Οι Ηπειρώτες αγωγιάτες (Β΄ μέρος – ανανεωμένο)

Share Button


Οι Ηπειρώτες αγωγιάτες (ανανεωμένο) – Δεύτερο μέρος

Oι ληστείες, ο Φίλη-Στέφος και ο γιος του Στέφο-φίλης

 

Του Μάριου Αναστασίου Μπίκα

Η Πάργα

Η Πάργα, κτισμένη παραθαλάσσια και αμφιθεατρικά, βρίσκεται στο Νομό της Πρέβεζας. Έχει με τους Παξούς ακτοπλοϊκή σύνδεση.  Απέχει από την Ηγουμενίτσα περίπου 40 χιλιόμετρα. Στα χρόνια της ακμής του Σουλίου τροφοδοτούσε τους Σουλιώτες  με όπλα και τρόφιμα. Είχε την ίδια τύχη με τα ιόνια νησιά και βρέθηκε  υπό την κυριαρχία  των Βενετών, των Γάλλων, των Άγγλων   και του Αλή Πασά. Μετά την πτώση του Σουλίου 1803 πολλοί Σουλιώτες κατέφυγαν σ’ αυτήν και στη συνέχεια βρήκαν κατά-φύγιο στην Κέρκυρα.

O δρόμος Πάργα – Ιωάννινα

Κατά το 18ον  αιώνα η Πάργα ήταν μια από τις σπουδαιότερες πόρτες εισόδου και εξόδου των εμπορευμάτων. Εδώ έφθαναν από την Ιταλία και τις άλλες χώρες της Ευρώπης πλήθος αγαθών, τα οποία οι αγωγιάτες μετέφεραν πρώτα στα Γιάννενα κι ύστερα στις άλλες περιοχές.  Ο δρόμος Πάργα – Γιάννενα περνούσε από το Μαργαρίτι, την Παραμυθιά, το Ελευθεροχώρι, το Πόποβο, και, περνώντας ανάμεσα από τις χαράδρες των βουνών, κατέληγε στην Πρωτεύουσα της Ηπείρου.

Για το δρόμο αυτόν ο Σπύρο – Μουσελίμης  : (« Ιστορικοί περίπατοι ανά τη Θεσπρωτία », Θεσσαλονίκη 1972, σελ. 57), γράφει :

  «  Μέχρι το 1932 που έγινε ο αυτοκινητόδρομος Παραμυθιάς – Μενίνας – Γιαννίνων, η συγκοινωνία Παραμυθιά – Γιάννινα γίνονταν με τ΄ άλογα.  Παραμυθιά – Κακή Σκάλα – Λάκκο Ποπόβου, Λάκκο το Λάκκο μέχρι τη Μπουρέλεσια (τώρα Κουμαριά). Ανηφόριζε τη δασώδικη από κουμαριές θέση « Κουμαριά » και δια μέσου του χειμάρρου βρύσης Γράβου ή Σάχη διέρχονταν το βουνό Αγίου Σάββα.  Απ’ εκεί τον κατήφορο, Κοσμηρά – Ραψίστα (τώρα Πεδινή) –  Γιάννινα. Στο δρόμο υπήρχαν μόνιμα φυλάκια (κουρμέκια) με ζαπιέδες (χωροφύλακες) που φύλαγαν τη στράτα από τους ληστές. Το πρώτο ήταν κοντά στο πηγάδι του Ελευθεροχωρίου, που είναι ο μεγάλος πλάτανος, το δεύτερο στα λειβαδάκια, στην τοποθεσία « Ταμπούρι » και το τρίτο, στη θέση  « Τζαμαλί αγά », κάτωθεν του χωριού Πλαίσια (τώρα Αγία Αναστασία), όπου βρίσκεται το χτίριο του αστυνομικού σταθμού ».

Φωτ.  1. Η Οικογένεια του Στέφο – Φίλη (Στεφάνου) (1896-1971) : 
Από τα αριστερά :  Η Περσεφόνη, εγγονή  του,    η Γεωργία Μπάμπα, νύφη του,  η Ουρανία, κόρη του, ο Τακης, γιος του, Αναστασία Τσιαμάτου, η σύζυγός του, η Βασιλική, εγγονή του ( καθηγήτρια φυσικής), ο Κώστας Στεφάνου, εγγονός του (συνταξιούχος καθηγητής Φυσικής), ο Στέφο – Φίλης και  ο Αρσένη – Παπαφώτης, εγγονός του.
Τη φωτογραφία μου την έστειλε η Βαγγελή Στεφάνου – Κουρματζή (κόρη του Στέφο-Φίλη)

Οι ληστές

Στο δρόμο  Πάργα – Γιάννενα υπήρχαν πολλοί ληστές, κυρίως σε από-μερα και ορεινά μέρη. Οι ληστές αυτοί κατά την επικράτηση του Αλή πασά στην  Ήπειρο, αν και ελαττώθηκαν, δεν εξέλειπαν.

Ο Λόρδος Βύρων το 1809, που περιηγήθηκε τα Γιάννενα και τη γύρω περιοχή, έγραφε στη μάνα του :

«  Στο κράτος του Αλή είναι κανείς περισσότερο ασφαλισμένος παρά στους δρόμους του Λονδίνου »

Την άποψη του Λόρδου Βύρωνα ενστερνίστηκαν και πολλοί άλλοι ξένοι περιηγητές, που τον 18ον αιώνα επισκέφθηκαν  και ταξίδεψαν ανά  την  Ήπειρο.

Παρά τις μαρτυρίες όλων αυτών, το γεγονός ότι οι ξένοι περιηγητές, περιερχόμενοι το κράτος του  Αλή Πασά  έφερναν μαζί τους προσωπικές επιστολές[1] του τυράννου των Ιωαννίνων και ισχυρή στρατιωτική δύναμη Τούρκων και Αλβανών στρατιωτών, μαρτυρεί το αντίθετο.

Ο  Άγγλος αντισυνταγματάρχης William Martin Leake[2] « Η ΄Ηπειρος 1805 -1810  »,  Μετάφραση Γεωργίου Δ. Στάθη, Ιερέως, Τύποις Ι. Ροσσιλάτου, Αθήναις 1976, σελ. 22 κ. 23, σχετικά με τις ληστείες στους δρόμους της Ηπείρου, γράφει μεταξύ των άλλων και το εξής :

«  Ο Μητροπολίτης των Ιωαννίνων μού διηγήθηκε ότι οι Χορμοβίτες ήταν διαβόητοι ληστές, προτού καταληφθούν απ’ τον Αλή. Η προ-τιμητέα θέση τους για ενέδρα ήταν η δίοδος Τεπελενιού, όπου ένας των παπάδων τους κρυβόταν στην κουφάλα δέντρου, κειμένου μεταξύ Τεπελενιού και γεφύρας, ενώ οι άλλοι ήταν γύρω του κρυμμένοι στην πλευρά του δρόμου και σταματούσαν τους διαβάτες να πάρουν το χρησμό απ’ το  «Δωδωναίο Μαντείο », για την εποχή τους. Κι αν ο διαβάτης ήταν Μωαμεθανός, ή  «μαντική» φωνή απ’ την κουφάλα διέταζε γενικώς, γύμνωμα  και κρέμασμα  στο δέντρο και, αν ήταν Χριστιανός από εχθρικό τους χωριό, πέταγμα στο ποτάμι. Σ’ άλλες περιπτώσεις το Μαντείο ικανοποιούνταν με το να στείλει τον άτυχο διαβάτη στο σπίτι του με τα πόδια, αφού τού παίρνανε το άλογο ή το γαϊδούρι ».

Ο  Άγγλος γιατρός  Henry Holland  « Travels in the Ionian IslesAlbaniaThessalyMacedonia, & c. »,  μετάφραση Χρ. Ιωαννίδη, έκδ. αφών Τολίδη, Αθήνα 1989, επισκεπτόμενος την  Ήπειρο το 1812 – 1813, σχετικά με το δρόμο της Παραμυθιάς – Ιωαννίνων, σελ. 251 κ .252, γράφει :

«   Νωρίς στις 7 Μαρτίου ( του 1813)  έφυγα από την Παραμυθιά με κατεύθυνση τα Γιάννενα, που απέχουν απ’ αυτήν κάπου δώδεκα ώρες, και βρίσκονται ανατολικά της. Μια απότομη ανηφόρα μήκους αρκετών μιλίων μέσα από ένα πέρασμα στα βουνά βορειοανατολικά της πόλης, με έφερε σε ένα άγριο τραχύ μέρος όπου κατά την κατά-ληψη της Παραμυθιάς  τα στρατεύματά του (εννοεί του Αλή Πασά ) έδωσαν μια μάχη με τους κατοίκους της περιοχής, στην οποία σκοτώθηκαν γύρω στους 440 άντρες. Από εδώ κατεβήκαμε κατά μήκος της κοιλάδας ενός χειμάρρου,  που ενώνεται με έναν πιο μεγάλο, που έρχεται απ’ τα νότια, κυλά βόρεια και χύνεται στον Καλαμά. Η θέα απ’ αυτό το δρομολόγιο της βόρειας άκρης των Σουλιώτικων βουνών είναι πολύ ωραία. Κοντά στη συμβολή των δυο χειμάρρων βρήκαμε το πτώμα ενός άνδρα, που, όπως μάθαμε από ένα χωρικό, είχε δολοφονηθεί εδώ πριν δυο μέρες. Είπαν πως τον φόνευσαν ληστές, όμως η ιστορία, όπως ειπώθηκε, άφηνε πολλά ερωτηματικά ».

Ο Σπύρος Μουσελίμης « Ιστορικοί περίπατοι ανά τη Θεσπρωτία », Θεσσαλονίκη 1972, σελ. 58, σχετικά για τη ληστεία που επιχείρησε να διαπράξει Τούρκος εις βάρος  Έλληνα στην τοποθεσία Ζούπα, που βρίσκεται στον ποδαρόδρομο Καρβουνάρι – Μαργαρίτι, γράφει τα εξής :

«  Και όμως οι ληστείες και οι στρατοκαρτερίες δεν έλειπαν. Κάθε τόσο ακούονταν τ΄ όνομά τους. Παροιμιώδικη έχει απομείνει η χρε-ωστική απόδειξη, που έδωσε ο Γιάννης Ντρουγκάνης, αγωγιάτης, σε Καρβουναρίτη (σ.σ. από το χωριό Καρβουνάρι της Παραμυθιάς) Τούρκο, που βγήκε να τον ληστέψει στη θέση « Ζούπα». Ο αγάς, αφού δε βρήκε χρήματα στην τσέπη του χριστιανού, τού ζήτησε απόδειξη, πως τού χρωστάει 1.000 γρόσια, τα οποία τον είχε δανείσει και, παρουσίασε το ομόλογο, που έγραφε :

                                  “  Αν ξέρει γράματ’ ο αγάς

                                    αλλοιά από τον Ντρουγκάνη

                                    κι αν δεν ξέρει γράμματα,

                                    χαρά στον τον Ντρουγκάνη “

Ο εναγόμενος ομολόγησε το πάθημά του και ο αγάς πήρε το δίκιο του ».

