Ο Δελβινακιώτης ιατροφιλόσοφος Κωνσταντίνος Ηροκλής Βασιάδης

Share Button

Του Σωτήρη Λ. Δημητρίου

Τὸ ἐπώνυμο Βασιάδης εἶναι ἀρκετὰ γνωστὸ στὴν Θεσπρωτία, ἀφου μία οἰκογένεια τοῦ γένους του Κων-νου Ἠροκλὴ Βασιάδη μετακινήθηκε στοὺς Φιλιάτες Θεσπρωτίας καὶ ἀπὸ κεῖ στὴν Ἠγουμενίτσα καὶ στὸ Καστρὶ Ἠγουμενίτσας. Ἔκτοτε δραστηριοποιήθηκαν καὶ ἐκεῖνοι στὴν γενέτειρα τους τὴν Θεσπρωτία καὶ ὁ καθένας πρώτευσε σὲ ὅτι ἐνασχολήθηκε καὶ μὲ ὅ,τι μέσον τους προσέφερε ὁ φτωχὸς αὐτὸς τόπος μας. Ἔτσι πρόχειρα νὰ θυμηθοῦμε τὸν Νῖκο Βασιάδη, ὁ ὁποῖος ἦταν ὁ στυλοβάτης τοῦ Θεσπρωτικοῦ ποδοσφαίρου μὲ προσφορὰ πάνω ἀπὸ μισὸ αἰῶνα στὸν «Α.Σ. Θεσπρωτὸς» ὡς ποδοσφαιριστὴς καὶ προπονητής, τὸν Τάκη Βασιάδη ὡς ἀθλητὴ τοῦ κλασικοῦ ἀθλητισμοῦ καὶ γυμναστῆ, καθὼς καὶ μὲ προσφορὰ στὸν ἀθλητισμὸ καὶ ἀπὸ ἄλλα πόστα καὶ οἱ δυὸ θανόντες τὰ τελευταῖα χρόνια. Ὁ Γιῶργος Βασιάδης μὲ τὴν οἰκογένειά του, ποὺ ἐπισκέπτεται καὶ δὲν ξεχνάει τὸν τόπο ποὺ γεννήθηκε καὶ μεγάλωσε, ὁ Ἀναστάσιος Βασιάδης ὁ γιατρός μας ποὺ ὡς γιατρὸς παρέμεινε στὴν Βέροια τὴν ὁποία ἀγαπᾶ ἀλλὰ ποτὲ δὲν ξεχνᾶ τὸν τόπο του τὴν Ἠγουμενίτσα, τὴν ὁποία πολὺ τακτικὰ ἐπισκέπτεται ἀλλὰ καὶ ἄλλοι ἀκόμη ὅπως ὁ Κώστας Βασιάδης ἀπὸ τὸ Καστρί, με παπού Νίκο και πατέρα Ηλία Bασιάδη. Ζεῖ κι αὐτὸς στὴν Ἀθήνα. Ἀγαπημένοι ἄνθρωποι καὶ φίλοι. Ἀγάπησαν τὴν Θεσπρωτία ἀνδρώθηκαν γενιές, ἄφησαν ἀνεξίτηλα τὴν σφραγῖδα τους, ὅσοι εἶναι ἐν ζωῇ ἐπισκέπτονται τὸν τόπο τους, ἀλλὰ κι ἐκεῖνοι ὅπως προανέφερα ἔχουν μετακινηθεῖ κυρίως πρὸς Ἀττικὴ καὶ Μακεδονία, χωρὶς ὅμως νὰ ξεχνοῦν νὰ ἐπισκέπτονται τὴν γενέτειρα, ἐνῷ θυμοῦνται καὶ νοσταλγοῦν τὰ χρόνια ποὺ ζοῦσαν στὴν Θεσπρωτία καὶ μεγάλωναν στὴν μικρή της πρωτεύουσα.

 

Ἀποτελοῦν ὅλοι ἐκεῖνοι, ἀπογόνους τοῦ ἰατροφιλόσοφου Κωνσταντίνου Ἠροκλὴ Βασιάδη ἀλλὰ ποτὲ δὲν ξάπλωσαν πάνω στὶς δάφνες του ἀλλὰ διακρίθηκαν ὅλοι γιὰ τὴν ἐργατικότητά τους καὶ ὅλοι ἔχουν ἕνα χαμόγελο νοσταλγίας καὶ ἀγάπης γιὰ τὴν μικρή μας πόλη καὶ τοὺς πατριῶτες τους.

Ἀφοῦ οἱ ἴδιοι ἀπὸ μετριοφροσύνη δὲν πολυδημοσιεύουν γιὰ αὐτὸ τὸν μεγάλο πατριώτη τῆς Τουρκοκρατίας, πρόγονό τους ἂς γράψουμε ἐμεῖς κάποιες γραμμὲς τιμῶντας τὸν πρόγονο τῶν συμπατριωτῶν μας αὐτῶν.

Κωνσταντῖνος-Ἠροκλὴς Βασιάδης λοιπόν, γεννήθηκε στὸ Δελβινάκι Ἠπείρου 30 Μαρτίου 1821. Τὸ ἀθλητικὸ παράστημα καὶ ὁ τολμηρὸς χαρακτῆρας τοῦ Κωνσταντίνου ἔγιναν αἰτία νὰ τὸν ἀποκαλοῦν Ἠροκλὴ καὶ τὸ ὄνομα αὐτὸ κράτησε ὡς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του. Ἔλαβε τὴ στοιχειώδη μόρφωση στὴ γενέτειρά του καὶ σὲ ἡλικία 14 ἐτῶν πῆγε στὴν Ἀρτάκη της Κυζίκου, ὅπου ὁ πατέρας του ἐργαζόταν σὰν φούρναρης. Τὸ 1837 ἐγγράφτηκε στὴ Μεγάλη τοῦ γένους Σχολή. Δύο χρόνια ἀργότερα διορίστηκε σχολάρχης στὴν ἀστικὴ σχολή της Βλάγκας καὶ ἀργότερα στὴ σχολὴ τοῦ Μεγάλου Ρεύματος. Μὲ ὑποτροφία τῆς Μεγάλης τοῦ Γένους Σχολῆς πῆγε στὴν Ἀθήνα τὸ 1843 γιὰ νὰ σπουδάσει στὸ πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν. Δὲν ἔμεινε ὅμως πολὺ ἐξ αἰτίας τοῦ ταραχώδους κλίματος ποὺ ἐπικρατοῦσε στὴν Ἀθήνα.

Ἐπιστρέφοντας στὴν Κωνσταντινούπολη διορίστηκε καθηγητὴς φιλολογίας στὴ Μεγάλη τοῦ Γένους Σχολή, θέση στὴν ὁποία παρέμεινε μέχρι τὸ 1847. Τὸ 1848 ἐκδίδει μὲ τὴν χορηγία τοῦ μεγάλου ποστέλνικου καὶ ὑπομνηματογράφου τοῦ Πατριαρχείου Σωτήρη Καλλιάδη, τὸν Α΄ Φιλιππικὸ καὶ τοὺς τρεῖς Ὀλυνθιακοὺς λόγους τοῦ Δημοσθένη. Γιὰ τὴν ἐργασία του αὐτή, τὸ πανεπιστήμιο τῆς Λειψίας τοῦ ἀπένειμε τὸ 1857 τιμῆς ἕνεκεν τὸν τίτλο τοῦ διδάκτορος τῆς φιλοσοφίας.

Ὁ Βασιάδης ἔμεινε στὸ Παρίσι μέχρι τὸ 1855, ὅπου μὲ τὴν οἰκονομικὴ ἐνίσχυση τοῦ Καλλιάδη καὶ παράλληλα μὲ τὰ παιδαγωγικά του καθήκοντα, σπούδασε ἰατρικὴ καὶ παρακολούθησε μαθήματα φιλολογίας καὶ φιλοσοφίας. Στὴ συνέχεια ἐπέβλεψε τὶς σπουδές τοῦ γιοῦ, τοῦ πρίγκιπα Μιχαὴλ Στούρτζα καὶ πῆγε στὸ Βερολῖνο. Ἐκεῖ παρακολούθησε μαθήματα ἰατρικῆς καὶ φιλοσοφίας γιὰ ἄλλα δύο χρόνια καὶ μετὰ τὴν ὑποστήριξη τῆς διατριβῆς του «Περὶ τῆς γυμναστικῆς τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων» καὶ ἀναγορεύτηκε διδάκτωρ τῆς ἰατρικῆς. Τὸ 1859, ἐπιστρέφοντας στὴν Πόλη, ἐπισκέφθηκε τὴν Ἀθήνα, ὅπου ὁ ὑπουργὸς παιδείας Θ. Ζαΐμης τοῦ πρότεινε, μετὰ ἀπὸ σύσταση τῶν καθηγητῶν Θ. Φαρμακίδη, Κ. Ἀσωπίου καὶ Φ. Ἰωάννου, τὴν ἕδρα τῆς Ἑλληνικῆς Φιλολογίας στὸ Ἐθνικὸ Πανεπιστήμιο, πρόταση τὴν ὁποία δὲν ἀποδέχθηκε θεωρῶντας τὴν παρουσία του στὴν Κωνσταντινούπολη περισσότερο ἀπαραίτητη. Μὲ τὴν ἐπανοδό του στὴν Κωνσταντινούπολη ἐργάστηκε ὡς καθηγητὴς στὴ Μεγάλη τοῦ Γένους Σχολὴ ἕως τὸ 1862.

Τὸν Ἀπρίλιον τοῦ 1861, ὁ Βασιάδης μαζὶ μὲ ἄλλους ἵδρυσε τὸν «Ἐν Κωνσταντινουπόλει Ἑλληνικὸ Φιλολογικὸ Σύλλογο» κατὰ τὸ πρότυπο τῶν ἀκαδημιῶν καὶ λεσχῶν τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης. Ἀπὸ τὰ 33 ἱδρυτικὰ μέλη, οἱ δέκα ἦταν γιατροί, οἱ ἑπτὰ ἐπιχειρηματίες, οἱ ἕξι ἐκπαιδευτικοὶ καὶ λόγιοι, οἱ τέσσερις μέλη τῆς ἀνώτερης ὀθωμανικῆς διοίκησης καὶ ἕνας, κληρικός. Στὰ τέλη τοῦ 1861, ὁ Βασιάδης μαζὶ μὲ ἄλλους λόγιους καὶ φιλογενεῖς ἄνδρες ὅπως οἱ Γεώργιος Ζαρίφης, Ἀλέξανδρος Πασπάτης, Σπυρίδων Μαυρογένης, Ἀνδρέας Συγγρὸς καὶ Ἀλέξανδρος Καραθεοδωρὴς ἵδρυσε τὸ «Ἐκπαιδευτικὸν Φροντιστήριον». Ἐκτὸς ἀπὸ αὐτοὺς ἵδρυσε τὸν «Ἠπειρωτικὸ Φιλεκπαιδευτικὸ Σύλλογο», τὸ «Θρακικὸ Φιλεκπαιδευτικὸ Σύλλογο» καθὼς καὶ τὸ «Σύλλογο ὑπὲρ τῆς Γυναικείας Παιδεύσεως».. Ἔπεισε μάλιστα τὸν Γεώργιο Χρηστάκη νὰ χρηματοδοτήσει τὴν ἵδρυση τῆς «Ζωγραφείου Βιβλιοθήκης».

