Εβδομήντα πέντε χρόνια μετά την εκτέλεση της μητέρας του, ο Νίκος Γκατζογιάννης επέστρεψε στη Λια της Θεσπρωτίας για ένα μνημόσυνο
«Νιώθω πως όλοι στη ζωή μας έχουμε ένα σκοπό – ο δικός μου είναι να είμαι μάρτυρας των καιρών μου». Είναι πρωί της Τετάρτης και ο Νίκος Γκατζογιάννης βρίσκεται στο αυτοκίνητο. Φοράει μπλε κοστούμι κι ένα γαλάζιο κοντομάνικο πουκάμισο, που ταιριάζει με τα γαλανά του μάτια. Το κονβόι αυτοκινήτων, με πρώτο το δικό του, ξεκίνησε στις 08.30 από το Grand Serai, το παλιό Ξενία των Ιωαννίνων. Ο προορισμός όλων σήμερα είναι το θεσπρωτικό χωριό Λια.
Η ιστορία του κ. Γκατζογιάννη είναι γνωστή σε όποιον έχει διαβάσει την «Ελένη», το βιβλίο που έγραψε για την εκτέλεση της μητέρας του από τους αντάρτες του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας το 1948, βιβλίο που από τη δημοσίευσή του, το 1983, έχει μεταφραστεί σε 32 γλώσσες και έχει γίνει ταινία, στην οποία τον κ. Γκατζογιάννη υποδύθηκε ο Τζον Μάλκοβιτς.
Εφυγε από τη Λια όταν ήταν 9 χρόνων. Μαζί με τις τρεις αδελφές του, φυγαδεύτηκαν στις ΗΠΑ όπου εργαζόταν ο πατέρας τους, για την ευκαιρία μιας ζωής ελεύθερης, χωρίς την απειλή του παιδομαζώματος. Η μία αδελφή του, Γλυκερία, έμεινε πίσω για καταναγκαστικά έργα, όπως και η μητέρα τους, η οποία πλήρωσε το τίμημα της διαφυγής τους με τη ζωή της.
Οταν μεγάλωσε, ο κ. Γκατζογιάννης έγινε ερευνητικός δημοσιογράφος, σε μια προσπάθεια να αποκτήσει τις απαραίτητες δεξιότητες για να βρει τους ανθρώπους που ήταν υπεύθυνοι για τη δολοφονία της μητέρας του, Ελένης. Το 1977, ζήτησε από τους New York Times, όπου εργαζόταν ήδη για χρόνια, να γίνει ανταποκριτής της εφημερίδας στην Αθήνα. Τρία χρόνια αργότερα, παραιτήθηκε και αφοσιώθηκε στην «Ελένη».
«Σκοπός της ζωής μου είναι να είμαι μάρτυρας των καιρών μου, και ως δημοσιογράφος και ως συγγραφέας, και να αποτυπώσω αυτή τη συγκεκριμένη περίοδο της ελληνικής ιστορίας, που τόσο πολλοί άνθρωποι δούλεψαν σκληρά για να αποκρύψουν και να αλλάξουν και να αναθεωρήσουν», τονίζει στην «Κ».
Αν δεν είχε θυσιαστεί
Οπότε τώρα, που οδεύει προς το χωριό που έχει στιγματίσει ποικιλοτρόπως τη ζωή του για να τιμήσει την 75η επέτειο της εκτέλεσης της μητέρας του έχοντας στο πλάι του την οικογένειά του, με εγγόνια και ανίψια που έχουν έρθει από την Αμερική, και φίλους παλιούς, από μεγάλους πολιτικούς μέχρι συγχωριανούς, νιώθει πως συνεχίζει τον σκοπό της ζωής του. «Με το να τιμώ τη μητέρα μου», εξηγεί. «Δεκατέσσερα ανίψια με επισκέφθηκαν στο χωριό αυτό το καλοκαίρι – ένα εξ αυτών είπε, “αν δεν είχε θυσιάσει τη ζωή της, κανένας από εμάς δεν θα ήταν εδώ”», δηλώνει ο κ. Γκατζογιάννης.
«Τα θύματα του “κόκκινου τρόμου” έχουν ξεχαστεί και νομίζω πως είναι λάθος, νομίζω πως πρέπει να θυμόμαστε τι συνέβη και να τιμούμε τους ανθρώπους που έδωσαν τις ζωές τους για εμάς – πολλοί άνθρωποι δεν συνειδητοποιούν πόσο θάνατο και καταστροφή προκάλεσαν οι αντάρτες σε αυτά τα χωριά που είχαν καταλάβει στην περιοχή μου», τονίζει.
Μες στη διάρκεια της ημέρας, η οποία ξεκινά με μια λειτουργία και ένα μνημόσυνο για τη μητέρα του στην Αγία Τριάδα, την κεντρική εκκλησία του χωριού στην πλατεία όπου πριν από 75 χρόνια έγινε η πρώτη δίκη της μητέρας του, ξεναγεί τους παρευρισκομένους –ένας εκ των οποίων είναι και ο πρώην πρωθυπουργός και παλιός του φίλος, Αντώνης Σαμαράς– στο σπίτι όπου γεννήθηκε, και από όπου η Ελένη Γκατζογιάννη οδηγήθηκε στις 28 Αυγούστου στην εκτέλεσή της. Το σπίτι ξαναέφτιαξε η κόρη του, Ελένη, το 2002, από τα προϋπάρχοντα χαλάσματα, προσπαθώντας να δημιουργήσει μια αντιγραφή του βαρυσήμαντου πρωτοτύπου. Ψάχνοντας στα χώματα, βρήκαν τη βάση του παλιού κρεβατιού – πάνω σε αυτή βασίστηκε το κρεβάτι που τώρα βρίσκεται στο παλιό δωμάτιο της Ελένης και του Χρήστου, του πατέρα του κ. Γκατζογιάννη, ο οποίος μετά την εκτέλεση της γυναίκας του μεγάλωσε μόνος του τα πέντε παιδιά τους στη Μασαχουσέτη.
Κάτω από αυτό το δωμάτιο, στο υπόγειο όπου βλέπει η γκλαβανή, η υπαίθρια πόρτα που υπάρχει ακόμη, ζούσαν οι φυλακισμένοι των ανταρτών. Εκεί έζησε για ένα μήνα πριν από την εκτέλεσή της και η Ελένη, μαζί με 12 συγκρατούμενους. Κατεβαίνουμε στο υπόγειο, ο κ. Γκατζογιάννης μας δείχνει τις χειροβομβίδες που βρήκαν στον κήπο –μαζί με 37 πτώματα–, τις σφαίρες, το πολυβόλο που βρήκαν κοντά στο ρέμα όπου εκτέλεσαν τη μητέρα του και τους συγκρατούμενούς της. «Είχε μια μικρή, χάρτινη εικόνα της Παναγίας», λέει ο ίδιος, «και πριν από την εκτέλεση έγραψε, “Παιδάκια μου μη στεναχωριέστε, εγώ θα είμαι με την Παναγία”». Στην αδελφή του που είχε μείνει πίσω, τη Γλυκερία, είχαν επιτρέψει να δει τη μητέρα τους μία ημέρα πριν την εκτελέσουν – «της είπε να προσπαθήσει και εκείνη να φύγει», εξηγεί ο κ. Γκατζογιάννης. Ενα χρόνο αργότερα, η Γλυκερία τούς βρήκε στην Αμερική.
Ο πόνος που δεν κοιμάται
«Σκοπός της ζωής μου είναι να αποτυπώσω αυτήν την περίοδο της Ιστορίας, που πολλοί δούλεψαν σκληρά για να αποκρύψουν και να αλλάξουν και να αναθεωρήσουν», λέει ο Νίκος Γκατζογιάννης.
«Ποτέ δεν ξέχασε τι έγινε», αναφέρει στην «Κ» για την αδελφή του, «έλεγε συχνά ότι, αφού εκτέλεσαν τη μάνα μας, πήγαινε και αγκάλιαζε ένα φόρεμά της που ήταν κρεμασμένο στο σπίτι, σαν να ήταν ακόμη εκείνη – όταν βιώνεις ένα τέτοιο τραύμα, γίνεται πόνος που δεν κοιμάται ποτέ».
Κι εκείνος, όμως, την είχε πάντα μαζί του τη μητέρα τους. «Υπήρχαν πολλές φορές που η ζωή μου κινδύνευε, στο Αφγανιστάν, παραδείγματος χάριν, ή στη Νέα Υόρκη», όταν μεταξύ άλλων έγραφε για τις μαφιόζικες συμμορίες της πόλης, λέει, «όποτε ήμουν σε κίνδυνο, ένιωθα έναν κρύο αέρα να με περικλείει και γινόμουν πολύ ήρεμος, μέχρι να μπορέσω να βγω από μια απειλητική για τη ζωή μου κατάσταση».
Στο χωριό Λια, επέστρεψε πρώτη φορά αφότου τελείωσε το πανεπιστήμιο. «Ο παππούς μου και ο θείος μου ήταν ακόμη ζωντανοί», σημειώνει στην «Κ». Ανεβαίνοντας το ηπειρωτικό βουνό Μουργκάνα, πέρασε το χωριό του για ένα άλλο. «Απόδειξη πως δεν μπορείς να εμπιστεύεσαι ούτε την ίδια σου τη μνήμη, πρέπει να επαληθεύεις τα πάντα», συμπληρώνει ως γνήσιος δημοσιογράφος που θέλει να μεταλαμπαδεύσει τη γνώση. Θυμάται, παραδείγματος χάριν, τη μέρα που ήρθαν οι Γερμανοί και έκαψαν το μισό χωριό. Θυμάται όταν ήρθαν οι αντάρτες. Θυμάται ακόμη να είναι 8 χρόνων και να βλέπει ανθρώπους να πυροβολούνται. «Καταλάβαινα τον φόβο», λέει, «και αυτό είναι κάτι που μένει μαζί σου». Αλλά καμία ανάμνηση δεν έμεινε ανεπιβεβαίωτη. Στο πλαίσιο της έρευνας για το βιβλίο του, αναφέρει πως μίλησε με περισσότερα από 300 άτομα σε Ελλάδα, Ευρώπη, ΗΠΑ, και Καναδά.
Ο «δικαστής»
Οταν είμαστε στο υπόγειο, εξιστορεί πώς έψαχνε τους τρεις δικαστές που αποφάσισαν την εκτέλεση της μητέρας του. Μες στο σκοτάδι του μικρού πέτρινου δωματίου που κάποτε χώρεσε τόσο πόνο, κάτω από το κίτρινο φως ενός γυμνού γλόμπου που κρέμεται από το ξύλινο ταβάνι και φωτίζει σχεδόν μόνο το πρόσωπο του κ. Γκατζογιάννη, η σκηνή θυμίζει ανάκριση. Ακούγεται μόνο η φωνή του να μας λέει πως τον έναν τον βρήκε. Οταν πήγε να τον συναντήσει, είχε πάρει μαζί του πιστόλι, όπλο που στην Ελλάδα είχε στείλει μέσα σε μια σκούπα. Τελικά, μόνο του μίλησε. «Πολλές φορές ξύπναγα στον ύπνο μου και έλεγα “βλάκα, δεν τον σκότωσες”, αλλά όταν το σκέφτομαι σε λογικές στιγμές, χαίρομαι που δεν το έκανα – εγώ τη θυσία της μάνας μου ήθελα να προβάλω», λέει ο κ. Γκατζογιάννης, και ο κ. Σαμαράς τον ακουμπάει στοργικά στον ώμο.
«Ενιωθα πάντα υποχρεωμένος να κάνω κάτι με τη ζωή μου, γιατί πλήρωσε για εκείνη με τη δική της», δηλώνει ο ίδιος στην «Κ». «Εχω την ικανοποίηση πως, χάρη στο βιβλίο μου, δεν θα ξεχάσουμε την ιστορία του εμφυλίου πολέμου, γιατί περιέχει την αλήθεια του τι συνέβη σε αυτά τα βουνά», τονίζει.
