Φιλανθρωπία και κοινωνική πολιτική: Η πολιτική διαστροφή των όρων

Share Button

Η φιλανθρωπία, όρος αρχαιοελληνικός που πέρασε σε πολλές γλώσσες, είναι γνωστή εδώ και αιώνες. Στην αρχική της σημασία υποδηλοί την αγάπη του ανθρώπου στο συνάνθρωπο του. Χωρίς να αλλάξει ριζικά περιεχόμενο, ο όρος γνώρισε άνθηση το 18ο αιώνα στις απαρχές των βιομηχανικών κοινωνιών. Η χρήση του είχε αρχικά περισσότερο θρησκευτικό περιεχόμενο. Κοντά στην αρχική σημασία της λέξης, σήμαινε συμπόνοια και συνδρομή στους πάσχοντες. Στις αρχές του 19ου αιώνα, με την αστικοποίηση και την πρώτη εκβιομηχάνιση εκδηλώθηκε ένα ρεύμα  αρωγής σε άπορα και ορφανά παιδιά από γόνους, κυρίως, αριστοκρατικών οικογενειών. Η εκβιομηχανίση μαζί με την αστικοποίηση έφεραν στις μεγάλες πόλεις οικογένειες και παιδιά, συχνά ορφανά και άστεγα. Για την προστασία τους, κυρίως των πολύ μικρών παιδιών που δεν εργάζονταν ακόμη, επινοήθηκαν θεσμοί όπως άσυλα, ορφανοτροφεία.

Κάποιες από τις πρακτικές των ιδιωτών, ιδιαίτερα αριστοκρατισσών, θα υιοθετήσουν τα κράτη. Περισσότερα εκείνα, όπως η Γαλλία και η Γερμανία, με παράδοση ισχυρού κράτους. Σε αρκετές περιπτώσεις η ένταξη στο σχολείο θα συνοδευτεί με την ίδρυση ιδρυμάτων και ορφανοτροφείων. Την αντίληψη αυτή θα υιοθετήσουν, διερύνοντάς την, ο Ναπολέοντας ο Γ’ και πολύ περισσότερο, ο Μπίσμαρκ. Στην περίπτωσή τους, κίνητρο δεν είναι η φιλανθρωπία με την αρχική έννοια, αλλά η έγνοια  απορρόφησης κοινωνικών κραδασμών και αντιδράσεων. Με άλλα λόγια, η παροχή αγαθών σε ομάδες πληθυσμού, όχι πια ατομικά, στόχευε στην πρόληψη δυνητικών αντιδράσεων, ει δυνατόν στην υποστήριξη του καθεστώτος.

Εννοιολόγηση και πρακτική

Δεν είναι λίγοι οι συγγραφείς που ανιχνεύουν τα πρώτα σπέρματα κοινωνικής πολιτικής στον Μπίσμαρκ. Η αποδοχή της πρότασης αυτής έχει μία σειρά από συνακόλουθα που δεν είναι της παρούσης. Κοινωνική πολιτική με τη σύγχρονη έννοια δεν σημαίνει απλά παροχές σε τμήματα του πληθυσμού, ακόμη και γενναιόδωρες, βοήθεια ή αρωγή. Σημαίνει ένσκοπή και στοχευμένη πολιτική ή πολιτικές αρωγής ομάδων του πληθυσμού που τη χρειάζονται, ταυτόχρονα ένα μηχανισμό αναδιανομής του πλούτου σε όφελος των αποδεδειγμένα αδυνάτων. Η πολιτική αυτή, πέρα από το να δώσει μία δεύτερη ευκαιρία στους ανίσχυρους, στοχεύει στην κοινωνική ένταξη και την κοινωνική συνοχή.

