Η Ήπειρος έζησε και δεν έζησε την Επανάσταση του ‘21. Τα Γιάννενα ήταν ο πλούσιος τόπος των λόγιων, μορφωμένων αστών, όπου συμβίωναν αρμονικά με τους Τούρκους. Η βασική εξεγερση που επιχειρήθηκε, αυτή του Διονυσίου του Φιλοσόφου, πνίγηκαν σχεδόν αμέσως στο αίμα. Ο ρόλος των Ιωαννίνων ήταν άλλος: Ήταν ο Ελληνικός Διαφωτισμός και η δύναμη που προσφέρει η μόρφωση στη διάδοση των ιδεών. Εξάλλου, ποια Επανάσταση έγινε διαφορετικά;
Κατά το Νεοελληνικό Διαφωτισμό, τα Γιάννενα υπήρξαν κέντρο διασποράς ιδεών της νέας εποχής, αυτής που αποζητούσε ελευθερία, ανεξαρτησία και αυτονομία. Τα Γιάννενα, μαζί με την Κωνσταντινούπολη, αποτέλεσαν τα σημαντικότερα κέντρα του νεοελληνικού διαφωτισμού, ίδρυσαν εμβληματικές σχολές για την εκπαίδευση και τη διαμόρφωση συνείδησης και χρηματοδότησαν τα τέσσερα τυπογραφεία της Βενετίας. Η συμβολή των Ιωαννίνων στην Επανάσταση υπήρξε ανυπολόγιστη, αλλά δε μεταφράστηκε σε μάχες.
Αλλά η Θεσπρωτία ήταν ο φάρος της αντάρτικης αντίστασης, εκεί στα βουνά της Μουργκάνας και στις “μαυροθάλασσες”. Ακριβώς επειδή τα Γιάννενα είχαν διαφορετικό ρόλο στην Επανάσταση, αυτόν της διαμόρφωσης ταυτότητας, δε βρίσκουμε δημοτικά τραγούδια που να μεταφέρουν το κλίμα της εποχής. Αντιθέτως, η Θεσπρωτία και λιγότερο η Άρτα, ύμνησαν την αντίσταση από τα βουνά του Σουλίου ως τις όχθες του Αχέροντα, ως τις θάλασσες του Ιονίου. Το δε Σούλι, δηλαδή η περιοχή στη Μουργκάνα που αποτελείται από 11 χωριά της ομώνυμης συνομοσπονδίας, αποτέλεσε τόσο πολεμικό, όσο και οικονομικό εγγυητή της ασφάλειας των χωριών που βρίσκονταν υπό την προστασία του. Εκεί θα συναντήσουμε τους Μποτσαραίους, την οικογένεια Τζαβέλλα και πολλές θρυλικές γυναικείες φιγούρες, που έγραψαν τη δική τους ιστορία.
Οι περιγραφές των μαχών
Τα τραγούδια της Θεσπρωτίας δίνουν πληροφορίες για τις μάχες, όπως αυτές μεταφέρθηκαν από στόμα σε στόμα. Με την υπερβολή του λόγου που φέρει η νίκη ή η ήττα, την θλίψη ή τον ενθουσιασμό. Ακούμε πως “κάτω στις μαυροθάλασσες” ξεκίνησε πόλεμος “από το πρωί ως το γιόμα”, μεταξύ του τουρκικού στόλου που είχε 18 καράβια, ενά “τα ρωμαίικα δέκα”. Και νίκησαν τα τούρκικα και πήραν τα ρωμαίικα…
“Στης Λένως του Μπότσαρη” περιγράφεται μια από τις μάχες, όπου στήθηκαν τρία μπαϊράκια, δηλαδή οχυρό, στο Σούλι στα πηγάδια. Το ένα οχυρό ήταν του Αλή Πασά, το άλλο του Βελή Γκέκα και το τρίτο (το καλύτερο) του Μάρκου Μπότσαρη. Ο ήρωας Μπότσαρη ειρωνεύεται τον Αλή Πασά, ρωτώντας τον τι περίμενε “να σου’χω εδώ τα Γιάννενα να περπατάς καβάλα;”. Εκεί ήταν το Κακοσούλι και τον πολεμούσαν η Τζαβέλαινα και η αδερφή του η Λένω.
Περιγράφεται, ακόμη, η μάχη των Σουλιωτών με τους κάτω Δερβινιώτες. Αυτό το τραγούδι μεταφέρει τα νέα της απαγωγής μιας νέας στη μητέρα της, λέγοντας πως οι Δερβινιώτες πήρανε φλουριά, γρόσια και άρπαξαν μέσα από τα χέρια της μάνας της το κορίτσι, που είναι πολύτιμη σαν κρύσταλλο και εύθραυστη σαν από γυαλί.
Βλέπουμε, λοιπόν, πως ο ρόλος του ηπειρώτικου επαναστατικού τραγουδιού δεν είναι μόνο για την ανύψωση του ηθικού των πολεμιστών, αλλά κρατά ζωντανή την ιστορία, πενθεί, μεταφέρει πληροφορίας και καλλιεργεί έναν θρύλο. Ένας από τους θρύλους, ήταν ο Τρομερός Σαμαντάκας.
Ο ήρωας Οσμάν Τάκας
Ο Οσμάν Τάκας, ή αλλιώς Σαμαντάκας, ήταν μία πολύ αγαπητή μορφή στην Θεσπρωτία. Όπως υπήρξε ο Αστραπόγιαννος εγγυητής της ασφάλειας των κατοίκων της Δωρίδας, ο Σαμαντάκας ήταν πολεμιστής στην Αλβανία και στη Θεσπρωτία.
Συλληφθής και καταδικασμένος σε θάνατο, ζήτησε για τελευταία φορά να χορέψει. Ο θρύλος λέει πως ο χορός του συγκίνησε τόσο πολύ τον μπέη στο Μαργαρίτι, που του χάρισε τη ζωή. Έκτοτε, έγινε τραγούδι και λεβέντικος χορός.
Οι γυναίκες της αντίστασης
Ο Μάρκος Μπότσαρης φωνάζει στον Αλή Πασά ότι τον πολεμά η Τζαβέλαινα και η αδερφή του η Λένη και δικαίως, καθώς οι Σουλιώτισσες ήταν περίφημες μαχήτριες.
“Κορίτσια από τα Γιάννενα, αχ γριά Τζαβέλαινα
Νυφάδες απ’το Σούλι
Τα μαύρα να φορέσετε, να μαυροφορεθείτε
Το Σούλι χαρατσώθηκε”
Και τότε η γριά Τζαβέλαινα, ζώστηκε τα άρματα και πήγε σε πόλεμο. Η Λένω Μπότσαρη, κόρη του Κίτσου, στα 15 της χρόνια βρέθηκε αποκλεισμένη από τον Αλή Πασά σε μοναστήρι στα Άγραφα. Πολέμησε γενναία, αλλά οι δυνάμεις της υστερούσαν μπροστά στον τουρκοαλβανικό στρατό. Έτσι, έπεσε να πνιγεί στο ποτάμι, για να μην πιαστεί ζωντανή. Κάτι τέτοιο, να πιανόταν ζωντανή, δεν θα σήμαινε μόνο την ήττα της, αλλά βασανιστήρια, βία και εκδίκηση χειρότερα από τον θάνατο.
Υπάρχει, βέβαια, και ο μύθος του Ζαλόγγου, μύθος πέρα για πέρα αναληθής, αλλά ενδεικτικός του ρόλου των γυναικών στο Σούλι. Μπορεί οι Σουλιώτισσες να μην αυτοκτόνησαν, πράγμα που αποδεικνύει και η αρχαιολογική σκαπάνη, αφού δεν βρέθηκε κανένας σκελετός, πολλώ δε μάλλον δεκάδες, αλλά ήταν ανεξάρτητες, πολεμίστριες και σίγουρα δεν θα παραδίδονταν ώστε να γίνουν σκλάβες στα χέρια ανδρών. Ούτε καν των δικών τους.
Οι Σουλιώτισσες ήταν εκείνες που εφοδίαζαν τον στρατό, πολεμούσαν και φρόντιζαν να πολεμήσουν και οι άντρες. Όσους δείλιαζαν, τους χαρακτήριζαν ανάξιους να σταθούν σύζυγοι μίας γυναίκας. Στη Μόρφω Τζαβέλαινα αποδίδεται μια συγκλονιστική ιστορία. Κατά τη διάρκεια παύσης πυρός, για να ξεκουραστούν οι μαχητές, η Τζαβέλαινα μαζί με άλλες σουλιώτισσες πίστεψαν πως οι άντρες τους σκοτώθηκαν.
Έτσι, με αρχηγό τη Μόρφω, μαινόμενες όρμηξαν στον τουρκαλβανικό στρατό, σήκωσαν τα φουστάνια τους, έδειξαν τα γυμνά τους μέλη και τους έτρεψαν σε φυγή.
Τέλος, εκ των θρυλικότερων γυναικών στο Σούλι, είναι η Δέσπω Μπότση. Το 1803, στρατός αλβανών πολεμιστών έφτασαν στη Ρινιάσα, ένα χωριό στα Τζουμέρκα όπου είχαν καταφύγει 78 Σουλιώτες. Άλλους τους έσφαξαν, άλλους τους αιχμαλώτισαν. Η Δέσπω Μπότση, κλεισμένη σε έναν πύργο μαζί με δέκα κόρες, νύφες της και εγγονές, πολέμησαν σθενάρα. Όταν είδαν πως πρόκειται να ηττηθούν, έβαλαν φωτιά στον πύργο και κάηκαν ζωντανές. Για αυτές γράφτηκε το δημοτικό τραγούδι:
“Αχός βαρύς ακούγεται, πολλά τουφέκια πέφτουν
(…)
Η Δέσπω κάνει πόλεμο με νύφες και μ’ αγγόνια”.
Δίνοντας τη ζωή τους, οι σουλιώτισσες γλίτωσαν σκλαβιά, ξύλο, βιασμούς και θανατώσεις.
Τα ηπειρώτικα τραγούδια της αντίστασης διατηρούν έναν ωμό ρεαλισμό και μια ευγένεια, ένα σεβασμό στα όπλα και στη μάχη. Ακόμη κι αν οι εντυπωσιακές πράξεις μεταφέρονται σε εντυπωσιακές αφηγήσεις, βλέπουμε μία σεμνότητα απέναντι στην ήττα και έναν σεβασμό στον ηρωισμό, αλλά χωρίς τον έκδηλο πατριωτισμό που παρατηρείται σε άλλες περιοχές της χώρας. Ίσως επειδή στα βουνά του Αχέροντα και στις πύλες του Άδη, ο θάνατος είχε διαφορετικό βάρος.
ΠΗΓΗ: www.in.gr