Δεν είναι όμως μόνον αυτή η ικανοποίησή του. Ο 84χρονος κ. Γκατζογιάννης –βετεράνος δημοσιογράφος, συγγραφέας 11 βιβλίων, παραγωγός ταινιών, μεταξύ άλλων του «The Godfather Part III» με τον Αλ Πατσίνο– μπορεί να αναγνωρίζει, και να τιμά, τα φαντάσματα του παρελθόντος της ζωής και της χώρας του, αλλά είναι ένας άνθρωπος ευγνώμων για την πορεία που έχει ήδη διανύσει, που βιώνει το παρόν και κοιτάζει στο μέλλον.
«Η ζωή μου έχει υπάρξει υπέροχη, κατέβαλα κάθε προσπάθεια να απολαμβάνω κάθε χρόνο, κάθε μήνα, κάθε μέρα· νομίζω πως θα πρόδιδα τη μητέρα μου αν είχε θυσιαστεί κι εγώ ήμουν όλη μου τη ζωή δυστυχισμένος», επισημαίνει στην «Κ». «Είχα την τύχη να γυρίσω τον κόσμο, έχω γνωρίσει κάθε Αμερικανό πρόεδρο από τον Τζον Φ. Κένεντι και ύστερα», συμπληρώνει (σ.σ. παραδόξως, ο πιο καλός λέει πως ήταν ο Ρόναλντ Ρέιγκαν –«επειδή όταν μιλούσε για τους πολιτικούς του αντιπάλους δεν ήταν ποτέ με κακεντρέχεια», εξηγεί– και ο πιο έξυπνος ο Μπιλ Κλίντον). «Εζησα έναν υπέροχο, μακροχρόνιο γάμο, με παιδιά, εγγόνια, πολλούς φίλους, τέσσερις αδερφές, ανίψια, ξαδέλφια, έχοντας στενή σχέση με όλους, επομένως δεν έχω παράπονα», δηλώνει. Οπως έλεγε ο καλός του φίλος, Ελία Καζάν, ο οποίος είχε επισκεφθεί μαζί του τη Λια, με τη συγκεκριμένη επίσκεψη να είναι απαθανατισμένη σε μια φωτογραφία τους στο τοπικό Μουσείο Υφαντή, «τώρα το μόνο που θέλω είναι περισσότερα χρόνια και καλή υγεία», τονίζει ο κ. Γκατζογιάννης.
Ο τόπος και η μνήμη
Στη Λια κάποτε ζούσαν 800 κάτοικοι, αναφέρει στην «Κ». Τώρα τα σπίτια είναι λιγοστά και οι μόνιμοι κάτοικοι δεν ξεπερνούν τους 30. Στον ορίζοντα βλέπεις μόνο πράσινο, πλαγιές ενός βουνού που στην κορυφή του συνορεύει με την Αλβανία. Γύρω ακούγεται μόνο το θρόισμα των φύλλων, από δέντρα που έχουν υπάρξει μάρτυρες της πρόσφατης, αμφιλεγόμενης ιστορίας του τόπου, όπως η αιωνόβια μουριά στον κήπο του σπιτιού της Ελένης Γκατζογιάννη.
Δεν υπάρχει άγαλμά της στο χωριό. Η μνήμη της ζει ανεξαρτήτως. Ενας κάτοικος της Λιας, ο Κωνσταντίνος Τσαντίνης, λέει στην «Κ» πως κάθε Αύγουστο, όταν μνημονεύουν την εκτέλεση της Ελένης, αναβιώνουν δυσάρεστες μνήμες, μνήμες και των δικών τους συγγενών που εκτελέστηκαν. Αλλά ο κ. Γκατζογιάννης έκανε μεγάλο έργο για το χωριό, έκανε τη Λια Θεσπρωτίας διάσημη παγκοσμίως, αναφέρει ο κ. Τσαντίνης. «Τώρα, όταν μας ρωτάνε από πού είμαστε, δεν λέμε από τη Λια», σχολιάζει στην «Κ», «λέμε “από το χωριό της Ελένης”».
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