Αν ισχύουν τα παραπάνω, η κοινωνική πολιτική εμφανίζεται μετά τη δεκαετία του 1920, το οικονομικό κράχ του 1929 και φθάνει στο απόγειό της μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στη διάρκεια του λεγόμενου κράτους πρόνοιας και της ηγεμονίας του σοσιαλδημοκρατικού συμβολαίου. Μετά τη δεκαετία του 1920 διότι στη δεκαετία αυτή τίθενται ως πρόβημα οι ανισότητες σε διάφορα επίπεδα και η κοινωνική κινητικότητα. Οι ανισότητες δεν θεωρούνται πλέον φυσικές, όπως τουλάχιστον μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα. Οι ανισότητες δεν είναι φυσικές. Είναι κοινωνικές και οικονομικές και για το λόγο αυτό μέχρι έναν βαθμό καταπολεμούνται.

Οι κοινωνικές πολιτικές θα γίνουν το μεγάλο όπλο της σοσιαλδημοκρατίας αλλά και των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού. Μεταπολεμικά και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970 θα γίνουν ένα από τα βασικά όπλα της ιδεολογικής ηγεμονίας της σοσιαλδημοκρατίας και της πολιτικής της κυριαρχίας. Πρόκειται για μία περίοδο χαραγμένη στα μυαλά των ανθρώπων. Της εποχής. Μία περίοδος, τουλάχιστον στην Ευρώπη, οικονομικής ανάπτυξης, ευμάρειας και βεβαίως η περίοδος με τις λιγότερες, συγκριτικά, κοινωνικές ανισότητες. Η κατεξοχήν περίοδος ανοδικής κοινωνικής κινητικότητας και συγκρότησης νέων «μεσαίων», μη παραδοσιακών, στρωμάτων. Τη λογική του κοινωνικού κράτους θα αποδεχτούν, με εξαιρέσεις, και τα συντηρητικά κόμματα, ιδιαίτερα εκείνα με λαϊκό έρεισμα όπως τα χριστιανοδημοκρατικά.

Ο εξοβελισμός της κοινωνικής πολιτικής

Στα μέσα της δεκαετίας του 1970, μετά την πετρελαϊκή και οικονομική κρίση, η κοινωική πολιτική ως έννοια και ως πρακτική αμφισβητείται έντονα. Νεοσυντηρητικοί και νεοφιλελεύθεροι αμφισβητούν τον κρατικό παρεμβατισμό που, κατά την άποψή τους, καταστέλει τη δημιουργικότητα των ανθρώπων και δημιουργεί ιδιοτελείς κρατικοδίαιτους γραφειοκράτες. Στη λογική αυτή κάθε παρέμβαση του κράτους είναι αρνητική. Η κοινωνία, για να θυμήσω τη γνωστή ρήση της Μάργκαρετ Θάτσερ, αποτελείται από άτομα. Κανένας χώρος για συλλογική δράση, για κοινωνικές παρεμβάσεις.

Στην οπτική αυτή, η κοινωνική πολιτική όχι μόνο είναι άκαιρη αλλά και πολιτικά επιζήμια. Για το λόγο αυτό επί δεκαετίες συγκεκριμένες πολιτικές δυνάμεις εργάζονται συστηματικά για την αποδυνάμωση  του κράτους, την κατάλυση του κοινωνικού κράτους ή ότι έμεινε από αυτό. Τμήματα ολόκληρα του δημοσίου ιδιωτικοποιούνται και όταν δεν γίνεται αυτό τμήματα του δημοσίου λειτουργούν με ιδιωτικο-οικονομικά κριτήρια. Τέλος, στο πνεύμα αυτό πρυτανεύει η αρχή, σύμφωνα με την εύστοχη διατύπωση της γαλλίδας οικονομολόγου Α. Βίνοκουρ, «όποιος πληρώνει έχει».