Ο φίλης Στέφος

Ο πατέρας του  Φίλη – Στέφου[3]  (παππούς του Στέφο – Φίλη), σύμφωνα με πληροφορίες, ζούσε στο Ζωτικό των Ιωαννίνων, έχοντας το επώνυμο   Μότσης. Μετά την Ηπειρωτική Επανάσταση (1854), για λόγους που είχαν σχέση με τη δράση του εναντίον των Τούρκων, μετοίκησε στην Παλιά Βέλλιανη, παίρνοντας το επώνυμο  Στεφάνου. Εδώ γεννήθηκε  το 1867 ο Φίλη – Στέφος και, όταν μεγάλωσε, έγινε αγωγιάτης.  Μετέ-φερε εμπορεύματα από την Πάργα και  Παραμυθιά για Γιάννενα και τ’ ανάπαλι. Παρά το γεγονός ότι την εποχή αυτή στην ΄Ηπειρο κυκλο-φορούσαν αρκετοί ληστές, οι οποίοι δυσκόλευαν κατά πολύ το επάγγελμα του αγωγιάτη, ο Φίλης (Φίλιππος) με την εξυπνάδα του κατόρθωνε πάντα να αντιμετωπίζει τις περισσότερος φορές με επιτυχία κάθε δυσκολία. Στις συναλλαγές  του ήταν συνεπής. Ο λόγος του ισοδυναμούσε με όρκο. Τίμιος στη δουλειά του. Πρόσεχε τα εμπο-ρεύματα πάντα κατά τη μεταφορά τους και οι έμποροι τον προτιμούσαν. Γνώριζε τους περισσότερους ληστές των βουνών και τους άμειβε σε μόνιμη βάση. Μια φορά την εβδομάδα πραγματοποιούσε  το δρομολόγιο αυτό πήγαινε έλα και στη συνέχεια δυο μέρες άφηνε τα ζώα του να ξεκουραστούν. Πολλές φορές δε, για να μην αθετήσει το λόγο του, πήγαινε στα Γιάννενα χωρίς εμπορεύματα. Αυτός ήταν ο Φίλης και γι’ αυτό οι έμποροι τον αγαπούσαν. Στα αγώγια του πάντα είχε μαζί του και τρεις άντρες, πραγματικά παλικάρια, στα οποία δεν φερόταν ποτέ σαν αφέντης. Τα καλοπλήρωνε και αυτά τον δούλευαν και του ήταν πιστά.

Κάποτε στα βουνά της Παραμυθιάς ήρθαν ληστές από άλλη περιοχή.  Ο Φίλης βρισκόταν στην Πάργα κι ήταν έτοιμος να φορτώσει για τα Γιάννενα, όταν τού ήρθε  μήνυμα για τον ερχομό τους κι αμέσως ανέβαλε το δρομολόγιο μέχρι που ο δρόμος έγινε και πάλι βατός.

Άλλη μια φορά, επειδή κάποιος από την περιοχή τον μισούσε επαγγελ-ματικά, πλήρωσε ληστές και τού έστησαν καρτέρι στο ποτάμι του χωριού Τύρια. Εδώ, αφού τού ξεφόρτωσαν όλα τα ζώα, άδειασαν στο νερό του ποταμού το φορτίο, το οποίο ήταν ζάχαρη και καφές. Του ζήτησαν και χρήματα. Ευτυχώς όμως που δεν του τα βρήκαν, γιατί τα είχε κρυμμένα μέσα  στα σαμάρια των ζώων. Και ο Φίλης, παρά τη ληστεία του αυτή, δεν απογοητεύτηκε. Με νέες δυνάμεις συνέχισε να ασκεί με επιτυχία το επάγγελμά του,  αδιαφορώντας για τις απειλές που του έστελνε ο ανταγωνιστής.

Μαρτυρία (προφορική)

–  Η Κωτσιοκούρταινα, εγγονή του Λάμπρο – Μάρκου (Μπίκα) και  σύζ. του Κώτσιο – Κούρτη  : 

« Το σπίτι του Φίλη Στέφου στην Απάνου Βέλλιανη ήταν μαζί με το σπίτι του Θεοδωρή Μπίκα σε σχέδιο γάμα. Έτσι τα έφτιαχναν οι Τούρκοι. Ο Λάμπρο Μάρκος (Μπίκας) και ο Φίλη Στέφος ήταν αγωγιάτες. Συνεργάζονταν. Έκαναν εμπόριο Πάργα – Παραμυθιά – Γιάννενα.  Μετέφεραν αλάτι, μπακαλιάρο, λάδι και υφάσματα. Τα υφάσματα τότε τα είχαν όλα οι Εβραίοι.

Μια φορά ο Φίλης Στέφος με το Λάμπρο Μάρκο (Μπίκα) πήγαι-ναν αγώι στα Γιάννενα. Στην Παραμυθιά τούς έδωσαν  και χρήματα, τα οποία ο Λάμπρος τα έβαλε σε τρεις σακούλες. Κάποιος όμως τους πρόδωσε και στην Κουμαριά, όπως έλεγαν, τούς έκαναν καρτέρι και ζήτησαν από το Λάμπρο τα λεφτά.  Ο Λάμπρος στην αρχή τούς έδω-σε τη μια σακούλα, ύστερα, αφού τον χτύπησαν, τούς έδωσε και τη δεύτερη.  Την τρίτη, όμως, δεν τούς την έδινε.  Αυτοί, που ήξεραν πόσα χρήματα είχε πάνω του, επέμεναν και άρχισαν να τον χτυπάν δυνατά με τον υποκόπανο του ντουφεκιού. Δώσε τους τη σακούλα, τού έλεγε ο Φίλης. Αυτός δεν την έδινε. ΄Υστερα οι ληστές, αφού συ-νέχισαν να τον χτυπούν, τούς έδωσε τη σακούλα  και από τα χτυ-πήματα έκατσε τρεις μήνες στο κρεβάτι κι έφτυνε συνέχεια αίμα ».

Η χιονόπτωση και τα γραμμάτια του Φίλη Στέφου

΄Ηταν χειμώνας. Τα χιόνια είχαν σκεπάσει όχι μόνο τα βουνά, αλλά και τα πεδινά.  Ο δρόμος από την Παραμυθιά για  τα Γιάννενα έγινε απέρα-στος. Αγέλες λύκων κυκλοφορούσαν και, λόγω πείνας, αργουλιούνταν κατασπαράζοντας ό,τι  έβρισκαν μπροστά τους. Οι αγωγιάτες την εποχή αυτή είχαν αποτραβηχτεί στα χωριά τους μέχρι ο ήλιος της άνοιξης λιώσει τα χιόνια και ανοίξει και πάλι ο δρόμος.  Ο Φίλης, σαν το καράβι που εξαιτίας της θαλασσοταραχής αράζει σ’ απάνεμο λιμάνι, έχει από-τραβηχτεί  με τα ζώα του στην  Άνω Βέλλιανη. Εκεί είχε το σπίτι του.

Ένα βράδυ, ενώ η φωτιά κατάτρωγε τα χοντρά πουρναρίσια  κούτσουρα, κομμένα από το δάσος του μοναστηριού της Βέλλιανης και ο Φίλης ακουμπισμένος σταυροπόδι κάπνιζε στριφτό, η βάβω του, τού είπε :

–   Ο τρουβάς Φίλη γιόμισε γραμμάτια. Τώρα, που δεν έχεις δουλειά, δεν πας στην Παραμυθιά να μάσεις τα χρέη[4] , να φτιάξουμε κι εμείς κάτι για το παιδί μας, το Στέφο;

–    Καλά τα λες βάβω. Οι δουλειές όμως των εμπόρων που μού χρωστάν, δεν παν καθόλου καλά. Ο κόσμος δεν έχει. Κι όταν δεν έχει, δε σού δίνει  κι ας τού κόψεις το κεφάλι.

–   Αν δεν τα χαλέψεις (ζητήσεις) εσύ Φίλη, κανένας δε σου δίνει μόνος του.  Εκτός, κι αν ντρέπεσαι να ζητήσεις τα χρήματά σου;

Αυτό ήταν.  Ο Φίλης συλλογίστηκε λίγο κι ύστερα, σαν άλλος Δίας, άρχισε να ρίχνει κεραυνούς. Νευριασμένος σηκώθηκε και τράβηξε προς το γίκο. Η βάβω του κατάλαβε, αλλά, που να τολμήσει να βγει μπροστά του.  Είχε αποφασίσει και κανένας δεν μπορούσε να τού αλλάξει τη γνώμη. Με μια κίνηση του χεριού του έριξε στο πάτωμα όλα τα χοντρά ρούχα, ξεκλείδωσε την κασέλα και αρπάζοντας τον τρουβά με τα γραμ-μάτια,  τον άδειασε στη φωτιά.  Η βάβω του, ως που να τού πει, Φίλη, σκέψου τι κάνεις; η φλόγα έχει μεγαλώσει.  Έβαλε η καημένη τα χέρια της στη φωτιά, βγάζοντας μερικά γραμμάτια σάικα και μερικά μισο-καμένα. Τα περισσότερα όμως είχαν γίνει μαύρη στάχτη, η οποία, όταν ο Φίλης άνοιξε την πόρτα και βγήκε στον κήπο, το αεράκι τη σήκωσε στις αστρέχες.

Το γινάτι βγάζει μάτι.  Ο Φίλης εκείνη τη στιγμή δεν ένοιωσε το κακό που έκανε στον εαυτόν του και στην οικογένειά του. Όσο όμως η νύχτα προχωρούσε και τόσο ξεκαθάριζε μέσα του πως για μια μόνο κακιά στιγμή έχασε από τα χέρια του δουλειά χρόνων. Σκέψεις που μπορούσαν να αντικαταστήσουν την καταστροφή των καμένων γραμματίων δεν έβρισκαν ανταπόκριση.  Τα λόγια της βάβως : Φίλη, μην κάνεις έτσι, κανένας δε θα αρνηθεί τα χρέη του, δεν τον παρηγορούσαν.  Αυτός είχε σχέση με τον κόσμο και αυτός τον γνώριζε.  Γι’ αυτό της απάντησε :  Ο παπάς από την πόλη κι η παπαδιά μολόγαγε.

Όλη τη νύχτα ο Φίλης δεν έκλεισε μάτι. Η σκηνή με τα γραμμάτια που έπεσαν στη φωτιά  κι η φλόγα, που έγινε απότομα ένα μέτρο, γύριζαν συνέχεια στο μυαλό του.  Ευτυχώς, που η βάβω του έβαλε τα χέρια της μέσα στις φλόγες  κι έβγαλε μερικά. Αλλιώς θα είχε γίνει εντελώς φτωχός.  Όταν ξημέρωσε κι ήπιε τον πρώτο του καφέ, πήρε από την άκρη του δωματίου τα μισοκαμένα γραμμάτια κι άρχισε ένα ένα να τα διαβάζει με προσοχή και να τα ξεχωρίζει σε χρήσιμα και άχρηστα.

Κοίταζε, αν ήταν γραμμένα το ποσό, το όνομα του οφειλέτη[5] και η υπο-γραφή του.  Όταν τα διάλεξε όλα, το σαράκι της απελπισίας του μεγάλωσε.  Έγινε βουνό που τον πλάκωσε. Η ιδέα όμως ότι η βάβω έβγαλε από τη φωτιά πολλά γραμμάτια, δεν υπήρχε πια. Η πραγμα-τικότητα ήταν άλλη.  Ήταν η τέλεια καταστροφή. Γι’ αυτό η σκέψη ότι αυτός φταίει και αυτός πρέπει να τιμωρηθεί, του ρίζωσε μέσα του. Σταμάτησε να τρώει, να πίνει και να κουβεντιάζει. Και μετά από δυο μέρες έκλεισε για πάντα τα μάτια του.  Έτσι είναι ο άνθρωπος. Συγχωρεί τα σφάλματα των  άλλων, δεν συγχωρεί όμως τα δικά του.

Ο Στέφο – Φίλης  (1897-1971)

Ο Στέφο – Φίλης ( Στεφάνου) ήταν γιος του Φίλη Στέφου. Νεαρός έλαβε μέρος στη μικρασιατική Καταστροφή[6] και μετά από πολλές ταλαιπωρίες επέστρεψε στη Βέλλιανη.  Παντρεύτηκε την Αναστασία του Μήτρο Τσιαμάτου από το Λευτροχώρι της Παραμυθιάς και μαζί της απόκτησε ένα γιο, το Χρήστο (Τάκη) και τις κόρες, Γάλω (Αγγελική), Ρίνα, Λευτέρω, Ράνω  (Ουρανία) και Βαγγελή. Αδερφός του ήταν ο Γκέλη Φίλης και αδερφές του :  η μάνα του Σωτήρη και Θωμά Μπίκα, η Μαγδαλινή, η μάνα  του Γάκη και Γρηγόρη Μπίκα, η Ρούσιω (Μαρία) και η μάνα του Παπαγάκη (Παπαφώτη), η Βασιλική.

Ποιος από τους ηλικιωμένους σήμερα δε θυμάται το Στέφο – Φίλη με το καπέλο να κατεβαίνει σιγά σιγά στο καφενείο του Θωμά – Μπίκα, το μοναδικό τότε καφενείο στο χωριό, να πίνει το πόντσι και να παίζει ξερή με σύντροφο πάντα τον Τέλη (Μπίκα) και αντιπάλους το Νικόλα (Κούρτη) και το Σωτήρη (Μπίκα).

Μαρτυρίες

–  Χρήστου Στεφάνου Στεφάνου  (Τάκη – Στέφου ), χειρόγραφη σημείωση, σελ. 15.

Την παρακάτω χειρόγραφη σημείωση μού την έστειλε ο γιος του Κωνσταντίνος Στεφάνου, συνταξιούχος Φυσικός και αντιδήμαρχος του Δήμου Σουλίου.

« Πεντέμηση συνεχόμενα χρόνια έμηναι στρατιώτης. Όταν γύρισε στο σπίτι του το 1922 δεν βρήκε της δύο μεγαλύτεραις αδερφές του, είχαν πεθάνει από την τότε μεγάλη Γρήπη όπως και πολή άλοι. … »   ( διατηρήθηκε η ανορθογραφία )

–  Κωνσταντίνος Χρ. Στεφάνου (εγγονός του Στέφο – Φίλη) :

Ο παππούς μου από την πλευρά του πατέρα μου, ο Στέφο –  Φίλης (Στεφάνου) έλαβε μέρος στη Μικρασιατική Εκστρατεία. ΄Ηταν υπεύθυνος  διμοιρίας ιππικού. Στη μονάδα του ήταν και ο Δημήτρη – Μπάμπας από το Μανδρότοπο.  Είχαν περάσει τον ποταμό Σαγγάριο και βάδιζαν για  την  ΄Αγκυρα.  Ξαφνικά δέχτηκαν επίθεση. ΄Ενας Έλληνας στρατιώτης άρχισε να πυροβολεί. Αυτό τους έσωσε, γιατί οι Τούρκοι νόμισαν ότι ήσαν πολλοί.  ΄Ετσι, σιγά σιγά άρχισαν να υπο-χωρούν. Όταν έφθασαν στα παράλια της Τουρκίας, μαζί με πολλούς άλλους,  μπήκε σε ένα καράβι και, μετά από ταλαιπωρία πολλών ημερών, βγήκε στην Πρέβεζα. Από την Πρέβεζα με τα πόδια ήρθε στην Απάνω Βέλλιανη, όπου τότε οι γονείς του είχαν το σπίτι. Επειδή διψούσε, κατευθείαν πήγε στη βρύση.  ΄Υστερα κατέβηκε στο σπίτι.  Έξω στη σκαμιά καθόταν η μάνα του.  Άκουσε τα βαριά βήματά του και, επειδή νόμισε ότι ήταν κάποιος ξένος, δεν έδωσε σημασία. Όταν όμως τον είδε από κοντά με γένια και μακριά μαλλιά, δεν τον αναγνώρισε.

–  Μάνα, τής φώναξε. Είμαι ο Στέφος. Γύρισα από τον πόλεμο. …

                  Το όνειρο του Στέφου

–  Στέφαινα,  είδα όνειρο, παράξενο απ’ τ’ άλλα.

Είδα μια όμορφη κυρά, που ήρθε μες στο σπίτι

κι αφού  με καλημέρισε και κάθισε κοντά μου,

με σιγανή, γλυκιά φωνή, μού ’πε, σε τρεις  ημέρες,

δίπλα κοντά το σπίτι[7] μας,  ζερβά  και στη γωνία

να σκάψω μνήμα, για να βρω  πότσια γιομάτη λίρες.

–  Στέφο ! η  όμορφη κυρά, που ήρθε μες στο σπίτι

είναι η Παναγία μας, που πάντα μάς φυλάει.

Αλλά αυτά τα όνειρα σε άλλους δεν τα λένε,

γιατί οι λίρες χάνονται κι η πότσια κομματιάζει.

Έλα να πάμε γρήγορα, να σκάψουμε αντάμα,

μήπως κι οι λίρες είν’ εκεί και σάικη η πότσια.

Ο Στέφος με το όνειρο, το  μέρος  να τού δείχνει,

σκάβει το χώμα μαλακά και  να ! ορθή η πότσια.

Απέξω  ήταν κόκκινη μ’ ένα γυμνό στρατιώτη,

με το σπαθί στο χέρι του, στη μέση του τη ζώνη,

με το θηκάρι κρεμαστό  το γόνατο ν’ αγγίζει

και στα μαλλιά του τα σγουρά, ελιάς, χρυσό στεφάνι.

Με δυο ζωνάρια μελανά, ολόγυρα στον πάτο

και άλλα δυο στην κορυφή, γύρω απ’ το λαιμό της.

Κι επάνω της καθότανε χοντρό, βαρύ  καπάκι,

με δύο φίδια μακρουλά που ’χαν ορθό κεφάλι,

και δείχνανε τη γλώσσα τους σ’ αυτόν που την ανοίγει.

Και μέσα; κόκαλα ανδρός ν’ ασπρίζουν σαν το χιόνι.

(Το παραπάνω ποίημα είναι εμπνευσμένο από την ιστορία, που μου αφηγήθηκε στη Φρανκφούρτη ο Φίλης (Φίλιππος) Χρ. Στεφάνου, εγγονός του Στέφο – Φίλη)

Φωτ. 2. (1965). Πανηγύρι της Βέλλιανης (Ζωοδόχου Πηγής).  Από τα αριστερά ο Μήτσιο- Κρυστάλλης, η σύζυγος του Αρετή, κόρη του Βαγγέλη Γιάννη από το Ζερβοχώρι (παλ. Δραγουμή ), η Στεφοφίλαινα, ο Στέφο – Φίλης (Στεφάνου) και ο μικρός  Φίλης,  εγγονός του .
Τη φωτογραφία μου την έστειλε η Βαγγελή Στεφάνου – Κουρματζή (ό.α.)

Παράδοση

Παραδοσιακά πιστεύεται ότι μερικοί άνθρωποι είδαν σε όνειρο γυναίκα, την Παναγία, η οποία τούς υπεδείκνυε κάποιο μέρος, στο  οποίο υπήρ-χαν  θαμμένες λίρες. Μαζί με το υποδεικνυόμενο μέρος τούς έδινε και διάφορες οδηγίες και εντολές, τις οποίες έπρεπε να τηρήσουν όλες κατά γράμμα.  Για παράδειγμα, δεν έπρεπε να πουν το όνειρο σε κανέναν, γιατί, αν το έλεγαν, ο Θησαυρός θα χανόταν. Και,  όταν έβρισκαν  τις λίρες, έπρεπε την ίδια στιγμή να σφάξουν στο μέρος αυτό μια κότα, έναν κόκορα ή ένα σφάγιο, πρόβατο ή γίδι.  Αν δεν έσφαζαν, μετά από ένα χρονικό διάστημα θα πέθαιναν.

Στο γειτονικό με τη Βέλλιανη Καρυώτι υπέργηρος μού έλεγε ότι χωριανός του, μετά από υπόδειξη της Παναγίας, που την είδε στο όνειρο, όργωσε το χωράφι του και βρήκε  πότσια (πιθάρι) γεμάτη λίρες. Επειδή, όμως, δεν έσφαξε κάποιο σφάγιο στο μέρος αυτό, μέσα σ’ ένα χρόνο πέθανε ο ίδιος και η γυναίκα του.

Φωτ. 3. Καθιστοί :  Ο Στέφο-Φίλης με τη σύζυγό του να κρατά στην αγκαλιά της την εγγονή της Αναστασία Πατσούκα (ό.κ.)
Ορθιοι :  Από τα αριστερά :  Ο Χρήστος Στ. Στεφάνου (Τάκη – Στέφος), η σύζυγός του (Γιωργούλα Μπάμπα). ΄Οπισθεν ο Γιάννης Πατσούκας (σύζυγος της Ουρανίας Στεφάνου). Στη συνέχεια οι κόρες του Στέφο – Φίλη :  Ράνω (Ουρανία), Τέρω (Ελευθερία) Περσεφόνη (εγγονή του), Βαγγελή και ο Κώστας κουρμαντζής ( σύζυγος της Βαγγελής ). Τη φωτογραφία μού την έστειλε ο Χρήστος Κων. Στεφάνου (χειρουργός)
Φωτ. 4. O Στέφο – Φίλης (αριστερά) με τον Αριστοτέλη Κων. Μπίκα στο παλιό   μαγαζί του Θωμά Χρήστου Μπίκα
Τη φωτογραφία μου την έστειλε ο Χρήστος Κων. Στεφάνου (χειρουργός)

Στο θάνατο του Στέφο – Φίλη (Στεφάνου) ο αείμνηστος  Σπύρο- Μουσελίμης  αφιέρωσε το παρακάτω ποίημα :

          ΣΤΟ ΘΑΝΑΤΟ

               ΤΟΥ ΒΕΛΛΕΝΙΤΗ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ

            Βαρύς, μολύβι ο πόνος για τον ξαφνικό χαμό σου.

             Φίλους κι εχτρούς ελύπησε Στέφανε ο θάνατός σου.

             Άφησε ανάρμεγα ο βοσκός τα πρόβατα στο γρέκι

             κι ο κυνηγός επέταξε στη φράχτη το ντουφέκι.

              Στέκουν τα βόδια του ζευγά στ’ άκουσμα της καμπάνας.

              Και χάρος γένεται η χαψιά στο λάρυγγα της μάνας.

              Ουχάι ! πού πάμε οι καψεροί ! και τι μας περιμένει !

              Πουλιώνε διαβατάρικων ήσκιοι είμαστε οι καημένοι.

              Πλέει στη θάλασσα η ζωή όρμο να βρει ν’ αράξει

              ως που μακριά στα πέλαγα η δίνη την αρπάξει.

              Ήρθαμε εδώ, γιατί και πως, κανένας δε γνωρίζει,

              ούτε και πεθαινίσκοντας στη γη ξαναγυρίζει.

              Λεν στου Χριστού τον ερχομό όλοι με τα κορμιά μας

              θ’ αναστηθούμε. Ονείρατα είν’ όλα χαλασιά μας.

(Ελεύθ. Βήμα Ηγουμενίτσας, 27 Φλεβάρη 1972)

Φωτογ. 5  (1965). Πανηγύρι της Βέλλιανης (Ζωοδόχου Πηγής) στο σημερινό κτήμα του ξενώνα του Κώστα Λώλου.
Δευτερη σειρά Ο Στέφο – Φίλης  (στο μέσο) με τη σύζυγό του (στην αρχή ) να κρατά την εγγονή τους Φρειδερίκη Ανδρέου (Σεβαστό). Στη συνέχεια από αριστερά  οι κόρες τους  Ρίνα, Τέρω, Γάλω, η εγγονή τους Φώνη και η  νύφη τους Γεωργία Μπάμπα.
Πρώτη σειρά, από τα αριστερά οι εγγονές τους και τα εγγόνια τους : Η Βασιλική, η Γιούλα, ο Αρσένης, ο Φίλης, ο Κώστας Σπύρου (Ζερβοχώρι) και ο Κώστας (ό.α.)
Τη φωτογρ. Μού την έστειλε  η Βαγγελή Στεφάνου – Κουρματζή, κόρη του Στ. Φίλη.   

Βιβλιογραφία :

William Martin Leake[8] « Η ΄Ηπειρος 1805 -1810  »

–  Henry Holland  « Travels in the Ionian IslesAlbaniaThessalyMacedonia, & c.

– Σπ. Π. Αραβαντινού : « Ιστορία Αλή Πασά του Τεπελενλή », τόμος ΙΙ, εκδόσεις Πύρρος

– Κων. Φαλτάιτς : « Οι Ηπειρώται που ξενιτεύονται »,  Αθήναι 1930, τυπ. Σοφιανοπούλου

– Χατζηγεωργίου Θέμιδος : « Η αποδημία των Ηπειρωτών »,  Ηπειρωτική Βιβλιοθήκη

–  Σπύρου Μουσελίμη  : « Ιστορικοί περίπατοι ανά τη Θεσπρωτία », Θεσσαλονίκη 1972

–   Μπίκα Μάριου :  « Στ’ απόσκια του Κορύλα », Θεσσαλονίκη 1999


[1] . Σπ. Π. Αραβαντινού (1843-1906) : « Ιστορία Αλή Πασά του Τεπελενλή », τόμος ΙΙ, εκδόσεις Πύρρος 1979, σελ. 460.  «…  Ελέγχη υπό τινων, ότι ο Αλής εγνώριζε να υπογράφη,  τινές δε ισχυρίσθησαν ότι και να γράφη εγνώριζε ολίγον. Τούτο είναι ανακριβές. Ουδαμού περιεσώθη ιδιόγραφον τι του Αλή, ουδέ καν υποφραφή του ιδιόχειρος. Ουδείς Τουρκαλβανόπαις κατά την εποχήν εκείνην εδιδάσκετο την Τουρική, σπανίως δε τινες αυτών εμάνθανον να χαράσωση την υπογραφήν των Ελληνιστί. Και ο Αλής λοιπόν ούτε νέος εδιδάχθη να γράφη ή αναγνώσκη, ουδ’ ανδρωθείς ηξίωσε ποτε ν’ ασχοληθή  εις την σπουδήν γραμμάτων… »

[2] . Τον William Leakeκ (Ληκ) στο ταξίδι του ανά την  Ήπειρο τον συνόδευαν μόνιμα δώδεκα Αλβανοί έφιπποι στρατιώτες, οι οποίοι, σύμφωνα με την κρίση του Μπου-λούκμπαση ( του Τούρκου αρχηγού της Αστυνομίας), ενισχύονταν και από πεζούς οπλίτες της εκάστοτε περιοχής.

[3]Μητρώο Αρρένων της κοινότητας Βέλλιανης, ανατύπωσης του 1850, σελίδα γεννηθέντων το έτος 1867 :

«  Επώνυμο : Στέφανος : Όνομα : Φίλιππος.

Όνομα πατρός : Ζώης.

Κοινότητα  :  Βέλλιανη ».

(σ.σ.) Στην Βέλλιανη αποκαλούσαν το Στέφο Φίλη με την προσωνυμία Μότσης. Η προσωνυμία αυτή δεν ήταν παρατσούκλι. ΄Ηταν το πραγματικό επώνυμο, που  είχαν παλιά οι πρόγονοί του. Σήμερα το επώνυμο Μότσης απαντάται ευρέως στην Τ.Κ. Ζωτικού των Ιωαννίνων.  Ως εκ τούτου, δύναται να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι ο παππούς  του Στέφο – Φίλη, ο Ζώης Μότσης ζούσε στο Ζωτικό ή σε ένα από τα γειτονικά με αυτό χωριά, όπως και οι πρόγονοι των συγχωριανών του, Νταγκαίων και Μπικαίων, και, μετά την αποτυχία της Ηπειρωτικής Επανάστασης το 1854, διωγμένος από τους Τούρκους, βρήκε καταφύγιο στην Παλιά  Βέλλιανη, πλησίον της ομώνυμης Ι. Μονής της.

Η Βαγγελή Στεφάνου – Κουρματζή (ό.α.) :  « Είχα ακούσει από τη μάνα μου  ότι το σόι μας, από την πλευρά του πατέρα, καταγόταν από το Ζωτικό  »

[4] Τα χρέη  :   Τα χρήματα που χρωστούσαν στον Φίλη. Και αυτά δεν ήταν μόνο από τα αγώγια, αλλά και από δανεικά. Το γεγονός τούτο φανερώνει την οικονομική κατάσταση του αγωγιάτη Φίλη Στέφου.

[5] . οφειλέτη  :  Τους οφειλέτες του Φίλη – Στέφου, μετά το θάνατό του, προσπάθησε να  βρει ο γιος του, ο Στέφος και να εξαργυρώσει τα γραμμάτια, που είχαν διασωθεί από τη φωτιά. Πολλοί όμως από αυτούς  δεν αναγνώρισαν τα χρέη τους, λέγοντας ότι η υπο-γραφή δεν ήταν δική τους.

[6] . Μπίκα Μάριου :  « Στ’ απόσκια του Κορύλα », Θεσ/νίκη 1999, σελ. 27 κ. 28.

[7] .  Το σπίτι του Στέφο – Φίλη (Στεφάνου) στην Κάτω Βέλλιανη βρισκόταν στην τοπο-θεσία Βακούφι  ή  Βάκου.  Παραδοσιακά λέγεται ότι στη θέση αυτή  πολύ παλιά υπήρχε εκκλησία, που ετιμάτο στη μνήμη του Αγίου Παντελεήμονα. Μάλλον στην εκκλησία αυτή ανήκαν και οι πλησίον της  μύλοι, νερόμυλος και ταμπακόμυλος.

Μαρτυρίες :

α.  Η Κωτσιοκούρταινα (ό.α.) :  «  Το  μέρος που είχε το σπίτι ο Στέφο – Φίλης στην Κάτω Βέλλιανη το έλεγαν Βακούφι, επειδή παλιά ήταν εκεί η εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονα. Εγώ αυτό το είχα ακούσει από το Λάμπρο Μάρκο (Μπίκα), παππού μου, πατέρα της μάνας μου ».

β. Η Βαγγελή Στεφάνου – Κουρματζή (ό.α.) : « Το μέρος που είχαμε το παλιό σπίτι στην Κάτω Βέλλιανη το έλεγαν Βακούφι. Εκεί εμείς είχαμε βρει πολλούς τάφους,  που είχαν μέσα ανθρώπινα κόκαλα. Ένα πρωί ο πατέρας άρχισε να σκάβει δίπλα στην αποθήκη.

– Τι κάνεις εκεί, θα γκρεμίσεις την πόρτα ; τού φώναξε η μάνα.

Ο πατέρας είχε δει όνειρο, που τού υποδείκνυε να σκάψει στο μέρος αυτό. Και, αφού δεν απάντησε στη μάνα, συνέχισε το σκάψιμο,  βγάζοντας μέσα από τη γη ανθρώπινα κόκαλα »

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *