*Γράφει η Αγγελική Χίσσα
Την τελευταία πενταετία πυκνώνουν στη χώρα μας – και όχι μόνο – οι συζητήσεις για πρωτοφανή αύξηση της εγκληματικότητας, κυρίως των γυναικοκτονιών, αλλά και ποικίλων άλλων ειδεχθών πράξεων. Εκείνο όμως που μας ανησυχεί ιδιαίτερα είναι η πρωτοφανούς σκληρότητας «ανήλικη βία», ή μάλλον ακριβέστερα η ποιοτική μεταβολή της νεανικής παραβατικότητας. Ως εκ τούτου, γίνεται συχνά λόγος για ανάγκη αυστηροποίησης των ποινών, ενίσχυσης της αστυνόμευσης και ανάπτυξης πρακτικών πρόληψης κάθε είδους εγκληματικής δράσης.
Στον κοινωνικό μας χώρο γινόμαστε συχνά μάρτυρες πράξεων ακραίας βίας που εκπορεύονται από νεότατους ανθρώπους, ενίοτε μάλιστα εφηβικής ή ακόμα και προεφηβικής ηλικίας. Συμμορίες ανηλίκων οπλισμένων με μαχαίρια και σιδερογροθιές, κλοπές με τραυματισμούς των θυμάτων, σεξουαλική βία, διακίνηση ναρκωτικών κ. ά. Πώς να λημονήσει κανείς τον ομαδικό βιασμό ενός δεκαπεντάχρονου στο Ίλιον ή τον ξυλοδαρμό δεκατετράχρονης ενώπιον «θεατών» στη Γλυφάδα; Η ποιοτική διαφορά της εγκληματικότητας σ’ αυτές τις περιπτώσεις δεν έγκειται απλώς στο βαθμό αγριότητας των πράξεων , αλλά στο γεγονός ότι άτομα της παρέας τις βιντεοσκοπούσαν και τις αναρτούσαν σε Social Media.
Μια από τις μορφές νεανικής παραβατικότητας είναι η ενδοσχολική βία. Τα πρόσφατα συμβάντα στην Κυψέλη και στη Γλυφάδα, με ξυλοδαρμούς και μαχαιρώματα μεταξύ δεκαπεντάχρονων κοριτσιών, έδωσαν λαβή για σχόλια περί ευθυνών του σχολείου και των εκπαιδευτικών. Ενδέχεται να υπάρχουν μεμονωμένες περιπτώσεις αβλεψίας ή «αβελτηρίας» κάποιων δασκάλων μπροστά σε ανάλογα περιστατικά. Ενίοτε μάλιστα αποδεικνύονται ανεπαρκή και τα όρια που θέτει το πλαίσιο λειτουργίας των ενδοσχολικών σχέσεων. Αυτό όμως δεν επιτρέπει την απόδοση ανάξιων κινήτρων στους εκπαιδευτικούς, πολύ περισσότερο μάλιστα την αμαύρωση του ρόλου του σχολείου ως φορέα γνώσης και αξιών. Αντίθετα, το σχολείο εκπαιδεύει τους νέους στη συνύπαρξη και την αλληλεγγύη καλλιεργώντας αξίες και ιδανικά. Θα λέγαμε μάλιστα ότι αποτελεί ένα από τα τελευταία αναχώματα στην επέλαση της εξωκατευθυνόμενης βίας. Είναι εξάλλου αφελές να περιμένουμε από το σχολείο να υποκαταστήσει την οικογένεια, την κοινωνική πρόνοια ή τις δομές ψυχικής υγείας.
Δεδομένου ότι γίνεται λόγος για την ενδοσχολική βία κρίνω σκόπιμη την επίκληση της προσωπικής μου εμπειρίας ως καθηγήτριας, κυρίως σε Λύκεια. Διαβεβαιώνω λοιπόν ότι και στο παρελθόν λάμβαναν χώρα στα σχολεία ακραία περιστατικά βίας με τραυματισμούς. Στη 40χρονη διαδρομή μου έχω να θυμηθώ κάποια πολύ σοβαρά περιστατικά με μεταφορά μαθητών στο Νοσοκομείο. Η πρώτη μάλιστα περίπτωση – πριν τριάντα περίπου χρόνια – αφορούσε μαθητή που είχε έρθει στο σχολείο, όπου υπηρετούσα, με «αλλαγή σχολικού περιβάλλοντος» λόγω παραβατικής συμπεριφοράς. Ήμουν μάλιστα μία εκ των εφημερευόντων καθηγητών που δεν μπόρεσαν να αποτρέψουν το αιματηρό επεισόδιο. Στο επαγγελματικό μου «Ημερολόγιο» καταγράφονται δυσάρεστες λεπρομέρειες…
Γίνεται λοιπόν κατανοητό ότι επιβάλλεται να αναζητηθούν αλλού τα αίτια της ανήλικης βίας και να ενταχθεί το φαινόμενο σε ένα ευρύτερο πλαίσιο. Πέρα από την εγγενή επιθετικότητα – που είναι πιο έντονη σ’ αυτές τις ηλικίες – και από την «χαλάρωση» που χαρακτηρίζει τους πρωτογενείς φορείς κοινωνικοποίησης, υπάρχουν σοβαρότατοι λόγοι ψυχοκοινωνικής φύσης που ωθούν τα παιδιά στο άγχος, το θυμό και εντέλει στη βία. Ας λάβουμε υπόψη ότι οι νέοι αναπνέουν σε ένα κλίμα αφιλόξενο, μέσα στην έλλειψη επικοινωνίας και εγκαρδιότητας που χαρακτηρίζει πλέον τις ανθρώπινες σχέσεις. Κατά συνέπεια καταλήγουν να ζουν… μέσω των Social Media. Η απόσταση όμως μεταξύ εικονοποιημένης πραγματικότητας και αληθινού κόσμου, ιδιαίτερα μετά την καταλυτική έλευση της Τεχνητής Νοημοσύνης, δημιουργεί σύγχυση που είναι μοιραίο, αργά ή γρήγορα, να οδηγήσει στην απογοήτευση ή σε αποκλίνουσες συμπεριφορές. Επιπλέον, ως γνωστόν, μέσω του μιμητισμού που καλλιεργείται από θεάματα και βιντεοπαιχνίδια με – έστω και έμμεσες – μορφές βίας, αυξάνονται τα κρούσματα βίαιης συμπεριφοράς και έκφρασης «ταυτότητας» μέσω αυτών.
Δεν είναι λίγοι επίσης αυτοί που εκτιμούν ότι η πανδημία του covid-19, με τον εγκλεισμό και τους περιορισμούς που επέβαλε, όξυνε τα ήδη υπάρχοντα άγρια ένστικτα, που βέβαια άρχισαν να εκδηλώνονται ετεροχρονισμένα. Από την άλλη, η παγκόσμια αποσταθεροποίηση γενικότερα, με τους τοπικούς – προς το παρόν – πολέμους, τη μετανάστευση, την οικονομική αστάθεια και την πολιτισμική σύγχυση, που εντείνεται και από τη σχετικοποίηση της ηθικής, οδηγούν σε μια αυξανόμενη ανασφάλεια, αβεβαιότητα και απομονωτισμό, που απειλούν την ψυχική ισορροπία των νέων. Δημιουργείται έτσι ένα υπαρξιακό αδιέξοδο που, σε συνδυασμό με την αποδιοργάνωση των στηρικτικών δικτύων, οδηγεί σε μια στάση αποδόμησης των πάντων.
Ειδικότερα, πάντως, στην Ελλάδα, το υψηλό κόστος ζωής, η λεηλασία του εισοδήματος, η ανεργία, το άγχος της επιβίωσης και όλα τα συναφή φαινόμενα, που εκτρέφει ο καπιταλισμός, δημιουργούν ένα ασφυκτικό κλίμα. Αν στις δυσμενείς συνθήκες διαβίωσης προσθέσει κανείς την κρίση των θεσμών, τα σκάνδαλα και τη διαφθορά που αφορούν σημαίνοντα πολιτικά πρόσωπα και «δορυφόρους» τους, αντιλαμβάνεται την κρίση δημοκρατικότητας της κοινωνίας που συνεπάγεται την πλήρη απαξίωση της Πολιτικής και της Δικαιοσύνης. Δεν είναι λοιπόν να απορεί κανείς για την επικράτηση της αδικίας, της ανομίας, της καταπάτησης των δικαιωμάτων του ανθρώπου και κατ’ επέκταση της παραβατικότητας.
Ωστόσο , δε θα συμφωνήσουμε με τις αναφορές του τύπου «έκρηξη της νεανικής παραβατικότητας», «το φαινόμενο έχει πάρει διαστάσεις επιδημίας» και «αποτελεί απειλή για την κοινωνία». Είναι προφανές ότι τα Media διoγκώνουν τη σημασία και την επικινδυνότητα τέτοιων συμβάντων σε…κρίσιμες στιγμές για τους κυβερνώντες, λόγω κάποιου σκανδάλου που τους βαρύνει, ή λόγω κάποιου κακού χειρισμού ή ήττας στην εξωτερική πολιτική. Τότε γίνονται τρομολαγνικά ρεπορτάζ και ανασύρονται κατά το δοκούν προς δημόσια συζήτηση οι «εν υπνώσει» κρίσεις, με στόχο τον περισπασμό της κοινής γνώμης από τα φλέγοντα ζητήματα και την σκόπιμη διασπορά του φόβου.
Η εργαλειοποίηση, επομένως, των κρίσεων αποτελεί πάγια τακτική που ευνοεί ποικιλοτρόπως τις κυβερνήσεις ως ένας επιπλέον μηχανισμός κοινωνικού ελέγχου. Καθώς μια μερίδα πολιτών απαιτεί να ενταθούν τα μέτρα ασφαλείας, η νομιμοποίησή τους αφενός ανακουφίζει το φόβο, αφετέρου δικαιολογεί τη διάθεση κεφαλαίου για την εξασφάλισή τους. Τα επιπλέον μέτρα όμως – η ευρύτερη χρήση καμερών , drones, νυχτερινών περιπολιών – αυξάνουν τον έλεγχο και την επιτήρηση όλου του πληθυσμού και έτσι επεκτείνεται η εξουσία του κράτους, πράγμα που είναι και το ευκταίο.
Όσο για το τι πρέπει να γίνει, αρκεί να δούμε τα αίτια του φαινομένου και να στοχεύσουμε στην εξ αντιστροφής θεώρησή τους, χωρίς πάντως να είμαστε αισιόδοξοι. Καθώς λοιπόν οι περισσότεροι αναφέρονται στο ρόλο της Πολιτείας, ας μη γελιόμαστε: Κράτος χωρίς Δικαιοσύνη δεν υφίσταται. Αν λοιπόν δεν υπάρχει κράτος, δεν μπορούμε να μιλάμε για τίποτε άλλο.
*Η κα Αγγελική Χίσσα είναι φιλόλογος
** Η κα Χίσσα αρθρογραφεί επί σειρά ετών σε τοπικές εφημερίδες με την στήλη της “Εξ αφορμής”.
Υ.Γ. Παροτρύνουμε και άλλους συμπολίτες μας να συμμετέχουν στον δημόσιο διάλογο για θέματα του ενδιαφέροντος τους.