Στη συνθήκη αυτή, οι νεοφιλελεύθεροι όχι μόνο στρέφονται ενάντια σε κάθε είδους κοινωνική πολιτική, αλλά ανασύρουν αντιλήψεις προηγούμενων αιώνων. Χαρακτηριστική η ρήση του Κυριάκου Μητσοτάκη ότι «οι κοινωνικές ανισότητες είναι φυσικές». Όπως ανέλυσε εύστοχα ο Ε. Χόμπσμαουμ πρόκειται για μία από τις κυρίαρχες ιδέες πριν και μετά τη Γαλλική Επανάσταση. Καμία έκπληξη λοιπόν που οι οι νεοφιλελεύθεροι όχι μόνο δεν προωθούν κοινωνικές πολιτικές, αλλά επαναφέρουν ιδέες προηγούμενων αιώνων για να δικαιολογήσουν τις ανισότητες, να τις νομιμοποιήσουν νομιμοποιώντας ταυτόχρονα τη δική τους ισχύ. Η πλήρης αντιστροφή των πραγμάτων. Κληρονόμοι που δικαιολογούν την κληρονομιά ως προϊόν της δικής τους φυσικής και πνευματικής υπεροχής. Όπως κάποτε οι αριστοκράτες θεωρούσαν εαυτούς εκ προοιμίου «ανώτερους» από τους ανερχόμενους αστούς λόγω καταγωγής.

Κρίσεις και προεκλογικά επιδόματα

Μόνο που τα τελευταία χρόνια κρίσεις οικονομικές και κοινωνικές αλληλοδιαδέχονται. Επιπλέον ακόμη δεν βγήκαμε από την πανδημία. Οι νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις, όπως αυτή του Κ. Μητσοτάκη, εποίησαν την ανάγκη φιλοτιμία. Έβαλαν -για λίγο- νερό στο κρασί τους. Σταμάτησαν -για λίγο- να καταφέρονται ενάντια στο κράτος και στο δημόσιο, σε κάποιες περιπτώσεις, ιδιαίτερα στον τομέα της υγείας, ψέλλισαν καλά λόγια για το δημόσιο σύστημα και την καρτερικότητα, βλέπε ηρωϊσμό του προσωπικού του.

Στη συνθήκη αυτή βάρυνε και μία δεύτερη παράμετρος που δεν υπήρχε τον 19ο αιώνα, οι εκλογές. Πώς να κερδίσει κάποιος τις εκλογές σε συνθήκη κρίσης, πληθωρισμού, στασιμότητας των μισθών, δραματικής μείωσης της αγοραστικής δύναμης; Έτσι προέκυψαν τα ποικίλα επιδόματα. Πρακτική ιδεολογικά ασύμβατη με τις νεοφιλελεύθερες αρχές, αναγκαία όμως για την προσέλκυση ψήφων. Κάποιοι από το κυβερνητικό στρατόπεδο εμφανίζουν τα επιδόματα ως κοινωνική πολιτική. Μόνο αυτό δεν είναι. Ούτε στοχευμένη είναι, ούτε ένσκοπη, ούτε αποσκοπεί στην αναδιανομή εισοδήματος ώστε οι οικονομικά αδύναμοι να έχουν μία δεύτερη ευκαιρία. Πρόκειται για ευκαιριακό επίδομα ενόψει των εκλογών με στόχο την εκλογική υποστήριξη.

Η διαπίστωση αυτή θέτει το πρόβλημα στις προοδευτικές δυνάμεις που θα κληθούν αύριο να ασκήσουν τη διακυβέρνηση της χώρας; Ποια κοινωνική πολιτική είναι προσφορότερη με γνώμονα τις αρχές τους; Ποιές πολιτικές του είδους αυτού μπορούν να ασκήσουν ένσκοπα και μεθοδικά στη δεδομένη οικονομική και ιδεολογική συνθήκη, ώστε να έχουν τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα; Προτάσεις έχουν κατατεθεί στην κατεύθυνση αυτή θα μπορούσαν να δουλευτούν ακόμη περισσότερο. Θαρρώ το σημαντικότερο από τα σημερινά προβλήματα, άμεσα συνδεόμενο  με το δημογραφικό, είναι η ένταξη των νέων ανθρώπων στον κοινωνικό και οικονομικό ιστό.

Ο Παντελής Κυπριανός είναι πανεπιστημιακός.
*Δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα Η εποχή

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *