Γράφει ο π. Ηλίας Μάκος
Η ιστορία διδάσκει σε πολλές περιπτώσεις ότι μεταξύ κρατών δεν υπάρχουν φιλίες, αλλά συμφέροντα και κάποιες προσωρινές, επί το πλείστον, συμμαχίες, για την εξυπηρέτησή αυτών των συμφερόντων.
Η Ελλάδα στην μακραίωνη πορεία της βίωσε πολλές φορές την εγκατάλειψη, αλλά ενίοτε και την εχθρική στάση, από θεωρούμενους συμμάχους και ό,τι κατάφερε από μόνη της το κατάφερε.
Τι και αν ιδρύθηκαν στο έδαφός της Ρωσόφιλο ή Γαλλόφιλο ή Αγγλόφιλο κόμμα, με την προσμονή της υπεράσπισης της Πατρίδας, ο σκοπός των μεγάλων δυνάμεων ήταν η παράδοσή της στα χέρια τους.
Και αν καλοεξετάσει κανείς τις σημερινές συγκυρίες, θα δει, είτε καθαρά, είτε θολά, ανάλογα με το οπτικό του πεδίο, πως ο τωρινός ιστορικός κύκλος εμφανίζει πολλά κοινά σημεία με το παρελθόν.
Ζούμε σε μια εποχή μεγάλων γεγονότων, όπου στον παγκόσμιο ορίζοντα γίνονται μικροί και κακοί χειρισμοί με στενούς υπολογισμούς.
Ξαναήρθε το τελευταίο διάστημα στο προσκήνιο, με αφορμή τον πόλεμο στην Ουκρανία, το θέμα των σχέσεων Ελλάδας και Ρωσίας, που πάντοτε σχεδόν ακροβατούν πάνω σ’ ένα τεντωμένο σχοινί.
Μια σύντομη αναδρομή από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας ως τις ημέρες μας, φωτίζει αυτούς τους ακροβατισμούς.
Παρότι το Ρωσικό Γένος θεωρούνταν αδελφικό για την Ελλάδα, με κύριο συνδετικό κρίκο την Ορθοδοξία, που είναι ταυτόχρονα και θρησκευτική και πολιτισμική γέφυρα, και οι Έλληνες είχαν επενδύσει πολλά στη Ρωσική βοήθεια για την απελευθέρωσή τους από τον Τουρκικό ζυγό το 1821, αυτή επί της ουσίας δεν ήρθε ποτέ στο βαθμό, που την επιθυμούσαν και την ανέμεναν. Παρά τις αμφιταλαντεύσεις, η τσαρική Ρωσία δεν ήθελε επουδενί πόλεμο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία και στους σχεδιασμούς της δεν περιλαμβανόταν ανεξάρτητη Ελλάδα, έξω από τη ζώνη επιρροής της.
Ωστόσο μεγάλο και καθοριστικό ρόλο στο όραμα των σκλαβωμένων για την αποτίναξη του ζυγού της δουλείας διαδραμάτισαν Έλληνες αξιωματούχοι στη Ρωσική αυτοκρατορία (Καποδίστριας, Υψηλάντηδες κ.α.), οι οποίοι έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους για να απαλλάξουν το Έθνος από τη σκληρή τυραννία και να του κληροδοτήσουν την ποθητή ελευθερία.
Και διάφορες αμφιλεγόμενες παρεμβάσεις του Ρωσικού παράγοντα, όπως τα αποτυχημένα Ορλωφικά (επανάσταση των Ελλήνων, που υποκινήθηκε από τους Ρώσους με επικεφαλής τους αδελφούς Ορλώφ), αλλά και οι διπλωματικές διεργασίες, είχαν ως άμεσο σκοπό την εξυπηρέτηση των επεκτατικών σχεδίων των Ρώσων προς τα Βαλκάνια και την ευρύτερη περιοχή.
Και στη Μικρασιατική καταστροφή, που ακόμη εξακολουθεί να είναι μια ανοιχτή πληγή για τον Ελληνισμό, η Ρωσία στράφηκε εμφανώς κατά της Ελλάδας, διαθέτοντας, την περίοδο 1919-1922, στον Κεμάλ, όπλα, εκπαιδευτές, εθελοντές, αλλά και χρυσό. Το αποτέλεσμα ήταν ο κατασφαγιασμός των Ελλήνων και ο ξεριζωμός από τις ρίζες τους.
Είναι χαρακτηριστικό και πολύ δηλωτικό της στάσης της Ρωσίας προς την Ελλάδα, ότι στις 30 Αυγούστου 2021, με αφορμή την εθνική επέτειο της Τουρκίας, με την οποία τιμάται η νίκη του τουρκικού στρατού επί των ελληνικών δυνάμεων, η ρωσική πρεσβεία στην Κων/πολη ανέφερε: ««Συγχαρητήρια για την νίκη, στην οποία σας στηρίξαμε».
Εξάλλου, επί Στάλιν, κατά τον Ελληνικό Εμφύλιο, όπου σημειώθηκαν οι μεγαλύτερες απώλειες, που γνώρισε η χώρα από το 1830 έως σήμερα, καθώς και σε άλλες περιπτώσεις, ο γνώμονας της συμπεριφοράς και η τακτική της Ρωσίας καθοριζόταν αυστηρά από τα συμφέροντά της, όπως άλλωστε και των άλλων μεγάλων δυνάμεων.