Αγωνίστηκε τα μέγιστα για την ελληνική παιδεία, κατά τα χρόνια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.

Ἀπεβίωσε στὴν Κωνσταντινούπολη στὶς 19 Φεβρουαρίου 1890. Μετὰ τὸ θάνατό του ὁ Ἑλληνικὸς Φιλολογικὸς Σύλλογος πρὸς τιμήν του ἔστησε μαρμάρινη προτομὴ στὴν αἴθουσα τῶν συνεδριάσεων. Ἡ προτομὴ ἦταν ἔργο τοῦ Ἀθηναίου γλύπτη Φιλιππότη. Τὸ 1960 οἱ συμπατριῶτες του Βασιάδη ἔστησαν μία προτομὴ στὸ προαύλιο τοῦ Δημοτικοῦ Σχολείου στὸ Δελβινάκι. Ἐπίσης στὴν πατρίδα του, τὸ Δελβινάκι, ἔχει δοθεῖ τὸ ὄνομά του στὸ Δ.Ε.Α.Π. (Δημοτικὸ Ἐλεύθερο Ἀνοικτὸ Πανεπιστήμιο) «Κωνσταντῖνος Ἠροκλὴς Βασιάδης» τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 2013.

Ἔγραψε καὶ δημοσίευσε πάνω ἀπὸ 80 μελέτες, ἐκθέσεις, λόγους καὶ προσφωνήσεις.

Νικόλαος Β. Πατσέλης γράφει τὰ παρακάτω τὰ ὁποῖα δημοσιεύονται στὴν «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ» τὸ 1957, γιὰ τὶς προσπάθειες καὶ τὴν προσφορά του Κων-νοῦ Ἠροκλὴ Βασιάδη στὴν γενέθλια γῆ του. (Διατηροῦμε τὴν γλῶσσα καὶ τὸν τονισμὸ τῆς ἐποχῆς)  :

Διὰ τὸν βίον καὶ τὴν ἐθνικὴν δρᾶσιν τοῦ συμπατριώτου μας Κωνσταντίνου Ἠροκλέους Βασιάδη (1821 — 1890), ἐξεδώσαμεν τὸ 1933 εἰδικὴν μελέτην, δαπάναις τῆς ἕν Ἀθήναις  Ἔνώσεως Δελβινακιωτῶν. Ἤδη ἐκτελοῦντες πατριωτικὸν καθῆκον ὀφειλόμενον εἰς μνήμην σεβαστὴν καὶ ἀξίαν ἐθνικῆς εὐγνωμοσύνης, δίδομεν κατωτέρω μερικὰ στοιχεῖα ἀπὸ τὸ πολυσύνθετον δημιουργικὸν καὶ πολύμοχθον πνευματικὸν ἔργον τοῦ ἀνδρός, πού δὲν συμπεριελάβομεν εἰς τὴν μελέτην μας ἐκείνην, καὶ πού ἔχουν σχέσιν μὲ τὴν πανελλήνιον πνευματικὴν δρᾶσιν τοῦ ἰατροφιλοσόφου ἐκείνου συμπατριώτου μας.

Καίτοι βασικὴ ἀρχὴ τῆς δράσεως τοῦ Βασιάδη, ἦτο ἡ πνευματικὴ ἀναγέννησις τοῦ ἀλυτρώτου ἑλληνισμοῦ, ἵνα οὗτος διὰ τῆς παιδείας ἐπικρατήση εἰς τὴν Ἀνατολήν, ἕν τούτοις ὁ σοφὸς ἐκεῖνος Δελβινακιώτης, δὲν παρέλειπεν εὐκαιρίαν ὅπως συνεισφέρω τὴν συνδρομὴν του εἰς ζητήματα πανελληνίου οὕτως εἰπεῖν ἐνδιαφέροντος.

Ἐκεῖνο πράγματι πού χαρακτηρίζει, ὅλους τοὺς ὑπὸ οἱανδήποτε μορφὴν δρᾶσιν τάς, κατὰ τὸν παρελθόντα αἰῶνα, εἰς  τὸν ἀλύτρωτον τότε ἑλληνισμόν, μεγάλους συμπατριώτας μας, εἶνε ἡ εὐρεῖα ἐθνική ἀντίληψις ποῦ εἶχον οὗτοι εἷς οἱανδήποτε πατριωτικήν των ἐκδήλωσιν. Εἰς παρομοίαν περίπτωσιν ὡραματίζοντο οἵ ἄνδρες ἐκεῖνοι, καὶ ἐνηγκαλίζοντο, μὲ τὴν σκέψιν των ὁλόκληρον τὸν ἑλληνισμόν. Δὲν ἦσαν τοπικισταὶ ἀλλὰ πανέλληνες. Ἡ φιλοπατρία τοῦ Ἠπειρώτου δὲν ἔχει μόνον τοπικὸν χαρακτῆρα, ἄλλα εἶνε καὶ φιλοπατρία καθολικοῦ  Ἑλληνισμοῦ. Διὰ τὸν Ἠπειρώτην τῆς ἐποχῆς ἐκείνης δὲν ἦτο μόνον ἡ Ἤπειρος μία καὶ ἀδιαίρετος, ἀλλὰ μία καὶ ἀδιαίρετος ἦτο ὅλη ἡ Ἑλλάς.

Ἰδοὺ διατὶ οἱ ἀδελφοὶ Ζάππα, ἀπὸ τὸ Λάμποβον, ἐπὶ παραδείγματι ἵδρυον τὸ Ζάππειον Παρθεναγωγεῖον εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, ’Ἐκκλησίαν εἰς τὴν ἰδιαιτέραν των πατρίδα, καὶ τὸ Ζάππειον Μέγαρον εἰς  τάς ’Ἀθήνας.

Ἰδοὺ διατὶ βλέπομεν τὸν μέγαν εὐεργέτην Αβέρωφ, νὰ σκορπίζη τὰς ἡγεμονικάς του δωρεᾶς εἰς  τὴν γενέτειράν του Μέτσοβον, εἰς τὸν ἑλληνισμόν τῆς Αἰγύπτου, καὶ εἰς τὴν πρωτεύουσαν τῆς ἐλευθέρας ’Ἑλλάδος.

Ἰδοὺ διατὶ ὁ Δούκας καὶ οἱ Ζωσιμάδαι, εἰς παλαιοτέραν ἐποχὴν ἐσκόρπιζον ἀνὰ τὸ Πανελλήνιον, ὁ μὲν πρῶτος τὸ προϊὸν τῆς πνευματικῆς τοῦ ἐργασίας καὶ μόχθου, οἱ δὲ δεύτεροι τούς πνευματικοὺς θησαυροὺς τοῦ Κοραῆ.

Ἰδοὺ διατὶ ὁ Καπλάνης, διὰ διαθήκης δὲν ἐφρόντισε μόνον διὰ τὴν ἐπ’ αὐτοῦ ἱδρυθεῖσαν εἰς τὰ Ἰωάννινα σχολήν, διὰ τὰ πτωχὰ κοράσια καὶ τούς φυλακισμένους τῶν  Ἰωαννίνων, ἄλλα ἐξ ἴσου καὶ διὰ τὰς σχολᾶς του Ἄθωνος καὶ τῆς Πάτμου (ι).

Ἀπὸ παρόμοιον πανελλήνιον πνεῦμα ἐμφορούμενος καὶ ὁ μέγας ἐκεῖνος συμπατριώτης μας Βασιάδης, δὲν παρέλειπεν εὐκαιρίαν νὰ ἐκδηλώση τὴν συνδρομήν του εἰς κάθε παρουσιαζομένην εὐκαιρίαν.

Κατωτέρω δίδομεν μερικὰ παραδείγματα τῆς πανελληνίου αὐτῆς δράσεως τοῦ σοφοῦ συμπατριώτου μας.

Εἰς τὴν Σμύρνην, οὕτω, ἐλειτούργει, κατὰ τὸ β΄ ἥμισυ τοῦ παρελθόντος αἰῶνος (1870—73) τὸ 1

  1. Ὅ ἀείμνηστος καθηγητὴς Λάμπρος ἔλεγεν ὅτι ὁ ἠπειρώτης ἔχει τρία ταμεῖα, ἕν διὰ τὸν ἑαυτόν του, ἕν διὰ τὴν μεγάλην πατρίδα καὶ ἕν διὰ τὴν γενέτειραν. Πολλάκις τὰ δύο τελευταῖα εἶναι μεγαλείτερα τοῦ ἰδίού αὐτοῦ ταμείου. Ἐνίοτε μάλιστα δὲν ὑπάρχει, τὸ Ἰδιαίτερον τοῦτο ταμεῖον (Λόγοι καὶ Ἄρθρα Ἀθῆναι 1902 σελ. 95)

γνωστὸν «Ἀναγνωστήριον», τῆς πόλεως «Σμύρνη»,πού εἶχεν ἰδρυθεϊ   ἀπὸ τοὺς μεγαλειτέρους τὴν ἡλικίαν διανοουμένους τῆς πόλεως (1) καὶ τὸ ὅποιον ἀπέβλεπεν εἰς τὴν μόρφωσην τῶν μελῶν του μὲ διαλέξεις, μαθήματα, περιοδικὸν καὶ ἵδρυσιν βιβλιοθήκης. Ἐπρόκειτο, καθὼς βλέπομεν περὶ σοβαρᾶς ὀργανώσεως ἀνδρῶν διανοούμενον , πού εἰργάζοντο μὲ ζῆλον, ἀφοσίωσιν, καὶ μεγάλην φιλοπατρίαν. Τὸ ἵδρυμα τοῦτο ἔφθασεν εἰς  τὴν μεγαλειτέραν του ἀκμήν, ἐπί προεδρίας τοῦ ἐμπνευσμένου καθηγητοῦ Σάββα Κεσίσογλου, ὁ ὁποῖος ἐπιβλητικός, σεβαστὸς ἀπὸ ὅλους, μὲ δραστηριότητα καὶ ζῆλον κατώρθωσε νὰ γίνη ὁ κύριος ρυθμιστής, τῆς πορείας του ἱδρύματος, τὸ ὁποῖον  συνεχῶς ἐξυψούμενον, προεκάλεσε τὸ ἐνδιαφέρον ὁλοκλήρου τοῦ ἑλληνισμοῦ, συγκατέλεγε δὲ μεταξὺ τῶν μελῶν του ἐκτὸς τῶν ὁμογενῶν, διαπρεπεῖς ξένους καὶ μωαμεθανοὺς ἀκόμη.

Ὁ Βασιάδης διὰ νὰ εὐρύνη τὸν κύκλον τῆς δράσεως τοῦ Σωματείου τούτου, τὰς κατευθύνσεις καὶ τὸν σκοπόν του, εἰσηγεῖται τὸ 1872, εἰς τὸν καθηγητὴν Κεσίσογλου, νὰ τὸ μετατρέψη ἀπό ἁπλοῦν μορφωτικὸν ἵδρυμα, εἰς φιλεκπαιδευτικὸν τοιοῦτον, μὲ πρόγραμμα ποῦ παρὰ τοὺς ἐκλαϊκευτικούς του καὶ μορφωτικοὺς σκοπούς, θὰ ἀπέβλεπεν εις τὴν ἐκπαιδευτικήν ἀναμόρφωσιν τῆς Ἀνατολῆς, καθὼς καὶ εἰς τὴν τόνωσιν καὶ ὑποστήριξιν τῆς λαϊκῆς παιδείας, εἰς τὴν περιοχὴν ἐκείνην τῆς Ἀνατολῆς καὶ ἰδίως εἰς τὴν Σμύρνην.

