H…εξομολόγηση του Δημήτρη Βέρμπη: «Περίμενα το ρεκόρ τις τελευταίες αγωνιστικές, γι’ αυτό.. άργησε να έρθει!»

Share Button

Ο Δημήτρης Βέρμπης μιλά για το 161ο γκολ του, που τον έχρισε πρώτο σκόρερ όλων των εποχών, στη Γ’ Εθνική – Το σχόλιο για Κηφισιά και οι συμβουλές στους νέους

Υπάρχουν ρεκόρ που δεν καταγράφονται από την Opta. «Πίσω» από τα φώτα των μεγάλων ευρωπαϊκών πρωταθλημάτων, του Champions League και των γηπέδων-σαλονιών, υπάρχουν ποδοσφαιριστές που δημιουργούν τον δικό τους μύθο, αφήνοντας παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές. Για να εμπνευστούν και να προσπαθήσουν να φτάσουν ή έστω να πλησιάσουν, όσα έκαναν σε χαμηλότερες κατηγορίες. Εκεί, όπου το ποδόσφαιρο παίζεται με τον ίδιο τρόπο, αλλά παίκτες και κόσμος, το ζουν διαφορετικά.

Σε αυτήν την κατηγορία εντάσσεται ο Δημήτρης Βέρμπης και με τη… βούλα, από το απόγευμα της Κυριακής (30/04). Λίγες ώρες πριν το ελληνικό ποδόσφαιρο στρέψει όλο του το ενδιαφέρον στο μεγάλο ντέρμπι της Super League ανάμεσα σε Παναθηναϊκό και ΑΕΚ, στο γήπεδο της Λευκίμμης πετύχαινε δύο γκολ κόντρα στον Βύζαντα Μεγάρων. Δεν ήταν, όμως, δύο απλά γκολ. Ήταν το «επιστέγασμα» μίας προσπάθειας πολλών ετών, που απέδωσε τον πιο γλυκό «καρπό» στα 39 του χρόνια και «έγραψε» το όνομά του με χρυσά γράμματα στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου.

Με τα γκολ υπ’ αριθμόν 160 και 161, ξεπέρασε τον έτερο θρυλικό φορ, Παναγιώτη Κυπαρίσση, και βρίσκεται, πλέον, μόνος-πρώτος στην κορυφή της λίστας των σκόρερ όλων των εποχών στη Γ’ Εθνική.

«Ανακουφισμένος και ικανοποιημένος. Αυτά τα δύο συναισθήματα κυριαρχούν» ανέφερε χαρακτηριστικά, μιλώντας στο BN Sports, λίγες ώρες μετά την επίτευξη του ιστορικού ρεκόρ.

«Πριν φτάσω σε απόσταση ενός γκολ, για παράδειγμα από την έναρξη της φετινής σεζόν, δεν σκεφτόμουν το ρεκόρ. Τώρα τελευταία, όμως, από τη στιγμή που ήμουν τόσο κοντά, το είχα στο μυαλό μου. Το περίμενα 8-9 αγωνιστικές. Ίσως γι’ αυτό άργησε και να έρθει.

Θέλω να ευχαριστήσω τους ανθρώπους που με βοήθησαν και με στήριξαν στη διαδρομή μου. Τις διοικήσεις που συνεργαστήκαμε, τους προπονητές και ιδιαίτερα τους συμπαίκτες μου, που με βοήθησαν να πετύχω αυτά τα γκολ. Θέλω να αφιερώσω το ρεκόρ στην οικογένειά μου, τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου».

Η πορεία του Δημήτρη Βέρμπη στα γήπεδα ξεκινά από τη Γερμανία, όπου μετανάστευσε η οικογένειά του. Γεννημένος στις 12 Οκτωβρίου του 1984, από την παιδική ηλικία των οκτώ ετών και τα πρώτα του ποδοσφαιρικά «βήματα», μυείται στο άθλημα σε ένα περιβάλλον προχωρημένο, συγκριτικά με τα ελληνικά δεδομένα της εποχής.

«Ολόκληρο το διάστημα των ακαδημιών το πέρασα στη Γερμανία. Σίγουρα με βοήθησε. Ειδικά στον τομέα του σκοραρίσματος, είναι πολύ μπροστά. Όλοι οι προπονητές που είχα, είχαν δουλέψει σε επίπεδο Bundesliga Νέων.

Η επανάληψη ήταν και είναι το μυστικό. Κάναμε τελειώματα φάσεων και με τα δύο πόδια, με το κεφάλι. Όχι μόνο οι σέντερ φορ, αλλά όλη η ομάδα. Σαφώς, παίζει ρόλο και το ένστικτο και η προσωπική δουλειά. Ακόμα και στο σπίτι που ήμουν από 8-9 ετών, πετούσα την μπάλα στον τοίχο για να μου γυρίσει σαν σέντρα».

Μετά από 161 γκολ, είναι περιττό να ειπωθεί αν η «συνταγή» του Δημήτρη Βέρμπη πέτυχε. Πολλές σεζόν με διψήφιο αριθμό τερμάτων, σταθερά το όνομά του στα μεγαλύτερα «κανόνια» της κατηγορίας και μερικά highlights, που τον σύστησαν σε ολόκληρη την Ελλάδα. Το αγαπημένο του εξ αυτών, το «ψαλιδάκι» κόντρα στον Τηλυκράτη, με τη φανέλα του Αχέροντα Καναλακίου.

Τόσα γκολ, όμως, απαιτούν κι ανάλογο αριθμό συμμετοχών στη Γ’ Εθνική, την οποία επέλεγε σταθερά, παρά τις προτάσεις που υπήρχαν από υψηλότερες κατηγορίες.

«Στην πρώτη μου χρονιά έπαιξα στον Απόλλωνα στη Β’ Εθνική, στη δεύτερη στη Γ’ και στην τρίτη μου σεζόν, ξανά στη Γ’, πέτυχα 22 γκολ. Τότε ξεκίνησα να έχω καλή σχέση με τα δίχτυα στην Ελλάδα. Μετά από αυτήν τη χρονιά επέστρεψα στη Β’ Εθνική, οι συνθήκες, όμως, δεν ήταν ιδανικές.

Από εκείνο το σημείο και μετά, διάλεξα να πηγαίνω σε ομάδες υγιείς, παρά ανώτερης κατηγορίας. Είχα καταλήξει στο τι μπορώ και θέλω να κάνω ως ποδοσφαιριστής. Εφόσον η επιλογή αυτή μου έβγαινε, την συνέχισα μέχρι σήμερα κι ας είχα προτάσεις».

Ανάμεσα στους συλλόγους που αγωνίστηκε, ξεχωρίζει η Κηφισιά, καθώς σε αυτήν παρέμεινε για 5.5 χρόνια. Το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα που πέρασε σε μία ομάδα και βλέποντάς την να κάνει πορεία πρωταθλητισμού-ανόδου στη Super League, δεν θα μπορούσε να λείπει από τη συζήτηση.

«Νιώθω περήφανος για την Κηφισιά. Γνωρίζω τους ανθρώπους και από την πρώτη ημέρα που ανέλαβαν τον σύλλογο, είναι κύριοι. Αγαπούν την ομάδα, επενδύουν σε αυτή, αξίζουν και με το παραπάνω τις επιτυχίες που βιώνουν και χαίρομαι ιδιαίτερα, που μπόρεσα να βάλω ένα λιθαράκι σε αυτήν την προσπάθεια».

Επιστρέφοντας στον ίδιο, δεν θα μπορούσε να μην ερωτηθεί για τα πλάνα του, εντός ή εκτός των τεσσάρων γραμμών.

«Σκέφτομαι σοβαρά να αποσυρθώ. Αν δεν βρεθεί κάτι να ικανοποιεί τα “θέλω” μου, δεν νομίζω να συνεχίσω. Έχω πάρει το δίπλωμα προπονητικής UEFA C, για να ασχοληθώ με ακαδημίες. Προς το παρόν, αυτό έχω στο μυαλό μου. Ως το καλοκαίρι θα δούμε. Πιστεύω, όμως, πως το timing για να σταματήσω είναι ιδανικό».

Τέλος, μετά από δύο δεκαετίες πορείας στον χώρο και κυρίως στις κατηγορίες που απαρτίζονται κατά συντριπτική πλειοψηφία από Έλληνες και παιδιά ακαδημιών, η συμβουλή του έχει άλλη βαρύτητα.

«Το ποδόσφαιρο έχει όμορφο και άσχημο κομμάτι. Τα νέα παιδιά να μην παρασυρθούν και να κάνουν το άθλημα που αγαπούν, με τον τρόπο που θέλουν.

Είναι ένα παιχνίδι. Δεν ξεκινάει κανείς να παίζει, για να βγάλει χρήματα. Έτσι πρέπει να μένει και στο μυαλό μας, ειδικά για εμάς που δεν υπάρχουν μεγάλα συμβόλαια, ούτε κρίνονται ζωές.

Οι ερασιτέχνες να κρατήσουν ψηλά το “Ευ Αγωνίζεσθαι” και ό,τι συνεπάγεται με αυτό, γιατί αλλιώς δεν υπάρχουν συγκινήσεις και χωρίς συγκινήσεις, δεν υπάρχει ποδόσφαιρο και γενικότερα, αθλητισμός».

Πηγή: bnsports

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *