Η εσφαλμένη έννοια του “πληθωρισμού της απληστίας”

Share Button

Του Δικηγόρου Θεσπρωτίας Δημήτριου Β. Χρήστου

Ο πληθωρισμός, που τόσο απασχολεί στις ημέρες μας τους πολίτες – καταναλωτές, είναι με απλά λόγια πληθώρα (όπως το λέει και η ίδια η λέξη) χρημάτων, χωρίς ανάλογο αντίκρισμα σε προϊόντα. Εάν, για παράδειγμα, έχομε μέσα σε μία οικονομία εκατό ευρώ και δέκα καρέκλες, η μία καρέκλα φυσικά θα κοστίζει δέκα ευρώ (ήτοι 100 ευρώ : 10 καρέκλες). Εάν, για συγκεκριμένους λόγους, μέσα σε αυτήν την οικονομία τα εκατό ευρώ γίνουν ξαφνικά εκατόν πενήντα ευρώ, χωρίς να αυξηθεί ταυτόχρονα η παραγωγή των δέκα καρεκλών, τότε η μία καρέκλα θα κοστίζει πλέον δέκα πέντε ευρώ (ήτοι 150 ευρώ : 10 καρέκλες). Δηλαδή με μία απότομη αύξηση της ποσότητας (προσφοράς) του χρήματος, χωρίς ανάλογη αύξηση της παραγωγής των καρεκλών, η μία καρέκλα έγινε ακριβότερη κατά 50%. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι ακριβαίνοντας το προϊόν (και με δεδομένη την σταθερότητα και το πάγωμα των μισθών) επέρχεται μείωση της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων και το χρήμα χάνει καθημερινά την αξία του.

Τι προκαλεί όμως σε μία οικονομία την συνεχή και επίμονη άνοδο του γενικού επιπέδου των τιμών που κατατρώγει το εισόδημα των εργαζομένων; Μήπως ο πληθωρισμός προκαλείται από απληστία, οπότε πρέπει να πείσουμε τους ιδιοκτήτες των μεγάλων επιχειρήσεων ότι η ζωή είναι μικρή, άρα δεν πρέπει να είναι τόσο άπληστοι και φιλοχρήματοι και έτσι απλά θα λυθεί το πρόβλημα; Ή μήπως ο πληθωρισμός είναι δομικό φαινόμενο και απόρροια αντιφάσεων του συστήματος; Υπάρχουν διάφοροι που εμφανίζονται ως ειδήμονες στα οικονομικά, περιφέρονται συχνά στα μέσα μαζικής ενημέρωσης και αναφέρονται στον «πληθωρισμό της απληστίας» (ακόμη και ο Πρωθυπουργός της χώρας), αποκρύπτοντας είτε ηθελημένα, είτε αθέλητα την αλήθεια.

Οι διάφορες νεοφιλελεύθερες μονεταριστικές απόψεις θεωρούν ότι ο πληθωρισμός είναι απλά ένα νομισματικό φαινόμενο του οικονομικού συστήματος και υποστηρίζουν ότι με μία μείωση της ποσότητας (της ρευστότητας) του χρήματος που κυκλοφορεί στην οικονομία, θα λυθεί το πρόβλημα, αυτό δε πράττουν και οι Κεντρικές Τράπεζες ανά την υφήλιο (χωρίς όμως επιτυχία).

Οι διάφορες κεϋνσιανές απόψεις θεωρούν ότι ο πληθωρισμός είναι επίσης νομισματικό φαινόμενο του συστήματος, ο οποίος όμως βρίσκεται συνήθως σε αντίστροφη σχέση με το επίπεδο ανεργίας. Δηλαδή όσο περισσότερο αυξάνεται η ζήτηση σε μία οικονομία, τόσο αυξάνεται και το γενικό επίπεδο των τιμών και μειώνεται η ανεργία, ενώ όσο περισσότερο μειώνεται η ζήτηση σε μία οικονομία, τόσο μειώνεται και το γενικό επίπεδο των τιμών και αυξάνεται η ανεργία (η γνωστή καμπύλη «Phillips»). Σημειωτέον ότι όσον αφορά στην κεϋνσιανή θεωρία, η έλλειψη «ενεργούς» ζήτησης που ορθά υποστηρίζει ότι υπάρχει στο σύστημα και που καλυπτόταν παλαιότερα με την δαπάνη για το λεγόμενο «κράτος πρόνοιας» ώστε να ισορροπεί η οικονομία (αυτό γινόταν και λόγω του κομμουνιστικού κινδύνου), δεν μπορεί να την καλύπτει πλέον, διότι η δαπάνη αυτή θεωρείται κόστος από το ολιγοπώλιο που κυριαρχεί στην δομή της αγοράς.

Και οι δύο όμως ανωτέρω (αστικές) απόψεις για την αιτία του πληθωρισμού που τον θεωρούν απλά νομισματικό φαινόμενο είναι εσφαλμένες, διότι για να αυξήσει το οικονομικό σύστημα την προσφορά (ποσότητα) του χρήματος δεν «τρελάθηκε» ξαφνικά, από κάπου παρακινήθηκε και αναγκάστηκε να το κάνει αυτό (για παράδειγμα από τα δημόσια ελλείμματα) και δεν είναι τόσο απλό και εύκολο ούτε να μειώσει την ποσότητά του, ούτε να αυξήσει την παραγωγή για να δώσει λύση. Επίσης, οι απόψεις αυτές δεν επιβεβαιώθηκαν και εμπειρικά, διότι επιπλέον, από τις αρχές της δεκαετίας του 1970, εμφανίστηκε στο σύστημα και το λεγόμενο φαινόμενο του «στασιμοπληθωρισμού» (μετά την κατάρρευση του συστήματος του Bretton Woods που συνέδεε το δολάριο με τον χρυσό και όλα τα υπόλοιπα παγκόσμια νομίσματα με το δολάριο), δηλαδή εμφανίστηκε μαζί  και στασιμότητα (που συνεπάγεται ανεργία) και πληθωρισμός, που αυτό σημαίνει ότι ανεργία και πληθωρισμός δεν κινούνται με αντίστροφη σχέση, όπως υποστήριζε εσφαλμένα η λεγόμενη «καμπύλη Phillips».

Η μαρξιστική, όμως, θεωρία υποστηρίζει ότι ο πληθωρισμός (και ορθά) δεν είναι απλά ένα νομισματικό φαινόμενο της οικονομίας, αλλά φαινόμενο της πραγματικής οικονομίας και δομικό πρόβλημα του συστήματος, που προκαλείται από ανισορροπίες στην παραγωγική διαδικασία (ήτοι στις αγορές προϊόντος, χρήματος και εργασίας). Ο Μαρξ ασχολήθηκε με τον πληθωρισμό και την αιτία του, παίρνοντας αφορμή από έναν συνδικαλιστή στην εποχή του, ο οποίος σε ένα εργατικό συνέδριο υποστήριξε – περιέργως – την άποψη ότι ο πληθωρισμός προκαλείται στο οικονομικό σύστημα από τις αυξήσεις των μισθών των εργαζομένων που προκαλούν σπιράλ αυξήσεων, αυξάνοντας το κόστος παραγωγής και άρα και τις τιμές των προϊόντων από τους επιχειρηματίες, αυτό δε, περαιτέρω αυξάνει τους μισθούς (από την πίεση των εργατικών συνδικάτων), αυξάνοντας περαιτέρω το κόστος παραγωγής και άρα και τις τιμές των προϊόντων κ.ο.κ. Ο Μαρξ έκπληκτος από την θέση αυτή του συνδικαλιστή αναγκάστηκε, συλλέγοντας και εμπειρικά δεδομένα, να γράψει το βιβλίο του «Μισθός, τιμή και κέρδος», ασκώντας, εκτός των άλλων, έντονη κριτική στην ανωτέρω άποψη. Σημειωτέον ότι ακόμη και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο σήμερα, συλλέγοντας και αυτό εμπειρικά δεδομένα, συμφωνεί με την άποψη του Μαρξ!!! Όχι βέβαια επειδή οι οικονομολόγοι του Ταμείου έγιναν ξαφνικά μαρξιστές, αλλά, ειδικά στο ζήτημα της μεταβολής των τιμών, όφειλαν να ψάξουν και να γνωρίσουν την ακριβή αλήθεια, διότι ο υψηλός και επίμονος πληθωρισμός δυσκολεύει τις διάφορες business (δουλειές) στην οικονομία, εφόσον το χρήμα δεν έχει πλέον σταθερή αξία και έτσι το σύστημα δυσκολεύεται να αναπαραχθεί.

Βέβαια ένας πληθωρισμός της τάξης του 2% περίπου, είναι ανεκτός για το σύστημα (ίσως είναι και καλός), διότι, κατά την άποψη ορισμένων οικονομολόγων, όταν είναι λίγο «τσιμπημένες» οι τιμές, αυξάνονται τα κέρδη των επιχειρηματιών και μειώνονται οι μισθοί των εργαζομένων, με συνέπεια η οικονομία να αναπαράγεται και να αναπτύσσεται. Ένας, όμως, υψηλός και επίμονος πληθωρισμός κάνει τις Κεντρικές Τράπεζες να «τρέμουν» στην κυριολεξία και να προσπαθούν να βρουν λύση στο πρόβλημα. Η αύξηση, όμως, των επιτοκίων που αποφασίζουν, για να μειώσουν – υποτίθεται – την ζήτηση και την ρευστότητα της οικονομίας, ώστε να πέσουν οι τιμές, δεν αποδίδει, διότι ο πληθωρισμός δεν προκαλείται από υπερβάλλουσα ζήτηση (δεν είναι πληθωρισμός ζήτησης), δεν προκαλείται, δηλαδή, από μεγάλη ρευστότητα, η οποία είναι δεδομένη ότι δεν υπάρχει. Το μόνο που καταφέρνουν με την πολιτική αύξησης των επιτοκίων είναι να προκαλέσουν αύξηση των δανειακών υποχρεώσεων πολιτών και κρατών προς τις τράπεζες, οι οποίες κερδοσκοπούν σε βάρος των οφειλετών. Συνεπώς, ο Πρόεδρος της Τουρκίας που παλαιότερα δεν ακολουθούσε πολιτική αύξησης των επιτοκίων για να μειώσει τον πληθωρισμό, είχε τελικά δίκιο, παρά τις μεγάλες επικρίσεις που δεχόταν για δήθεν ανορθόδοξη οικονομική πολιτική του.

Εκτός αυτού, οι ανισορροπίες και οι αντιφάσεις του οικονομικού συστήματος στην παραγωγική διαδικασία (ήτοι στην πραγματική οικονομία) προκαλούν συχνά απότομη και βίαιη μείωση και διακοπή της παραγωγής, πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους στην οικονομία και κρίση υπερπαραγωγής, η οποία έχει αποδειχθεί και εμπειρικά. Σε αυτήν την κρίση υπάρχουν «λιμνάζοντα» κεφάλαια στην οικονομία, λόγω της υπερσυσσώρευσής τους, που αδυνατούν πλέον να επενδυθούν παραγωγικά, ώστε να φέρουν κέρδη και έτσι να αναπαραχθεί το σύστημα. Έτσι η ολιγοπωλιακή επιχείρηση, λειτουργώντας εντός της ολιγοπωλιακής ανταγωνιστικής αγοράς που υφίσταται σήμερα (άλλα πολλές φορές λειτουργώντας και ως καρτέλ με άλλα ολιγοπώλια), για να επιβιώσει, να αναπτυχθεί και να ισχυροποιηθεί οικονομικά (με δεδομένη την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους που αποτελεί τροχοπέδη για το σύστημα και προσπαθεί να την αναχαιτίσει), πρέπει να μειώσει στο ελάχιστο το κόστος παραγωγής της και να αυξήσει στο μέγιστο τα κέρδη της. Η αγορά του τέλειου ανταγωνισμού και ο μηχανισμός λειτουργίας της με το «αόρατο χέρι» που την ισορροπεί, όπως υποστηρίζουν εσφαλμένα ορισμένοι οικονομολόγοι, υπήρξε ιστορικά στον 18ο και 19ο αιώνα (απαρχή εμφάνισης και ανάπτυξης του καπιταλισμού) και ίσως να την «συναντήσουμε» και στην λαϊκή αγορά της Ηγουμενίτσας. Το οικονομικό, όμως, αξίωμα που εφαρμόζει απαρέγκλιτα η ολιγοπωλιακή επιχείρηση (ελαχιστοποίηση κόστους και μεγιστοποίηση κέρδους) αποτελεί ζήτημα επιβίωσης και ανάπτυξης για αυτήν (αλλά και για το σύστημα λόγω της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους), δεν το κάνει δε από απληστία, αλλά από οικονομική αναγκαιότητα, γιατί εάν δεν εφαρμόσει αυτό το αξίωμα, γνωρίζει ότι θα αποκλειστεί από την αγορά από άλλες ολιγοπωλιακές επιχειρήσεις που θα το εφαρμόσουν. Η εφαρμογή όμως αυτού του αξιώματος από τα ολιγοπώλια συνεπάγεται μεγαλύτερη εντατικοποίηση της εργασίας (και σε βάρος της ασφάλειας των εργαζομένων), μεγαλύτερη παραγωγικότητα εις όφελός τους, μείωση του εργατικού κόστους με οποιοδήποτε μέσο (και με απολύσεις), άντληση όλο και μεγαλύτερης υπεραξίας από τους εργαζόμενους και πλήρη μεγιστοποίηση του κέρδους, που σημαίνει πρακτικά στην αγορά αύξηση τιμών, μείωση μισθών και ανεργία.

Συνακόλουθα, ο υπάρχων πληθωρισμός, είναι πληθωρισμός που προκαλείται από τις αυξήσεις τιμών λόγω της πολιτικής μεγιστοποίησης των κερδών με ελαχιστοποίηση του κόστους από τα ολιγοπώλια, τα οποία λειτουργούν έτσι, όχι φυσικά από απληστία, αλλά από οικονομική ανάγκη επιβίωσης, ανάπτυξης και ισχυροποίησής τους μέσα στην ολιγοπωλιακή ανταγωνιστική αγορά, που υφίσταται σήμερα στην οικονομία. Η οποία συγκεκριμένη αγορά λειτουργεί πολλές φορές και ως καρτέλ από αυτές τις μεγάλες και ισχυρές επιχειρήσεις (ολιγοπώλια), οι οποίες συμπράττουν (συμφωνούν μεταξύ τους) για χάρη των οικονομικών συμφερόντων τους, ελέγχοντας πλήρως όλη την αγορά και ακολουθώντας, σε αυτήν την περίπτωση, πολιτικές τακτικής μονοψωνίου (αγοράζοντας φτηνά) και μονοπωλίου (πουλώντας ακριβά), ζημιώνουν και πάλι τους καταναλωτές, όπως έχομε χαρακτηριστικό παράδειγμα στην χώρα μας την αγορά γάλακτος. Ο δε ανταγωνισμός των ολιγοπωλίων μερικές φορές λαμβάνει οξεία, επικίνδυνη και αθέμιτη μορφή και οδηγεί ακόμη και σε πολέμους.

Συνεπώς, δεν πρέπει να τρέφουμε αυταπάτες για τις διάφορες αντιεπιστημονικές θεωρίες για τον πληθωρισμό, όπως την θεωρία της «απληστίας», διότι αυτές συγκαλύπτουν για ευνόητους λόγους την πραγματική αιτία του προβλήματος. Πρέπει, δε, να παραδειγματιστούμε από τους διάφορους ενωτικούς αγώνες των εργαζομένων (ακόμη και στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής) που πέτυχαν πραγματικές αυξήσεις στους μισθούς και συνάψεις συλλογικών συμβάσεων εργασίας για να ζήσουν αξιοπρεπώς μέσα σε μία κοινωνία κρίσης, ανασφάλειας και ανισότητας που δημιουργεί το ίδιο το οικονομικό σύστημα.

ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ:  Οι Γερμανοί που γνωρίζουν καλά από οικονομικά, συνηθίζουν να λένε ότι η οικονομία δεν είναι προνόμιο των οικονομολόγων και εάν θέλεις να καταστρέψεις μία οικονομία βάλε έναν οικονομολόγο να την διαχειριστεί. Επί καπιταλισμού, οι δύο πιο έγκριτοι και σημαντικοί «οικονομολόγοι» που επηρέασαν στο μέγιστο την οικονομική σκέψη και πολιτική, δηλαδή ο Γερμανοεβραίος Μαρξ και ο Άγγλος Κέυνς, δεν ήταν οικονομολόγοι. Ο πρώτος ήταν νομικός και ο δεύτερος μαθηματικός. Ο δεύτερος όμως, αν και γνώριζε άριστα οικονομικά, έλεγε μόνο την μισή αλήθεια, διότι ενώ υποστήριζε (και ορθά) την έλλειψη «ενεργούς» ζήτησης στο σύστημα, δηλαδή της ζήτησης σε ικανοποιητική τιμή και την υπολόγιζε επακριβώς, θεωρούσε δε, ότι αυτή έπρεπε να καλύπτεται με κρατική δαπάνη για να ισορροπεί η οικονομία, απέκρυπτε όμως ότι αυτή η δαπάνη αποτελεί κόστος για την λειτουργία του ολιγοπωλίου.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *