι από κανέναν, πρέπει να πάρω τη ζωή στα χέρια μου. Δεν γυρίζω πίσω αποτυχημένος”».
Ήσασταν παιδάκι. Τι σας δυσκόλεψε στις πρώτες μέρες στη Νιούελς; Τι φοβηθήκατε;
«Τίποτα. Δεν είχα φόβο για κάτι. Μέναμε σε μια πανσιόν στην αρχή. Σ’ αυτά τα παλιά, ψηλοτάβανα σπίτια. Σε κάθε δωμάτιο μέναμε τρία παιδιά και μετά ξεκινήσαμε να παίζουμε στα παιδικά. Στην Αργεντινή υπάρχουν 9 κατηγορίες, εγώ ξεκίνησα από την 4η. Πίστευα ότι δεν θα παίξω ποτέ στην πρώτη ομάδα, τους έβλεπα σαν γίγαντες. Είχα έναν άνθρωπο κοντά μου που νομίζω ότι ήταν ο “άγγελος” μου. Ο Κατσίτο Ντε Λα Πένα. Αυτός ήταν ο μασέρ της ομάδας, δούλευε στην τράπεζα και κάθε μεσημέρι, την ώρα του φαγητού ερχόταν απέναντι στο γήπεδο για να δει αν χρειάζεται κάποιος μασάζ. Μια μέρα, Αύγουστος του 1971, μου λέει “τι έχεις”; Του είπα: “Πιστεύω ότι δεν θα παίξω ποτέ σ’ αυτήν την ομάδα”. Βγάζει ένα χαρτί και μου λέει: “Ορίστε, εγώ στο υπογράφω ότι του χρόνου θα παίξεις”. Σε όποια φωτογραφία έχω αυτός είναι δίπλα μου ή από πάνω μου. Ήταν ο άγγελός μου. Ήμουν πολύ τυχερός που έπαιξα στην καινούργια εποχή της Νιούελς. Το σκεπτικό ήταν τότε να δώσει ευκαιρίες στα παιδιά της Ακαδημίας».
Η γκολάρα που έστειλε τη Νιούελς στο Final Four και το πρωτοσέλιδο στο El Grafico
Ο προπονητής που σας εμπιστεύτηκε στην πρώτη ομάδα ποιος ήταν;
«Ήταν ο Χόρχε Φερνάντο Γκρίφα, ήταν υπεύθυνος στην Ακαδημία και τότε υπηρεσιακός προπονητής. Επαιξε για 10 χρόνια στην Ατλέτικο Μαδρίτης και ακόμη είναι στην Νιούελς. Γύρισε στο Μεξικό, στην Ιντεπεντιέντε και γύρισε στην Νιούελς. Αυτός οργάνωσε τις Ακαδημίες και όταν ανέλαβε για τρεις μήνες την ομάδα, ανέβασε παιδιά από την Ακαδημία. Ετσι, τον Αύγουστο του 1972 έκανα το ντεμπούτο μου και το 1974 κατακτήσαμε το πρωτάθλημα με 8 παιδιά που ήταν από την Ακαδημία της Νιούελς. Πρωτάθλημα, Κόπα Λιμπερταδόρες, Εθνική Αργεντινής… Απίστευτα πράγματα».
Απ’ όλο αυτό το όνειρο που ζούσατε τότε, υπάρχει μια ιστορία… πίσω από τις κουρτίνες που μπορείτε να μας πείτε;
«Ημουν στην Εθνική Αργεντινής στη Νέων και τότε βρισκόμασταν στην Χιλή για ένα εθνικό πρωτάθλημα. Ερχομαι από τη Χιλή και μένουν τρία ματς για να τελειώσει η σεζόν, στην οποία είχα ήδη χάσει αρκετά ματς λόγω της παρουσίας μου στην Εθνική. Είμαι, λοιπόν, στον πάγκο και έπρεπε να νικήσουμε στην Σαν Λορέντζο. Το ματς είναι 1-1 και στο 80′ λέει ο προπονητής: “Ετοιμάσου γρήγορα θα μπεις”. Εγώ ήμουν έτοιμος. Επαιζα έξω αριστερά. Ο προπονητής τότε έπαιζε μ’ ένα σύστημα – πείραμα για την εποχή που το έλεγαν “ανεμιστήρα”. Ο εξτρέμ από αριστερά έμπαινε προς τα μέσα. Μπήκα, λοιπόν, έβαλα γκολ κι η El Grafico, που πουλούσε 20.000.000 τεύχη την εβδομάδα έγραψε “ο Ρότσα πέτυχε το αγωνιώδες γκολ που έστειλε την Νιούελς στα play offs”. Ήταν το μοναδικό ματς που η Νιούελς έπαιξε με μια σιέλ φανέλα. Στο 87′ γίνεται η σέντρα και εγώ είμαι στη μεγάλη περιοχή, στη γωνία. Κάνω το σουτ με τη μπάλα να χτυπάει στο δοκάρι και να μπαίνει μέσα. Προκριθήκαμε στην 4άδα με Μπόκα, Ροσάριο Σεντράλ και Ουρακάν. Εκεί νικήσαμε Ουρακάν και Μπόκα και φέραμε ισοπαλία με την Ροσάριο Σεντράλ εκτός έδρας ύστερα από κλήρωση. Χάναμε 2-0 και ισοφαρίσαμε σε 2-2. Μου έμεινε το γκολ μου που νικήσαμε και στείλαμε την ομάδα στα play offs. Και για να δείτε πώς είναι οι μεγάλες ομάδες. Όταν έπαιζα στη Μπόκα, πριν έρθω στον Παναθηναϊκό ήμουν για δύο συνεχόμενες εβδομάδες ολόκληρο εξώφυλλο στην El Grafico. Σ’ ένα εξώφυλλο με μαρκάρει ένας παίκτης της Ρίβερ Πλέιτ και στο άλλο έχω βάλει δύο γκολ και πανηγυρίζω με ανοιχτά τα χέρια».
Η εντολή της Χούντας για να μην πάει στο Μουντιάλ και το «αυτός έχει τελειώσει» από τη Νιούελς που τον έστειλε στην Κολομβία
Η μεταγραφή στην Μπόκα πώς προέκυψε; Δυσκολευτήκατε;
«Όχι, ήταν τυχαία. Όμως, ήταν γραμμένο… Ήμουν στην Εθνική Αργεντινής πριν το Μουντιάλ. Παίξαμε το 1977 οκτώ παιχνίδια στο γήπεδο της Μπόκα Τζούνιορς. Εγω έπαιξα στα τρία: Με Ανατολική Γερμανία, Σκωτία και Αγγλία. Ήμουν σε τοπ φόρμα. Όλοι έλεγαν ότι έπρεπε όχι απλά να είμαι στην αποστολή αλλά να είμαι και βασικός. Όμως, λόγω πολιτικών “πιστεύω” με έκοψαν. Αφού με έκοψαν αντιμετώπισα πρόβλημα στους κοιλιακούς. Τον Ιούνιο ήρθε μια ομάδα από την Κολομβία και με ζήτησε μεταγραφή. Από τη Νιούελς είπαν: “Αυτός είναι άχρηστος, δεν μπορεί να παίξει πια ποδόσφαιρο”. Ετσι έφυγα. Η γυναίκα μου ήταν έγκυος στην κόρη μου που μας έκανε παππούδες τώρα. Ετσι πηγαίνουμε στην Κολομβία. Εκεί, στην Κολομβία, πήγαιναν όλοι οι τελειωμένοι ποδοσφαιριστές. Ήμουν 23 ετών, όταν πήγα το 1978. Την ημέρα που έπαιζε Αργεντινή-Πολωνία στο Ροσάριο εγώ ταξίδευα για την Κολομβία».
Προπονητής στην εθνική Αργεντινής ο Μενότι;
«Ο Μενότι, ναι».
Σας μίλησε για το λόγο που σας απέκλεισε από την αποστολή;
«Όχι, ποτέ. Όμως ξέρουμε ότι έκοψαν δύο παίκτες επειδή ήταν αριστεροί. Η Χούντα τότε έδωσε εντολή όμως. Τέλος πάντων, πάω στην Κολομβία και εκεί τα πήγα πολύ καλά. Είχα κάνει συμβόλαιο 1,5 χρόνο και το Δεκέμβριο, που εκεί είναι καλοκαίρι, πήγα στο χωριό μου με άδεια. Ήρθε ο πατέρας μου και μου είπε ότι πήραν τηλέφωνο από το Μπουένος Άιρες. Άφησαν το νούμερο για να πάρεις. Τότε πηγαίναμε στα κεντρικά του “ΟΤΕ”, ας πούμε, για να τηλεφωνήσουμε. Φορούσαμε ακουστικά και μιλούσαμε. Ε, παίρνω τηλέφωνο και μου λένε: “Θες να έρθεις στη Μπόκα Τζούνιορς”; Απάντησα: “Τώρα έρχομαι, τρέχω”».
«Με πήρε στην Μπόκα ο Πολέτι, ο παλιός τερματοφύλακας του Ολυμπιακού»
Ποιος ήταν;
«Αυτός που με πήρε στη Μπόκα ήταν ένας παλιός τερματοφύλακας του Ολυμπιακού, ο Αλμπέρτο Πολέτι. Αυτός μεσολάβησε. Αυτός με πήγε στην Κολομβία και αυτός με πήγε και στη Μπόκα. Φανταστείτε ότι στην Κολομβία που έμεινα για έξι μήνες, δεν γύρισa πίσω να μαζέψω ούτε τα πράγματά μου.
Η Μπόκα Τζούνιορς μού άλλαξε τη ζωή ποδοσφαιρικά. Ο Πολέτι είχε έναν φίλο δημοσιογράφο που είχε καλές σχέσεις με τον προπονητής της Μπόκα, τον Χουάν Κάρλος Λορένσο, ο οποίος ήταν ο πιο σκληρός προπονητής της Αργεντινής. Πρωταθλητής με την Μπόκα, είχε κάτσει στον πάγκο των Μαγιόρκα, Λάτσιο, Ρόμα, Ρίβερ Πλέιτ, Εθνικής Αργεντινής. Δεν υπήρχε! Εξι χρόνια μαζί του η Μπόκα κέρδισε τα πάντα. Πήγα στο σπίτι του, φορούσε την τραγιάσκα του και μου είπε: “Είσαι καλός ποδοσφαιριστής, αλλά πώς τολμάς να έρχεσαι εδώ; Ποιον θα βγάλω από την ομάδα για να βάλω εσένα; Εάν θέλεις, του χρόνου θα παίξεις”. Του λέω: “Θα μείνω και θα παίξω φέτος”. Με είπε “τρελό”. Πήγε και μίλησε με το πρόεδρο Αλμπέρτο Χοσέ Αρμάντο, ο οποίο ήταν έμπορος. Στην Κολομβία έπαιρνα 100.000 δολάρια, ο πρόεδρος είπε: “Του δίνουμε 25.000 δολάρια”. Μου είπαν να το σκεφτώ καλά. Αγόρασαν τη μεταγραφή μου 75.000 δολάρια. Τον Ιανουάριο του 1975 ξεκινάει η προετοιμασία. Μέχρι τον Ιούνιο δεν είχα παίξει πουθενά. Με έβαζαν σε ένα ματς, πήγαινα… ψιλοκαλά, έξω ξανά στην Β΄ ομάδα. Μέχρι που έρχεται το Κόπα Λιμπερταδόρες. Είχα καταλάβει τι θέλει, έπαιζα αμυντικός χαφ στη Μπόκα. Μιλάμε δεν περνούσε κανείς! Όποιος περνούσε έπρεπε να φτύσει αίμα. Κι αυτό του άρεσε! Και το 1979 πριν έρθω στον Παναθηναϊκό, ήμουν αρχηγός της Μπόκα. Και όταν έφυγα για τον Παναθηναϊκό, αυτός ο σκληρός τύπος έκλαιγε στην αγκαλιά μου. “Σου εύχομαι ό,τι καλύτερο”, μου είπε. Με πλήρωσε η Μπόκα τα χρήματα που μου χρωστούσε έξι μήνες. Η ομάδα είχε αρχίσει να έχει οικονομικά προβλήματα. Και στο τελευταίο ματς με τη Σαν Λορέντσο έρχεται ο προπονητής και μου λέει: “Υπάρχουν δύο άνθρωποι από ευρωπαϊκή ομάδα και θέλουν να σου μιλήσουν”. Λέω ποια ομάδα; “Ο Παναθηναϊκός”, μου λένε. Απάντησα “να πάνε να γ…ν”. Σας θυμίζω ότι στον Παναθηναϊκό πρώτη φορά είχα πάει το 1975 για έξι μήνες και δεν μου πλήρωσαν ούτε το εισιτήριο για να γυρίσω πίσω.
Ο Ντε Φαρία, που ήταν και στον ΠΑΣ Γιάννινα μού είπε: “Άλλαξαν τα πράγματα, ανέλαβε μια πλούσια οικογένεια…”. Οταν μίλησα με τη Μπόκα Τζούνιορς είπαν “δεν συζητάμε καν για την πώλησή σου”. Ο Βαρδής Βαρδινογιάννης έστειλε το “δεξί του χέρι”. Αυτόν τον έστελνε για να κλείσει συμφωνίες, δεν πήγαινε όπου κι όπου.
Ο Γιώργος Μπέης ήταν. Αυτός λοιπόν άκουσε τον πρόεδρο της Μπόκα να λέει ότι δεν με πουλάνε. Όμως ο πρόεδρος της Μπόκα που ασχολούνταν με το εμπόριο είχε μάθει ότι θα άνοιγαν οι αγορές στο χώρο του αυτοκινήτου από την Ιαπωνία. Ετσι, έβαλε να μάθει ποιος είναι αυτός από την Ελλάδα που θέλει να με πάρει. Ο Μπέης έμενε στο “Sheraton”. Τότε άνθρωπος του προέδρου της Μπόκα πήγε στο ξενοδοχείο, έδωσε χαρτζιλίκι στον υπάλληλο στη ρεσεψιόν κι έμαθε ότι αυτός που με ήθελε είχε τη Motor Oil και ότι πληρώνει μέσω Αμερικής σε δολάρια. Ετσι, έστειλε μια λιμουζίνα και είπαν: “Ελάτε να συζητήσουμε”. Ο πρόεδρος της Μπόκα ρώτησε: “Καράβια έχετε”; Κι απαντάει ο Μπέης: “Ναι, 64 καράβια, τα 40 είναι εμπορικά και τα 24 τάνκερ”. Και η συμφωνία που έκαναν ήταν να μεταφέρουν τα Mitsubishi από την Ιαπωνία στο Μπουένος Άιρες. Ο πρόεδρος της Μπόκα Τζούνιορς, εκτός από τα 2.500.000 δολάρια που πήρε από τη μεταγραφή μου, εξασφάλισε κι αυτήν την συμφωνία για τη μεταφορά των αυτοκινήτων.
Δεν το πίστευε! Μου είπε: “Κάθε δέκα χρόνια να μου έρχεται ένας σαν εσένα”. Γιατί δεν έπαιξα, δεν έπαιρνα πολλά λεφτά και έφυγα αφήνοντας τόσα χρήματα. Ήρθε και με είδε μετά στην Ελλάδα. Εμεινε στον Αστέρα Βουλιαγμένης. Βέβαια, τον έφερε η οικογένεια Βαρδινογιάννη, αλλά είδε κι εμένα. Ήταν φοβερό. Γι’ αυτό λέω ότι άλλαξε η ζωή μου».
«Το 1975 στον Παναθηναϊκό, ήταν μαρτύριο. Πήγαμε στη Σλοβενία οδικώς»
Το 1975 ποιος σας είχε δει όμως;
«Ο Ντε Φαρία είχε πάει να δει έναν άλλον παίκτη, αλλά προέκυψα εγώ και είπε: “Αυτός είναι”».
Πείτε μας για την πρώτη εμπειρία στην Ελλάδα το 1975.
«Ε, ήταν όλα χάλια τότε. Μαρτύριο. Ο Παναθηναϊκός τότε δεν είχε τίποτα».
Ποιος ήταν πρόεδρος τότε;
«Ο Μαντζαβελάκης και ο πατέρας του Μαλακατέ που είναι τώρα πρόεδρος του Ερασιτέχνη, ήταν καλός τύπος. Τα μέλη ήταν 12 τότε και τελικά δεν έγινε η μεταγραφή».
Τι θυμάστε όμως πιο χαρακτηριστικά από εκείνη την κακή περίοδο;
«Ήταν κακή… καλή! Για ποιον λόγο μετά να ήθελα εγώ να έρθω; Εγώ ήθελα να μείνω όταν είχα έρθει. Θυμάμαι το 1975 ότι είχαμε πάει για προετοιμασία σε ένα μέρος στην Σλοβενία που λέγεται Βελένια, είναι στα σύνορα με την Αυστρία και δεν είχαν λεφτά για το αεροπλάνο και πήγαμε με αυτοκίνητα. Περάσαμε μέσα από τη Γιουγκοσλαβία οδικώς. Ετυχε να έρθει μετά η οικογένεια αυτή και να τα αλλάξει όλα».
Όταν φύγατε την πρώτη φορά από την Ελλάδα, είπατε «θα ξαναγυρίσω»;
«Όχι, ούτε που το σκεφτόμουν πια. Μα είχαν περάσει και τέσσερα χρόνια από τότε… Κι όμως ήρθε μια μέρα που… επέστρεψα και είμαι εδώ 42 χρόνια! Ξέρετε, στο μαγαζί που πήγαμε εδώ στην Κατερίνη να φάμε, πάνε όλες οι ομάδες και τρώνε εκεί. Ήρθε και μου είπε ο μαγαζάτορας έχουν έρθει 15-20 άτομα να σε χαιρετήσουν. Και εκεί είπα: “Κοίτα έχω αφήσει κάτι”. Παιδιά με τη φανέλα του Ολυμπιακού».
Σας εκτιμούν όλοι.
«Εγώ μιλάω σήμερα όπως όταν ήμουν παιδάκι στη γειτονιά μου δεν έχει αλλάξει κάτι στη συμπεριφορά μου».
Ο Χουάν Ραμόν Ρότσα, ένας ταπεινός άνθρωπος, που παρά τις τόσες επιτυχίες σε αντιμετωπίζει πάντα με χαμόγελο. Καταλαβαίνεις πως η ζωή του δεν είναι η μπάλα απλά ως σπορ. Είναι οι προεκτάσεις κι η επίδραση που έχει στη ζωή πολλών ανθρώπων.
Ο Ρότσα είναι αυτός που γεννήθηκε για να είναι μέσα στο ποδόσφαιρο. Είτε ως παίκτης, είτε ως προπονητής, είτε ως ένας απλός φίλαθλος, είναι αυτός που θέλεις να τον ακούσεις να σου μιλάει για το άθλημα. Για τις εμπειρίες του.
Για τη ζωή την ίδια.
Φωτογραφίες: Βασίλης Τσίγκας / art direction: Χρήστος Ζωίδης