Το Ρωσικό όφελος και μόνο κυριάρχησε και όταν ενισχύθηκαν και όταν εγκαταλείφθηκαν οι αντάρτικες δυνάμεις στην Ελλάδα .
Άλλο σημείο, υψίστης σημασίας για την Ελλάδα, που ξεσκεπάζει τις προθέσεις της Ρωσίας και δείχνει τη διαχρονική στάση της ρωσικής πολιτικής έναντι της χώρας μας, είναι ότι στήριξε την επιδίωξη των Βουλγάρων για κατάκτηση της ελληνικής Μακεδονίας, μιλάει για «Μακεδονική εθνότητα» και πρώτη αναγνώρισε το 1991 τα Σκόπια ως «Μακεδονία».
Αλλά και τώρα, οι γεωστρατηγικές και ενεργειακές και οικονομικές επιδιώξεις στρέφουν τη Ρωσία προς άλλες κατευθύνσεις, για παράδειγμα φλερτάρει επιδεικτικά με την Τουρκία, την οποία έχει ενισχύσει με στρατιωτικό εξοπλισμό, και θεωρεί την Ελλάδα σχεδόν εχθρική χώρα.
Την ίδια στιγμή εδώ δεν λείπουν οι φωνές, που λένε, να κοιτάξει η χώρα προς τη Ρωσία.
Οι συνθήκες και τα δεδομένα της περιόδου αυτής, αλλά και η αμφίσημη διάθεση της ίδιας της Ρωσίας, πάντοτε, για μια τέτοια εξέλιξη, δυσχεραίνουν την κατάσταση.
Άλλωστε τα…ευχολόγια, που, πριν την κήρυξη του πολέμου, ακούγονταν, κατά καιρούς, από τη Ρωσική πλευρά για τη χώρα μας, δεν είχαν βρει έμπρακτη εφαρμογή, και αποτελούσαν απλές θεωρητικές διατυπώσεις σαν δόλωμα, αποκαλύπτοντας ότι η Ρωσία ποτέ δεν είχε στις προτεραιότητές της την Ελλάδα.
Αποδείχθηκε αυτό περίτρανα και όταν η Ρωσία, εντελώς ανέλπιστα, αφού το Ορθόδοξο φρόνημα του λαού της είναι βαθύ, αδιαφόρησε για τη μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί και δεν υπήρξε εκ μέρους της κάποια αντίδραση.
Μπορεί ο Ορθόδοξος σύνδεσμος να είναι στενός φαινομενικά, ήταν άλλωστε συχνές, πριν τον πόλεμο, οι επισκέψεις του Ρώσου Προέδρου, αλλά και άλλων στελεχών της κυβέρνησης και της Δούμας στο Άγιο Όρος, ωστόσο ατονεί είτε για επιμέρους λόγους, που έχουν να κάνουν με την κατανομή ρόλων και την κυριαρχία στη διεθνή Ορθόδοξη κοινότητα, είτε γιατί προτάσσονται οι πολιτικές στοχεύσεις, είτε και για τα δύο μαζί.
Ανεξάρτητα από τη στάση των άλλων χωρών προς την Ελλάδα, η πατρίδα μας οφείλει να στηρίζεται στις δικές της δυνάμεις.
Όταν ιδρύθηκε το Ελληνικό Κράτος, ρώτησαν και το θρυλικό γέρο του Μωριά, το Θεόδωρο Κολοκοτρώνη:
-Εσύ, στρατηγέ, είσαι αγγλόφιλος;
-Όχι, αποκρίθηκε εκείνος.
-Είσαι τότε γαλλόφιλος;
-Ούτε.
-Ε, θα ΄σαι φαίνεται ρωσόφιλος.
-Όχι, βέβαια.
-Μα τι είσαι τέλος πάντων;
Κι ο Γέρος του Μωριά με τη θυμοσοφία, που τον διέκρινε, απάντησε:
-Εγώ είμαι Θεόφιλος. Γιατί σαν το Θεό κανείς δεν αγαπάει την Ελλάδα.
Η απάντηση του θρυλικού οπλαρχηγού διακηρύττει ξεκάθαρα ότι πάνω απ’ όλα και πρώτα απ’ όλα για τους Έλληνες θα πρέπει να είναι η πατρίδα τους.
Αίτημα των καιρών είναι να ξαναπιστέψουμε στην Ελλάδα μας και στις δυνατότητές της και να αγωνιστούμε να πορεύεται αλύγιστα και περήφανα μέσα στο χρόνο.
Και αυτός ο αγώνας δεν αφορά μόνο την ηγεσία, ούτε μόνο τους πολιτικούς, ούτε μόνο ορισμένα άτομα. Αφορά όλο το Έθνος. Τους επίσημους φορείς, αλλά και τη λαϊκή ψυχή. Αφορά όλο το λαό και πρέπει να γίνει με όλο το λαό.
Μόνο έτσι οι άλλες χώρες, που πολλές φορές δείχνουν με διάφορους τρόπους ότι αγνοούν και υποτιμούν την Ελλάδα, θα καταλάβουν τη ζωτικότητά μας και θα αναγκαστούν να μας σέβονται.
Δεν μας αξίζει, κάτω από τα χαιρέκακα βλέμματα των ξένων, ο ραγιαδισμός, παρά τα ελαττώματά μας και τα πταίσματά μας, αλλά ο δρόμος της προσωπικής και εθνικής αξιοπρέπειας.
Πηγή: Εφημερίδα “POLITICAL”