Καθ’ ὑπόδειξιν όθὲν τοῦ Βασιάδη τὸ Σωματεῖον τοῦτο, μετωνομάσθη. «Ὅ “Ὅμηρος» ἵνα κατὰ τὸν σοφὸν συμπατριώτην μας «Ἐγκωμιάζηται ὁ Πατριάρχης τῆς ‘Ἐθνικῆς ἡμῶν Φιλολογίας».

Ἰδού τί ἔγραφε τότε σχετικῶς ὁ Βασιάδης εἰς τὸν Κεσίσογλου:

«Ὁ περιώνυμος τῆς Γαλλίας κριτικὸς ὁ Sainte Beuve ἐπεθύμει νὰ ιδρυθή «’Ὁμηρικὴ Ἀκαδημία, εν ἢ οὐ μόνον περί Ὁμήρου καὶ τῶν ἀθανάτων αὐτοῦ ποιημάτων νὰ γίγνηται λόγος, οὐκ ἔστιν ἄραγε καλὸν καὶ ἔλληνοπρεπὲς ἐν τῇ Σμύρνη νά τελεῖται ὑπό ‘Ἀναγνωστηρίου ἐπέτειος ἑορτή τον – 1

  1. Προηγουμένως εἶχεν ἱδρυθεῖ εἰς τὴν Σμύρνην 6 «Σμυρναΐκός Φιλολογικὸς Σύλλογος» ποὺ έσβυσεν πρὶν νὰ φανῆ, (Μικρασ. Χρόν, Β΄ σελ. 250).

Μελησιγενοῦς καὶ ἐγκωμιάζηται ὁ πατριάρχης τῆς Ἐθνικῆς ἡμῶν φιλολογίας; οὐδεὶς δὲ φόβος μὴ ἐκλίπη ἡ ὑπόθεσις λόγων περὶ Ὁμήρου…» (-).

Κατά Μάρτιον τοῦ 1879, εἶχε συγκληθεῖ εἰς Ἀθήνας, ὡς γνωστόν «Συνέδρων τῶν Ἑλληνικῶν Γυμναστικῶν Συλλόγων εἰς τό ὁποῖον ὁ Βασιάδης ἀντιπροσώπευε τόν Ἑλληνικόν Φιλολογ. Σύλλογον τῆς Κωνσταντινουπόλεως.

Εἰς τό Συνέδριον λοιπὸν ἐκεῖνο, ὁ Βασιάδης ὑπέβαλεν ὑπόμνημα ὑπὸ τὸν τίτλον: «Περὶ ἀναστάσεως καὶ ἀναγεννήσεως τῆς ἐθνικῆς γυμναστικῆς παιδαγωγικῆς τε καὶ δημοσίας», εἰς τὸ ὅποιον ἐπρότεινεν οὗτος ὅπως εἰς τὰς διαφόρους πόλεις τῆς Ἑλλάδος ἱδρυθοῦν Γυμναστικοὶ Σύλλογοι, εἰς δὲ τάς ’Ἀθήνας ἕνας κεντρικὸς τοιοῦτος, προσθέτων ὅτι «οἱ ἐξ αὐτὸν ἀποφοιτήσοντες γυμνασταί καὶ γυμναστικοὶ εὐδοκιμήσουσι ἀνά πᾶσαν τὴν Ἀνατολὴν καὶ περιζήτητοι ἔσονται ὡς γυμνασταί καὶ διδάσκαλοι τῆς γυμναστικῆς οὐ μόνον ἐν τοῖς τῶν ἡμετέρων ἐκπαιδευτηρίοις, ἀλλὰ καὶ τοῖς τῶν συνοίκων ἐθνῶν».

Εἰς τὸ ὑπόμνημά του ἐκεῖνο, ὁ Βασιάδης ἐπρότεινεν ὅπως ὁ κεντρικὸς ἐκεῖνος εἰς τὰς Ἀθήνας Σύλλογος συγκαλῇ περιοδικῶς τὰ κάτωθι συνέδρια. Κατὰ τετραετίαν μὲν συγκαλεῖται εἰς τάς ’Ἀθήνας, Συνέδριον τῶν ἁπανταχοῦ τοῦ κράτους Ἑλλήνων γυμναστῶν καὶ γυμναστικῶν, εἰς ἐποχὴν ποῦ νὰ συμπίπτη μὲ τοὺς ὀλυμπιακοὺς ἀγῶνας ποῦ ἐτελοῦντο ἀνὰ τετραετίαν ἐνταῦθα.

Ἕτερον Συνέδριον θὰ τελεῖται, ἀνά διετίαν, εἷς τὴν πόλιν, εἷς τὴν ὅποιαν τὸ αὐτὸ ἔτος θὰ συνέρχεται τὸ Συνέδριον τῶν Ἑλληνικῶν Συλλόγων. Κάθε ἔτος τέλος θὰ συνέρχονται ἐπαρχιακαί σύνοδοι τῶν γυμναστῶν καὶ διδασκάλων τῆς γυμναστικῆς τῇ ἐπιμελείᾳ καὶ φροντίδι τῶν διαρκῶν επιτροπῶν τῶν πόλεων τούτων. Εἰς τὰς προτάσεις του ἐκείνας ὁ Βασιάδης διεπνέετο ἀπὸ τὴν σκέψιν ὅτι μὲ την ἵδρυσιν παρομοίων Συλλόγων καὶ Συνεδρίων ὄχι μόνον προήγαγε τὸ σωματικόν

  1. Περιοδ. τοῦ Ἀναγνωστηρίου Σμύρνης «Ἢ Σμύρνη» 1872 σελ. 41.

σθένος της νεότατος, τὴν εὐμέλειαν, εὐτονίαν καὶ εὐστροφίαν τῶν μυώνων, ἄλλα καὶ τὴν ἁρμονικὴν διάπλασιν τῆς ψυχῆς, συγκατεσκεύαζε τὸ ψυχικόν της κάλλος καὶ ἐδυνάμωνε τὰς ψυχὰς πού θὰ ἀνελάμβανον τὸν ὑπὲρ βωμῶν καὶ ἑστιῶν ἀγῶνα.

Μὴ λησμονῶν ἐπὶ πλέον ὁ Βασιάδης ὅτι εἰς τὴν γυμναστικὴν τὸ ἑλληνικὸν ἔθνος χρεωστεῖ μαζὺ μὲ τὰς ἀλησμονήτου ἡμέρας πανηγύρεων, τὴν ἐπίδειξιν τοῦ κάλλους καὶ τὴν παρασκευὴν τῆς ψυχικῆς ρώμης, ἀλλὰ καὶ αὐτὴν τὴν ἀπελευθέρωσιν του ἀπὸ τὴν μακρὰν δουλείαν, ἤθελεν οὕτω νὰ προετοιμάση νέον φυτώριον τῶν ἡρώων ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἡ πατρίς θὰ ἐστρατολόγει μίαν ἡμέραν τοὺς ἐλευθερωτάς τῶν ὑποδούλων τέκνων των.

Δυστυχῶς ὅμως τὸ Συνέδριον ἐκεῖνο ἐφάνη ὀλίγον ἐφεκτικὸν εἰς τὰς προτάσεις ἐκείνας τοῦ σοφοῦ Δελβινακιώτου, αἱ ὁποῖαι ἐθεωρήθησαν ὀλίγον πρόωροι καὶ ρωμαντικαί. Τόσον ὀνειρῶδες ἐθεωρεῖτο τότε διὰ τὴν μεγάλην κατάπτωσιν τῆς γυμναστικῆς παρ’ ἡμῖν, κάθε πρότασις ποῦ συνετέλει εἰς τὴν διάδοσιν τῶν σωματικῶν ἀσκήσεων εἰς τὴν Ἑλλάδα! Ἐὰν ὅμως τοιαῦται ἦσαν αἱ ἀντιλήψεις τῶν τότε, εἷς τὴν πρότασιν ἐκείνην τοῦ Βασιάδη, ὀλίγα ἔτη ἀργότερον ὅταν τὴν 12 Ιανουαρίου 1897, συνεκαλεῖτο εἰς τάς Ἀθήνας το «Πανελλήνιον Γυμναστικὸν Συνέδριον», ὁ ἀείμνηστος καθηγητὴς Λάμπρος προσφωνῶν τοὺς ἀντιπροσώπους τῶν Γυμναστικῶν Συλλόγων, μὲ ἰδιαιτέραν εὐγνωμοσύνην ἐνεθυμήθη τὸν Βασιάδην, ὁ ὁποῖος ὄχι μόνον   καὶ μάλιστα εἰς ἐποχὴν ποῦ ἐλάχιστα ἠδύνατο νὰ γίνη λόγος περὶ γυμναστικῆς εἰς τὴν Ἑλλάδα (1). Τὸ τοιοῦτον, κατὰ τὸν ἀείμνηστον Λάμπρον «ἐμαρτύρει πόσον ἡ ἀγάπη τῆς γυμναστικῆς ἐρριζοβόλησεν εἰς τὴν πατρίδα τοῦ ἔθνους, ὑπερακοντίσασα τοὺς δειλοὺς πόθους τὸν 1870, ὁπόταν καὶ ἑνὸς ἀκόμη γυμναστικοῦ συλλόγου,

  1. Σπ. Λάμπρου:  Ένθ. άνωτ. σελ. 248.

ἡ σύστασις θεωρεῖτο ὄνειρον» (2). Κατόπιν τῶν ἀνωτέρω εὐλόγως διερωτᾶται κανεὶς σήμερον. Πόσον θὰ ἠγάλλετο ἡ καρδία τοῦ μεγάλου ἐκείνου ἀνδρός, βλέποντος τὴν σημερινὴν νεολαίαν διεκδικοῦσαν καθ’ ἑκάστην σχεδόν, εἰς τὰ διάφορα ἀθλητικὰ στάδια, τὸν κόττινον τῆς νίκης στέφανον; Μνημονεύσωμεν τρίτον γεγονὸς μαρτυροῦν καὶ τοῦτο, τὸν ἄδολον πατριωτισμὸν τοῦ ἀνδρός. Θέλων, πράγματι ὁ Βασιάδης νὰ ἀποδείξη εἰς ὅλον τὸν κόσμον τὴν ζωτικότητα τοῦ ἐλευθέρου καὶ ὑποδούλου τότε ‘Ἑλληνισμοῦ, ἔπρότεινεν ἔξ ἰδίας ὅλως πρωτοβουλίας, εἰς τὸν τότε Πρύτανιν τοῦ Ἐθνικοῦ μας Πανεπιστημίου, νομοδιδάσκαλον Παῦλον Καλλιγὰν ὅπως το «Πανεπιστήμιον ἡ πάμφωτος αὐτὴ ἑστία τοῦ ἑλληνισμοῦ ἀναλάβη τὴν πρωτοβουλίαν καὶ προσκαλέση εἰς ἐπιστημονικὸν συνέδρων τούς ‘Ἑλληνικοὺς Συλλόγους τοὺς ἀπανταχοῦ τῆς Ἀνατολῆς διεσπαρμένους τροφίμους αὐτὸν σοφούς ‘Ἑλληνιστὰς ἐκ τῆς ἑσπερίας Εὐρώπης».

Τὴν πρόταση ἐκείνην τοῦ Βασιάδη, ὁ Πρύτανις καὶ ἡ Σύγκλητος ἐνέκριναν κατ’ ἀρχήν, ἀνέβαλον ὅμως τὴν πραγματοποίησή της εἰς εὐθετότερον χρόνον, γράφοντες ὅτι «ἴσως οὐκ ἦμεν ἕτοιμοι ἵνα παραθῶμεν τοῖς προσκληθησομένοις διασήμοις ξένοις πλουσίαν ἐπιστημονικὴν τράπεζαν καὶ εὐοχήσωμεν αὐτούς ἐπαξίως». Μὲ τὴν ἀπάντησιν αὐτήν του Καλλιγά, τὸ ζήτημα τοῦ Συνεδρίου, παρεπέμπετο εἰς, τὰς περιφήμους ἑλληνικὰς καλλένδας! Ὁ Βασιάδης ὅπως δὲν ἀποθαρρύνεται. Γνωρίζει ὅτι ἡ σύγκλησις τοῦ Συνεδρίου ποῦ προτείνει, εἶνε τόσον ἐθνικοῦ ἐνδιαφέροντος, ὥστε ἡ ἐλπὶς δὲν τὸν ἀπολείπει. Τὸ 1873 ὄχι πλέον ὡς ἰδιώτης, ἀλλὰ ὡς πρόεδρος τοῦ Φιλολ. Συλλόγου Κωνσταντινουπόλεως, ἐπαναλαμβάνει τὴν ἀπόπειραν, τὴν ὁποίαν αὐτὴν τὴν φορὰν τὸ Πανεπιστήμιον Ἀθηνῶν τὴν ἐγκρίνει, καὶ ἀπαντᾶ, διὰ τοῦ κάτωθι ἐγγράφου! «Ἐπευφημοῦμεν ἐγκαρδίως εἰς τὴν αὐτόθι σύνοδον τῶν λογίων καὶ διδασκάλων, ἐκ τῆς σκέψεως τῶν ὁποίων ἐλπίζομεν τὴν ἐπιτυχ σπουδὴν καὶ λύσιν πολλῶν καίριων ζητημάτων καὶ πρὸ πάντων τῶν ἐκπαιδευτικῶν καλῶς τιθέμενων. 2

  1. Ένθ. Ανώτ, σελ. 249.

 

Ἢ δὲ ἄλλοτε ὑφ ἡμῶν γενομένη πρότασις περὶ τοιαύτης ἐν Ἀθήναις σύνοδον δὲν παρεβλέφθη, ἀλλ’ ὁμολογητέον δὴ οἱ καιροὶ οὐδόλως εἰσίν ἁρμόδιοι».

Δυστυχῶς ἡ σύγκλησις παρομοίου συνεδρίου ἀπαιτοῦσα τότε δαπάνην δρχ. 20.000 ὅπως ὁ Σύλλογος ὑποδεχθῆ ἐπαξίως τοὺς προσκεκλημένους «ἐδέησεν ἵνα τοῦτο ἀναβληθῇ ἐν αἰσιωτέροις καιροῖς» (1) δι’ οἰκονομικοὺς καὶ μόνον λόγους.

Τὸ συνέδριον ὅμως, ἡ σύγκλησις τοῦ ὁποίου διαρκῶς ἀνεβάλλετο διὰ διαφόρους λόγους, ὁ Βασιάδης ἀπεπειράθη νὰ τὸ πραγματοποιήση εἰς τὴν Κωνσταντινούπολη, τὸ 1886, ἐπωφελούμενος τῆς κατὰ τὸ ἔτος ἐκεῖνο, τελετῆς της εἴκοσιπενταετηρῖδος ἀπό της ἱδρύσεως τοῦ Ἕλλην. Φίλ. Συλλόγου. Ἐπωφελούμενος τῆς τελετῆς ἐκείνης, ἀπεπειράθη τότε ὁ Βασιάδης νὰ συγκαλέση εἰς τὴν Κωνσταντινούπολή ἐπιστημονικὸν συνέδριον ὄχι μόνον

«διεθνὲς» ἀλλὰ «κοσμοπολίτικον», ὅπως ἔλεγεν οὕτως εἰς τὴν λογοδοσίαν του. (2)

Πρὸς τὸν σκοπὸν τοῦτον ὁ Βασιάδης ἀπετάθη εἰς τὰ Πανεπιστήμια, ’Ἀκαδημίας καὶ ἐπιστημονικούς Συλλόγους Εὐρώπης καὶ Ἀμερικῆς, πέμψας εἰς αὐτοὺς καὶ τὸ Πρόγραμμα τοῦ Συνεδρίου. Σκοπὸς τοῦ Συνεδρίου ἐκείνου ἦτο κατὰ τὸν Βασιάδην, ὅπως ἔλθη εἰς σχέσεις μὲ τοὺς ἄλλους Ἑλληνιστάς, καὶ λογίους, Συλλόγους, Ἀκαδημίας καὶ Πανεπιστήμια Εὐρώπης καὶ Ἀμερικῆς, καὶ ἀποδείξη οὗτος εἰς αὐτοὺς ὅτι οἱ ὁμογενεῖς τῆς Κωνσταντινουπόλεως «οὐκέτι ἐπιμενίδειον καθεύδουσιν ὕπνον, ἀλλ’ ἐγρηγόρασι καὶ πρὸς μάθησιν ὀργώσι». Ἐπὶ πλέον ἤθελεν οὗτος διὰ τοῦ Συνεδρίου, νὰ ὑποδείξη εἰς τοὺς ὁμογενεῖς μας, ποῖα ξένα συγγράμματα λογίων Εὐρώπης καὶ Ἀμερικῆς ἔπρεπε νὰ μεταφρασθοῦν, καὶ ἐκδοθοῦν τῇ φιλοτὶμῳ αὐτῶν δαπάνη, εἰς τὴν ἑλληνικὴν γλῶσσαν ἡ ὁποία οὕτω «πολυτίμους ἀποταμιεύουσα γνώσεων θησαυροὺς γενήσεται καὶ αὖθις ὡς τὸ πάλαι τὸ καθολικόν. ἐκεῖνο ὄργανον τῆς ἠθικῆς ἀναγεννήσεως τῶν λαῶν τῆς Ἀνατολῆς, ὁ γόρδιος δεσμός τῆς ἀδελφικῆς ἑνώσεως, ἡ κοσμοπολίτικη γέφυρα τῶν ἀμοιβαίων πόθων

  1. Περ. Ἕλλην. Συλλ. Κων)λεως 1879 σελ. 152 —153.
  2. Ἀττικὸν Ἡμερολόγιον 1887 σελ, 568.

καὶ τῆς ἀνταλλαγῆς ἰδεῶν Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως, κατὰ τὴν εὐχὴν καὶ ἐπιθυμίαν σοφῶν ἀνδρῶν καὶ φίλων τῆς προόδου καὶ τοῦ πολιτισμοῦ».

Πρὸς τὸν σκοπὸν ἐκεῖνον ὁ Βασιάδης ἀπετάθη ὄχι μόνον εἰς τοὺς ἡμετέρους ὁμογενεῖς, ἀλλὰ καὶ πρὸς μεγάπλουτον εἰς ’Ἀμερικὴν (τοῦ ὁποίου δὲν ἀναφέρει τὸ ὄνομα) παρακαλῶν αὐτοὺς ὅπως χορηγήσουν χρήματα, ἵνα οὕτω ἱδρυθῇ ὁμώνυμος τῷ γενναίῳ χορηγῷ βιβλιοθήκη τῶν ἐνδόξων ξένων ποιητῶν καὶ πεζογράφων εἰς καθαρὰν ἑλληνικὴν γλῶσσαν μεταφρασμένων.

Δυστυχῶς όμως καί ἡ σύγκλησις του Συνεδρίου εκείνου καίτοι ταύτην ὁ Σύλλογος ἀνήγγειλεν εἰς την  Ὑψηλήν Πύλην,  εἰς δὲ τὰς τακτικὰς ἐτησίας τελετὰς τοῦ Συλλόγου παρίσταντο καὶ ξένοι ἄνδρες σοφοί,

δὲν ἐπραγματοποιήθη τότε, μολονότι τοῦτο ἐτέθη ὑπὸ τὴν ὑψηλὴν προστασίαν τοῦ τότε Μ. Βεζύρη Κιαμὶλ πασᾶ, ἐπιτίμου μέλους τοῦ Συλλόγου, πᾶσα δὲ πολιτικὴ καὶ θρησκευτικὴ συζήτησις ἀπηγορεύετο.

Καίτοι ὅμως ἡ σύγκλησις τοῦ Συνεδρίου ἐκείνου ἀπηγορεύθη, δι’ ἐπιστολῆς τοῦ τότε Ὑπουργοῦ τῆς Παιδείας Μουνὴφ πασᾶ, ἀπό 26 ’Ἰουλίου ὁ δὲ Φιλολ. Σύλλογος διὰ τοῦ Πρακτορείου Χαβᾶς καὶ διὰ τῶν ἐφημερίδων ἀνήγγειλε τὴν ἀπαγόρευσιν ἐκείνην, ἐν τούτοις ἀρκετοὶ ξένοι εἶχον ἔλθει εἰς τὴν Κωνσταντινούπολή, πρὸς συμμετοχὴν εἰς αὐτό, οἵ περισσότεροι ὅμως ἀναχαιτίσθησαν (1).

Προυκλήθη δὲ ἡ ἀπαγόρευσις ἐκείνη, ἀπὸ τὴν συκοφαντικὴν εἰσήγησιν ξένων κύκλων, οἵ ὁποῖοι κατώρθωσαν νὰ πείσουν τὴν Τουρκικὴν Κυβέρνησιν, ὅτι μὲ τὴν σύγκλησιν παρομοίου Συνεδρίου εἰς τὴν Κωνσταντινούπολή, θὰ ἐπεκυροῦτο ἐπισήμως ἢ ζῶσα δύναμις τοῦ ἀλυτρώτου Ἑλληνισμοῦ,

ἐκδήλωσις τὴν ὁποίαν ἢ Τουρκικὴ Κυβέρνησις εἶχε κάθε συμφέρον νὰ ἀποτρέψη.

Λεπτομερεστέρα ἔρευνα τῆς πανελληνίου δράσεως τοῦ σοφοῦ τούτου Δελβινακιώτου.

  1. Εἰς τὴν ἐπιστολὴν τοῦ ἐκείνην ὁ Ὑπουργὸς τῆς Παιδείας, ἐδικαιολόγει τὴν ἀπαγόρευσιν τοῦ Συνεδρίου, διότι τοῦτο «ἔχει διεθνῆ χαρακτῆρα».Πρβλ. Ἀττικὸν Ἡμερολόγιον 1877, ἔνθα ὁλόκληρος ἡ λογοδοσία του Βασιάδου.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *