Οι Τσάμηδες και οι Τουρκαρβανίτες ή Τουρκαλβανοί

Share Button

Τις τελευταίες δεκαετίες και κυρίως μετά το 1950 η γειτονική μας Αλβανία έπλασε το μύθο των δήθεν Τσάμηδων, που κατά τη δική της μυθοπλασία ήταν μέρος του Αλβανικού πληθυσμού που κατοικούσαν μέχρι το 1945 σε περιοχές της Θεσπρωτίας και Πρέβεζας απ’ όπου εκδιώχθηκαν ή αποχώρησαν οικειοθελώς από τα μέρη αυτά.

Οι κάτοικοι της Τσαμουριάς

Κατ’ αρχήν Τσαμουριά ήταν και είναι η ευρύτερη περιοχή της κοιλάδας του ποταμού Καλαμά, που από τα αρχαία χρόνια ονομαζόταν Θύαμις. Από τη λ. Θύαμις και με γλωσσική εξέλιξη και παραφθορά προέκυψε η ονομασία: Θύαμις ή Θυάμης ή Τσάμης ή Τσαμουριά κ.ά., που είναι η εγκυρότερη ετυμολογία της ορολογίας: Τσάμης, λοιπόν, ήταν και είναι, ασφαλώς και σήμερα, ο Έλληνας κάτοικος της ευρύτερης περιοχής της Τσαμουριάς, έδαφος καθαρά ελληνικό τουλάχιστον από τον 5ο π.Χ. αιώνα.

Από αδιαφορία των Ελληνικών Αρχών και από παραπλάνηση της προπαγάνδας των Τουρκαλβανών επικράτησε τα τελευταία χρόνια η εντύπωση πως η λέξη Τσαμουριά είναι εθνοτική ονομασία μίας Τουρκαλβανικής περιοχής και πως οι αυτοαποκαλούμενοι Τουρκαλβανοί ως Τσάμηδες είναι πολίτες που έζησαν στην περιοχή της Τσαμουριάς μετά την κατάκτηση και αυτής της περιοχής από τους Τούρκους μετά τον 15ο αιώνα ως κατακτητές αυτής.

Η γνησιότητα του Ελληνικού πληθυσμού της περιοχής ανάγεται στις αρχές του 5ου π.Χ. αιώνα και ανάμεσα στη δεκαετία 520-510 π.Χ., οπότε εγκαταστάθηκε εκεί ένα ισχυρό φύλλο Ελλήνων μεσσηνιακής καταγωγής και προέλευσης.

Μετά το Β΄ Μεσσηνιακό πόλεμο (645-628 π.Χ.) και την υποταγή εκ νέου των Μεσσηνίων στους Σπαρτιάτες, ένα μέρος των Μεσσηνίων, για να μη καταστούν είλωτες, αποχώρησε οικειοθελώς από τα πάτρια μεσσηνιακά εδάφη του και αναζήτησε νέο τόπο εγκατάστασης. Το φύλο αυτό βάδισε ΒΔ και διέσχισε τις περιοχές της Ήλιδας και της Αχαΐας χωρίς να βρει ελεύθερη περιοχή εγκατάστασης, αναζητώντας εύφορη γη, ύπαρξη πηγών για ύδρευση και πρόσβαση, ει δυνατόν, σε παράλια περιοχή. Βρήκε στη διαδρομή ισχυρά φύλα και πληθυσμιακή πληρότητα και έτσι έφτασε στον πορθμό του Ρίου, πέρασε στην απέναντι ακτή, στο σημερινό Αντίρριο, και εγκαταστάθηκε στην ευρύτερη περιοχή της σημερινής Ναυπάκτου. Εκεί έζησε και πλήθυνε τα επόμενα 100 περίπου χρόνια, οπότε, λόγω της ανεπάρκειας πλέον του χώρου να συντηρήσει το ήδη αυξημένο πλήθος τους, αποφάσισαν νέα μετακίνηση μεγάλου μέρους αυτών προς Βορρά. Έτσι ένα ισχυρό φύλο από τις ακτές του ΒΔ Ιουνίου έπλευσε προς Κάτω Ιταλία, έφτασε στο αρχαίο Ρήγιο, σημερινό Ρέτζιο Καλάβρια, και πέρασε στην απέναντι ακριβώς περιοχή της Σικελίας, όπου ήταν χτισμένη η Ζάγκλη, Ελληνική αποικία των Χαλκιδέων, την κατέκτησε, την εποίκησε και την μετονόμασε σε Μεσσήνη προς τιμήν της πατρώας γης και που μέχρι σήμερα φέρει στα Ιταλικά το όνομα Μεσσίνα. Το άλλο φύλο, το ήμισυ, που μετακινήθηκε από την Ναύπακτο προς Βορρά διέσχισε τις παράλιες περιοχές και την ενδοχώρα Αιτωλοακαρνανίας και Πρέβεζας, βρήκε σχεδόν ακατοίκητη την κοιλάδα του Θυάμιδος ποταμού και την εποίκησε χωρίς αντίσταση και ο πληθυσμός αυτός επεκτάθηκε σταδιακά μέχρι την Βορειοηπειρωτική Χιμάρα, σε μια περιοχή που σχεδόν η μισή έκτασή της, σήμερα, ανήκει στο Αλβανικό κράτος. Αυτός ο πληθυσμός αυτού του Μεσσηνιακού φύλου είναι εκείνος που ονομάστηκε Τσαμουριά η περιοχή και Τσάμηδες οι Μεσσήνιοι έποικοί της.

Ισχυρό τεκμήριο της ελληνικής καταγωγής του πληθυσμού αυτής της περιοχής μας προσφέρει η Γλωσσολογία. Οι κάτοικοι αυτής της περιοχής της ευρύτερης Τσαμουριάς ακόμη και σήμερα ομιλούν ένα γλωσσικό ιδίωμα της ελληνικής γλώσσας που δεν ανήκει στα βόρεια γλωσσικά ιδιώματα της ελληνικής γλώσσας που ομιλούν οι άλλες όμορες ελληνικές περιοχές, αλλά στα νότια ιδιώματα και κυρίως σε αυτό της μεσσηνιακής χώρας, από όπου προήλθαν οι ίδιοι ως έποικοι.

 

ΤΟ ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΙΔΙΩΜΑ ΤΗΣ ΤΣΑΜΟΥΡΙΑΣ

 

Στο σημείο αυτό είναι απαραίτητη μια παρέκβαση στα ιστορούμενα, για να κατανοήσει ο μελετητής του κειμένου αυτού τα γλωσσολογικά στοιχεία της Ελληνικής Επικράτειας.

Η επιστήμη της Γλωσσολογίας διακρίνει τα γλωσσικά ιδιώματα της Ελλάδας σε: α) Βόρεια και β) Νότια, με βάση τα γνωρίσματά τους. Τα Βόρεια ορίζονται με βάση τον 38ο παράλληλο και χωρίζει όλη την Ελλάδα σε δύο μέρη με μια νοητή γραμμή που τέμνει στη μέση τον Πατραϊκό και Κορινθιακό κόλπο, ταυτίζεται στην προέκταση προς Α με τα όρια της Αττικής – Βοιωτίας, κόβει στη μέση την Εύβοια και το απέναντι Αιγαίο μέχρι και τη Σμύρνη.

Ι. Βόρεια: Στερεοελλαδίτικα, Ηπειρώτικα (εκτός Τσαμουριάς) Θεσσαλικά, Μακεδονικά, Θρακιώτικα και στο Αιγαίο: Βόρεια Εύβοια, Βόρειο μέρος Αιγαίου, Άνδρος, Τήνος, Σάμος, (αποικισμός Θεσσαλών).

Χαρακτηριστικά: α) τρέπουν τα άτονα ε και ο σε ι και ου αντίστοιχα: π.χ. έφαγε

– έφαγι, νερό – νιρό, παιδί μου – πιδί μου, ο λόγος – ου λόγους.

β) Αποσιωπούν τα άτονα ι και ου: μισό – μ’σό, πουλί-π’λί, βουνό-β’νό, ψηλός- ψ’λός, κουτάλι-κ’ταλ’, έπαιρνε – έπιρνι.

ΙΙ. Νότια: Πελοποννησιακά, Εφτανησιώτικα, Αττικής, Κρητικά, Νότιου Αιγαίου, Κυκλαδικά, Χίου, Δωδεκανησιακά και Τσαμουριάς [κοίτη Θύαμη – Καλαμά μέχρι Βορειοηπειρωτική Χιμάρα].

Χαρακτηριστικά: Τα αντίθετα των Βόρειων Ιδιωμάτων: α) δεν παρατηρείται η τροπή των άτονων ε και ο σε ι και ου β) δεν παρατηρείται η αποβολή των άτονων ι και ου: νερό, παιδί μου, ο λόγος, μισό, πουλί, βουνό, μουστοκούλουρο.

Στην ευρύτερη περιοχή, λοιπόν, της Τσαμουριάς επιβιώνει επακριβώς από τον 5ο π.Χ. αιώνα μέχρι και σήμερα και μιλιέται ξεκάθαρα αυτό το νότιο ιδίωμα, χωρίς να έχει δεχθεί αλλοιώσεις από το πέρασμα των αιώνων και της πληθυσμιακής μετακίνησης, προσμείξεις και κατακτήσεις σε αλλόγλωσσους ή σε διαφορετικούς ιδιωματισμούς   που   αναμείχθηκαν   στην   περιοχή.   Άλλες   αποδείξεις   για   την Ελληνικότητα της περιοχής και των κατοίκων της Τσαμουριάς περισσεύουν, αρκεί να επισκεφθεί κανείς την περιοχή και να συνομιλήσει με τους σημερινούς Ελληνοτσάμηδες για να το διαπιστώσει με τα ίδια του τα αφτιά (ιδίοις ωσί).

 

Το Νότιο Ιδίωμα Μεσσηνιακής προέλευσης

 

Το νότιο ιδίωμα της ιωνικοαττικής διαλέκτου, μετά την αρχική κοιτίδα επικράτησης στην περιοχή της Τσαμουριάς μέχρι τη Βορειοηπειρωτική Χιμάρα, με την πάροδο των αιώνων και τις μετακινήσεις προς διάφορες κατευθύνσεις πληθυσμιακών ομάδων, επεκτάθηκε και κάλυψε ευρύτερες περιοχές, επικράτησε και μιλιέται μέχρι και σήμερα. Αυτή η ευρύτερη περιοχή προσδιορίζεται με σαφή όρια και περιλαμβάνει συνολικά τα εδάφη και τους κατοίκους: Από το Ν. Πρέβεζας τις περιοχές Καναλακίου, τα χωριά των ορέων Σουλίου, από το Ν. Ιωαννίνων το τόξο αριστερά από το Πετούσι

  • Βερενίκη – Βροσύνα – Λάβδανη – Κακαβιά και ως συνέχεια το τόξο αριστερά από Κακαβιά – Αργυρόκαστρο μέχρι τη Χιμάρα και ολόκληρο τον υπόλοιπο Νομό Θεσπρωτίας.

 

Περιοχές όπου δεν μιλήθηκε η Αλβανική γλώσσα

Αυτή η περιοχή που βρισκόταν σε ήπιο καθεστώς κατάκτησης και διοίκησης κάλυπτε όλη την κοιλάδα του Καλαμά μέχρι την Βορειοηπειρωτική Χιμάρα, όπου δε μιλήθηκε ούτε μιλιέται και σήμερα η Αλβανική ή Αρβανίτικη γλώσσα. Στο χάρτη της Ελλάδας η περιοχή αυτή ορίζεται πολύ σταθερά και καθαρά από το όριο που προσδιορίζεται με ακρίβεια και είναι: ο ρους του Καλαμά από τις εκβολές και αριστερά πάντοτε της αναγραφής τοπωνυμίων, ήτοι: στο Ν. Θεσπρωτίας από τις εκβολές του Καλαμά – Κεστρίνη – Παραπόταμος – Άγιος Γεώργιος – Νεράιδα – Νεοχώρι – Κρυσταλλοπηγή – Παραμυθιά – Προδρόμι – Αγία Κυριακή, στο Ν. Ιωαννίων από Αγία Κυριακή – Πετούσι – Βροσύνα – Βουτσαράς – Σουλόπουλο – Λάβδανη – Στρατίνιστα

  • Κακαβιά και στους οικισμούς της επαρχίας Κόνιτσας και Φιλιατών αριστερά των συνόρων Αλβανίας – Ελλάδας, ήτοι: Νεοχώρι – Χαραυγή – Αγία Μαρίνα – Τσαμαντάς
  • Αμπελώνας – Παλαμπάς – Πλαίσιο – Σαγιάδα.

Στις περιοχές αυτές δεν εγκαταστάθηκε ποτέ πληθυσμιακό στοιχείο Τουρκοαλβανικής προέλευσης σε μορφή ομαδικής εγκατάστασης, δηλαδή δε δημιουργήθηκαν πόλεις ή χωριά με καταγωγή και γλώσσα Τουρκαλβανικής προέλευσης, γιατί η άγονη γη, κυρίως, και το ορεινό και δύσβατο εδαφικό στοιχείο δεν ευνοούσε τέτοια εγκατάσταση. Οι περιοχές αυτές ήταν, ασφαλώς, κατακτημένες και διοικούνταν από μικρές οικογένειες [συγγενικά πρόσωπα 2-3 οικογενειών] που διέθεταν αρχοντικά σπίτια, ήταν σε σχετικά μακρινές αποστάσεις το ένα αρχοντικό από το άλλο, κατείχαν την περιοχή που δέσποζε γύρω από το αρχοντικό κάθε οικογένειας, ανέθεταν τις καλλιέργειες των καθορισμένων κτημάτων η καθεμιά στο ντόπιο χριστιανικό πληθυσμό, είχαν δική τους κτηνοτροφία και λάμβαναν το μεγαλύτερο μέρος κάθε παραγωγής, χωρίς οι ίδιοι να συμμετέχουν στις εργασίες. Ήταν κάτι σαν Αγάδες ή Μπέηδες της περιοχής με περιορισμένη διοικητική και οικονομική διοίκηση. Αυτοί  απέδιδαν  ως  φορολογία  στην  Ανώτερη  Διοίκηση  ό,τι  είχαν  δεχθεί  ως

 

προσδιορισμένη φοροκαταβολή στον κατακτητή. Ο απασχολούμενος πληθυσμός στα κτήματα αυτά αμείβονταν με είδος της παραγωγής [λάδι – δημητριακά – τυροκομικά

  • μαλλιά κ. ά. σε μικροποσότητες].

 

Περιοχές όπου μιλήθηκε η Τουρκαλβανική ή Τουρκαλβανίτικη γλώσσα

 

Είναι κυρίως περιοχές όπου, λόγω της ευφορίας του εδάφους και των κατάλληλων εδαφών για ανάπτυξη γεωργίας και κτηνοτροφίας, εγκαταστάθηκαν τουρκαλβανικές πληθυσμιακές ομάδες, ίδρυσαν πολυδύναμα χωριά, εκμεταλλεύτηκαν τον πλούτο της γης και της φύσης και οι ίδιοι σχεδόν ασχολήθηκαν με τη γεωργοκτηνοτροφία. Εκεί οι νέοι κατακτητές, σταδιακά και με τον ντόπιο ελληνισμό που κατοικούσε σ’ αυτά τα εδάφη, μιλούσαν κυρίως τα αρβανίτικα, αλλά και περιορισμένα τούρκικα, λόγω της από κοινού συνύπαρξης και συμβίωσης με τους Τουρκαλβανούς. Η περιοχή αυτή γεωγραφικά ορίζεται από τις εκβολές του Καλαμά και από τη δεξιά του όχθη προς την ενδοχώρα και ΒΔ αυτού χαράσσει ως όριο τους οικισμούς: Νέα Σελεύκεια – Καστρί – Άγιος Βλάσιος – Μαυρούδι – Δραμέσι – Κορύτιανη – Κολεστάτι – Νικολίτσι – Γκρίκα – Ψάκα – Αμπελιά – Σεβαστό – Ξηρόλοφος – Αγορά – Γαρδίκι – Γλυκή – Βουβοπόταμος – Μουζακαίικα – Καναλλάκι

  • Αμμουδιά και παραλιακώς ΒΔ μέχρι την Ηγουμενίτσα και τη Νέα Σελεύκεια.

Στην περιοχή αυτή εντάσσονται τα εύφορα εδάφη, όπως είναι αυτά ΒΔ της Ηγουμενίτσας μέχρι τις όχθες του Καλαμά, ο κάμπος της Πλαταριάς και του Μαργαριτίου, ο κάμπος του Φαναρίου – Καναλλακίου και Παραμυθιάς. Σε αυτή την περιοχή η αρβανίτικη μιλιέται ακόμη και σήμερα, έστω και αν παρατηρείται τις τελευταίες δεκαετίες μια περιορισμένη χρήση στον προφορικό λόγο, εξαιτίας του ότι οι νεότερες γενεές δεν ασκούνται στην εκμάθηση και την ομιλία «οικεία βουλήσει», χωρίς να υπάρχει κανένας περιοριστικός όρος ή απαγόρευση ή προτροπή από εξωγενείς παράγοντες, κρατικούς περιορισμούς, ποινές, διώξεις κλπ.

Οι περισσότεροι ηγέτες – άρχοντες της περιοχής αυτής ήταν τουρκικής καταγωγής με καθαρά τούρκικα ονοματεπώνυμα και μιλούσαν τούρκικα ή αρβανίτικα. Μεταξύ αυτών υπήρξαν δεκάδες εξωμότες, χριστιανοί αλλαξοπιστήσαντες, που ανέλαβαν διοικητικές ηγετικές θέσεις στις τοπικές κοινωνίες, που και ήταν πιο αυστηροί, αυταρχικοί και βάναυσοι από τους άλλους απέναντι στον χριστιανικό πληθυσμό της ηγετικής επικράτειάς τους.

 

Οι Τουρκαλβανοί της Τσαμουριάς

 

Τα τελευταία χρόνια έχουν εκδοθεί βιβλία – μελέτες με θέμα τους Τουρκαλβανούς που έζησαν στην περιοχή της Τσαμουριάς και ευρύτερα στους Νομούς Θεσπρωτίας και Πρέβεζας και από Έλληνες και Αλβανούς μελετητές του θέματος, αλλά δημοσιεύονται και πλείστα άρθρα κάθε χρόνο, κυρίως μετά το 1990, οπότε κατέρρευσε το κοινωνικοπολιτικό κομμουνιστικό καθεστώς της γειτονικής χώρας. Από το 1945 κυρίως και μέχρι το 1990 η Αλβανία άσκησε οργανωμένη προπαγάνδα, κυρίως μέσω των ελληνόφωνων εκπομπών του (Radio Tyranna), για τους Αλβανούς που ως κατακτητές   είχαν   εγκατασταθεί   στις   περιοχές   που   πιο   πάνω   προσδιορίσαμε, αποκαλώντας τους Τσάμηδες και διεκδικώντας την αποκλειστικότητα της ονομασίας μόνο για αυτούς, ισχυριζόμενη ότι ο όρος Τσάμηδες και Τσαμουριά είναι αλβανικής προέλευσης και εννοιολογίας. Αυτή η προπαγάνδα παραπλάνησε πάρα πολλούς Έλληνες, όπως η αντίστοιχη της περιοχής των Σκοπίων, σε βαθμό που ακόμη ένα μεγάλο ποσοστό να αγνοούν την πραγματικότητα και να αποδέχονται τις ορολογίες αυτές ως εθνοτικές της Αλβανίας. Το αρνητικό του θέματος έγκειται στο ότι και πανεπιστημιακοί Έλληνες συγγραφείς βιβλίων για την υπόθεση αυτή αποδέχονται την αλβανική προπαγάνδα. Τα σχολικά βιβλία της Αλβανίας και οι αντίστοιχοι γεωγραφικοί χάρτες χαράσσουν αυθαίρετα σύνορα που τα επεκτείνουν μέχρι και το Νομό Πρέβεζας. Η Ελληνική πλευρά αντιμετώπισε αρχικά τις ονομασίες αυτές με αδιάφορο ή περιφρονητικό τρόπο, γεγονός που εξέθρεψε εντονότερα την προπαγάνδα και τις διεκδικήσεις δήθεν αλύτρωτων περιοχών.

Στο σημείο αυτό οφείλουμε να δηλώσουμε ξεκάθαρα πως στα εδάφη αυτά δεν κατοικεί σήμερα ούτε ίχνος ατόμων Τουρκοαλβανικής καταγωγής ή ατόμων με αλβανικά ή αρβανίτικα ονόματα. Όλοι οι σημερινοί κάτοικοι αυτής της περιοχής είναι Έλληνες στην καταγωγή, Χριστιανοί στο Θρήσκευμα, αλλά σε αρκετές περιοχές και σε μικρό πληθυσμό δίγλωσσοι. Όλοι οι Τουρκοαλβανοί ή Τουρκοαρβανίτες κάτοικοι της περιοχής αυτής, όσοι επέζησαν από τις συγκρούσεις του 1943-1944, αποχώρησαν είτε από φόβο για τη ζωή τους είτε οικειοθελώς κάτω από τις απειλές και το συγκρουσιακό κλίμα του 1943-1945 για την Αλβανία.

Οι Τουρκαλβανοί στα χρόνια της απελευθέρωσης της Ηπείρου μέχρι την αποχώρησή τους (1913-1945)

 

Το αλβανικό στοιχείο μετακινείται ΝΔ στις περιοχές Θεσπρωτίας και Πρέβεζας μετά τον 15ο και κυρίως στις αρχές του 16ου αιώνα με επιλεκτικές περιοχές εγκατάστασης την εδαφική ευφορία και τις προσβάσιμες περιοχές για ανάπτυξη της κτηνοτροφίας. Άγονες ή δυσπρόσιτες περιοχές, όπως αυτή κυρίως της σημερινής επαρχίας Φιλιατών, σχεδόν αποφεύγονται ή απλώς επιτηρούνται. Στο θρήσκευμά τους ήταν αμιγώς μωαμεθανοί με πλείστα τζαμιά όπου εγκαταστάθηκαν. Ίσχυσε και εδώ ο άγραφος και αδήριτος νόμος των πολέμων: Ο νικητής τα παίρνει όλα, ο ηττημένος χάνει τα πάντα, όπως εδάφη, ελευθερία, δικαιώματα κ. ά.

Τα ιστορικά γεγονότα μέχρι το 1913 παραλείπονται, αφού δεν συνεισφέρουν τίποτε απολύτως στο πρόβλημα των δήθεν Τσάμηδων αλβανικής προέλευσης. Η απελευθέρωση, όμως, της περιοχής δεν αναπαρήγαγε τα ανάλογα αποτελέσματα της κατάκτησης. Έτσι οι νικητές των Βαλκανικών Πολέμων δεν κέρδισαν όλα τα εδάφη που έχασαν, όταν κατακτήθηκαν, όπως θα ήταν το δίκαιο του νικητή. Η Ελληνική Πολιτεία όχι μόνο δε ζήτησε να αποχωρήσουν οι απόγονοι των κατακτητών και να εγκαταλείψουν τα αρπαγέντα εδάφη των μόνιμων κατοίκων της περιοχής, των Τσάμηδων Ελλήνων, αλλά δείχνοντας πνεύμα ανωτερότητας, πνεύμα συμβίωσης Ελλήνων και Τουρκαλβανών, δημοκρατική ευαισθησία και ανθρωπισμό αναγνώρισε και τις κτηματικές περιουσίες.

Το διάστημα 1913-1940 το Τουρκοαλβανικό στοιχείο πολιτεύθηκε με μετριοπάθεια και σύνεση στη συμβίωσή του με τον ελληνισμό, με φόβο κυρίως να μην πέσουν στη δυσμένεια των απελευθερωμένων Ελλήνων, μειώθηκαν οι εντάσεις και οι συγκρούσεις. Με την εισβολή και κατάκτηση των εδαφών αυτών από τους Ιταλούς αρχικά το 1941 και αργότερα για ένα διάστημα (1941-1944) οι ντόπιοι Τουρκαλβανοί ανακουφίστηκαν, αναθάρρησαν και άρχισαν εκδικητικές ενέργειες με την πυρπόληση πολλών χωριών, δολοφονίες μεμονωμένων ατόμων με αργυρώνητους εκτελεστές από περιοχές μακρυνότερες εκείνες των θυμάτων, είτε γιατί μερικά από τα θύματα είχαν καταγγελθεί ότι τα προγενέστερα χρόνια δρούσαν ως οι ζωοκλέφτες ή ως δράστες που κατά την νύκτα θέριζαν τα σιτηρά και τα καλαμπόκια στα χτήματα των Τουρκοαλβανών ή για άλλες αιτίες προκλητικής συμπεριφοράς σ’ αυτούς ως υπόδουλοι.

Όταν όμως άρχισε να διαφαίνεται ή ήττα των ιταλογερμανών από το 1943-1944 και ύστερα και κυρίως μετά την αποχώρηση των Γερμανών, το ελληνικό στοιχείο αντέδρασε δικαιολογημένα εναντίον κυρίως εκείνων που είχαν στοιχεία ότι είχαν προβεί σε πυρπόληση οικιών και δολοφονίες πολιτών και ανταπέδωσαν τη βία με αρκετές δεκάδες θύματα των Τουρκαλβανών.

Πάνω στην κορύφωση της σύγκρουσης πολλοί Τουρκαλβανοί, με την απόφασή τους να εγκαταλείψουν οριστικά την περιοχή, για να γλιτώσουν τη ζωή των ιδίων και των οικογένειών τους, πωλούσαν σε τιμή ευκαιρίας ό,τι περιουσιακό στοιχείο διέθεταν, για να πάρουν ό,τι μπορούσαν ως αξία τοις μερητοίς, κυρίως χρυσές λίρες, ακόμη και είδη διατροφής (λάδι αλεύρι), θεωρώντας ότι χάνουν οριστικά τα πάντα. Πουλήθηκαν αρκετά κτήματα με αγοραστές λίγους που διέθεταν χρήμα, συντάσσοντας πρόχειρα χειρόγραφα – προσύμφωνα πώλησης και κυρωμένα με υπογραφές και τα δακτυλικά αποτυπώματα των συναλλασσομένων, τα οποία η ελληνική δικαιοσύνη αναγνώρισε δικαστικώς τα μετέπειτα χρόνια ως έγκυρα και νόμιμα για τους νέους ιδιοκτήτες. Ασφαλώς υπήρξαν και μεταγενέστερες νόθες αγοραπωλησίες μερικών λαθροαγοραστών, που και αυτά κρίθηκαν δικαστικώς ως γνήσιες και νόμιμες ιδιοκτησίες.

Ο ιστορικός Αντώνης Λιάκος έγραψε πρόσφατα ότι ″η Ελλάδα προέβη σε ξενηλασία    των    Τσάμηδων    της    Ηπείρου″.    Ο    ιστορικός    αυτοαποκαλύπτεται ανιστόρητος. Οργανωμένη ξενηλασία αυτό το επίσημο ελληνικό κράτος κατά των Τουρκαλβανών της Τσαμουριάς δεν υπήρξε. Έφυγαν μόνοι τους από φόβο γιατί πολλοί εξ αυτών είχαν διαπράξει εγκλήματα και ανέμεναν δικαστικές διώξεις για τα έργα και τις   ημέρες   τους.   Ας   αφήσουμε   την   ονομασία   Τσάμηδες   της   Ηπείρου   στην ομολογούμενη άγνοιά του με το ποιοι ήταν και είναι Τσάμηδες, ποια είναι η Τσαμουριά και ποιοι είναι οι Τουρκαλβανοί κατακτητές και μετέπειτα κάτοικοι της Τσαμουριάς.

Όταν μετά το 1991 άρχισε να διαμορφώνεται το θέμα της διεκδίκησης των περιουσιών από τους Τουρκαλβανούς της σημερινής Αλβανίας, που είχαν εγκαταλείψει μέχρι το 1945 τις περιοχές αυτές της Θεσπρωτίας και Πρέβεζας, με αίτημα την αποζημίωση από το Ελληνικό κράτος ή ως θέμα από το Αλβανικό κράτος για επιστροφή στα εδάφη αυτά όλων εκείνων που είχαν αποχωρήσει και να αποκαλύπτονται τα σχέδια της πολιτικής ηγεσίας της Αλβανίας, άλλοτε προπαγανδιστικά και κρυφά, άλλοτε φανερά και προκλητικά, για επέκταση των ορίων του Αλβανικού κράτους μέχρι την Πρέβεζα, τυπώνοντας κατά καιρούς και σχετικούς χάρτες τόσο για σχολική χρήση και προπαγάνδα όσο και για πολιτική εκμετάλλευση, με όραμα τη δημιουργία της Μεγάλης Αλβανίας με προσθήκη εδαφών όχι μόνο προς ΒΑ αλλά και προς ΝΔ, το θέμα πήρε διαστάσεις και απασχόλησε όχι μόνο τον ελληνικό τύπο αλλά και τον ευρύτερο διεθνή, όπως και αρκετούς ερευνητές και μελετητές του θέματος με την έκδοση πολλών σχετικών βιβλίων.

Στη σημερινή Θεσπρωτία και Πρέβεζα δε διαβιούν άτομα ή οικογένειες τουρκαλβανικής καταγωγής ή απόγονοι εκείνων που ζούσαν και αποχώρησαν από τις περιοχές αυτές. Υπάρχουν όμως δίγλωσσοι κάτοικοι ελληνοαρβανιτόφωνοι ελληνικής καταγωγής σε αρκετά χωριά και κυρίως στην περιοχή της Ηγουμενίτσας και στα περίχωρά της, καθώς και στην πεδιάδα του Φαναρίου που διάκεινται ευμενώς τόσο προς τους διεκδικητές τουρκαλβανούς όσο και ως προς την ομιλία και τη διατήρηση της αλβανικής γλώσσας για λόγους που δεν αφορούν άλλους, παρά μόνο τους ίδιους, αν δεν πρόκειται για επιδράσεις από την προπαγάνδα και για τις διαδόσεις περί οικονομικής επιρροής μυστικών κονδυλίων της γειτονικής χώρας, όπως ευρέως διαδίδεται, χωρίς, ωστόσο, και να αποδεικνύονται. Δικαίωμά τους να ομιλούν τ’ αρβανίτικα, να τραγουδούν αρβανίτικα, να διάκεινται συμπαθώς, αφού η χώρα μας έχει δημοκρατία και τα πολιτικά φρονήματα ούτε διώκονται ούτε και τιμωρούνται. Εμφαντικά να τονίσουμε ότι οι δίγλωσσοι αυτοί συμπατριώτες μας είναι περισσότερο Έλληνες από τους μη δίγλωσσους, είχαν ισχυρή εθνική συνείδηση, διακατέχονται από άδολα πατριωτικά αισθήματα, δεν αποδέχονται αμφισβητήσεις της ελληνικής τους καταγωγής. Αναγκάστηκαν για λόγους συνύπαρξης και συμβίωσης να εκμάθουν και να μιλούν τα Αρβανίτικα, καλά κάνουν που τα μιλούν και τα μεταδίδουν στα παιδιά τους. Η γλώσσα δεν έχει εθνικιστικά μικρόβια ούτε διαφθείρει συνειδήσεις. Είναι πολιτισμικό αγαθό και δεν πρέπει να συγχέεται με προπαγανδιστικές σκοπιμότητες. Αν, όμως, υφίσταται σε ελάχιστους διαφορετική αντίληψη, τότε το πρόβλημα το έχουν οι ίδιοι. Δεν μπορούν, όμως, να δρουν παρασκηνιακά με παραχαράκτες της ιστορίας, διαστρεβλωτές της ιστορίας και ως συνωμότες αποσταθεροποίησης της περιοχής. Ο ρόλος τους πρέπει να αποκαλυφθεί και να στηλιτευθεί μόνο, εκτός και αν περιέχει αξιόποινες πράξεις ένοπλης οργάνωσης και συνεργασίας με έκνομες ομάδες τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, οπότε παίρνει άλλη κατεύθυνση…

Υπάρχει, ωστόσο, στο συνολικό πρόβλημα, και η αντίθετη πραγματικότητα. Στη σημερινή Αλβανία ζει ένα σημαντικό ποσοστό Βορειοηπειρωτών, όπως επικράτησε να τους αποκαλούμε, οι οποίοι είναι ελληνικής φυλής και καταγωγής ως απόγονοι αδιαλείπτως εκείνων που από του 5ο π.Χ. αιώνα ως μεσσήνιοι έποικοι εγκαταστάθηκαν στην περιοχή, όπου αργότερα από τον 15ο μ.Χ. αιώνα και μετέπειτα κυριάρχησε το αλβανικό στοιχείο αρχικά και τουρκοαλβανικό στη συνέχεια. Αυτά τα χωριά, που καλύπτουν την περιοχή μέχρι της παρυφές του Αργυρόκαστρου και της Χιμάρας, έχουν ελληνικά ονόματα και τοπωνύμια, οι κάτοικοί τους ομιλούν ξεκάθαρα το νότιο ιδίωμα της μεσσηνιακής διαλέκτου, ομοίως με τους υπόλοιπους ομοεθνείς τους που εγκαταστάθηκαν νοτιότερα αυτών, κυρίως στην περιοχή της Τσαμουριάς, έχουν τα ίδια ήθη, έθιμα, παραδοσιακή μουσική, χορούς και τραγούδια με τους γείτονές τους της Ελληνικής Επικράτειας, το ίδιο θρήσκευμα, παρά τις απηνείς διώξεις και κακοπραγίες από τους συμβιούντες Αλβανούς, που εκεί θεωρούνται και είναι Αλβανοί πολίτες και στην Ελλάδα θεωρούνται ως αλύτρωτοι. Αυτός ο πληθυσμός δικαιούται την επιλογή της αυτοδιάθεσης με τη διενέργεια ενός Δημοψηφίσματος κάτω από διεθνή επιτήρηση για την αδιάβλητη οργάνωση και διενέργειά του. Στη σημερινή Ελλάδα ούτε υπάρχουν ούτε μπορούν να επιστρέψουν πληθυσμοί παλαιότερων κατακτητών. Στη σημερινή Αλβανία, υπάρχουν ελληνόφωνοι Έλληνες με περιουσίες δικές τους που έχουν το δικαίωμα να αποφασίσουν για την κρατική τους επιλογή και ένταξη. Αν θα είχε λόγους μια χώρα, Ελλάδα ή Αλβανία, να διεκδικεί εδάφη εκτός των σημερινών ορίων τους με βάσει την ύπαρξη συγγενικού πληθυσμιακού στοιχείου διαβίωσης σε μια περιοχή, αυτή θα ήταν μόνο η Ελλάδα, που διαθέτει μια τέτοια φυλετική της επέκταση στη σημερινή Αλβανία που δε διαθέτει ούτε μια αλβανική οικογένεια εγκατεστημένη στα εδάφη της Θεσπρωτίας και της Πρέβεζας.

Επομένως οφείλουν οι γείτονές μας να σεβαστούν την πραγματικότητα και να συνεργαστούν αρμονικά με τη χώρα μας. Αυτοί έχουν ανάγκη τη χώρα μας. Η χώρα μας τους στήριξε στην ανόρθωση της οικονομίας τους μετά το 1991, η χώρα μας δέχθηκε μαζικά τα φτωχά κοινωνικά στρώματα και τους πρόσφερε απεριόριστα εργασιακή απασχόληση, παιδεία, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και επαγγελματική δραστηριότητα. Αυτά οφείλουν οι Αλβανοί να τα σέβονται και να τα εκτιμούν. Όπως οφείλουν να σεβαστούν το αμιγές Ελληνικό στοιχείο της Βορείου Ηπείρου, τα δικαιώματα των ομοεθνών μας, τις περιουσίες τους και την οντότητα τους. Ας μη συζητάνε για πολεμικές συρράξεις και αυθαίρετες συνοριακές ρυθμίσεις, γιατί βρίσκονται σε απελπιστική θέση για τέτοιες επιλογές και επιδιώξεις.

Οι μέχρι τώρα διατυπωμένες απόψεις του συντάκτη αυτών αποτελούν απόρροια πρωτίστως μιας βιωματικής ιστορικής παράδοσης με αφηγήσεις από πρόσωπα που έζησαν στην περιοχή μετά το 1900, αλλά και από τη μελέτη άρθρων και βιβλίων εκείνων που τα τελευταία πενήντα χρόνια ασχολήθηκαν με το θέμα. Για την οριστική αντιμετώπιση και διευθέτηση του θέματος απαιτούνται ισχυρά επιχειρήματα και κοινές παραδοχές όλων των πτυχών που άπτονται της ιστορικής αλήθειας. Έρευνες και ιστορικά στοιχεία για τη συμπεριφορά των κατακτητών Τουρκοαλβανών στο διάστημα της παρουσίας και κυριαρχίας τους στην περιοχή αυτή, καθώς και συνεργασίες αυτών με Ιταλογερμανούς ή για τις ληστρικές ομάδες που έδρασαν στην περιοχή κ.ά. αποτελούν χρήσιμες ιστορικές καταγραφές, αλλά δε συμβάλλουν στην επίλυση του θέματος. Βασικοί άξονες προσδιορισμού του θέματος και βάση επίλυσης του προβλήματος αποτελούν, κυρίως, τα τεκμήρια.

  • Οι έννοιες – όροι Τσαμουριά και Τσάμηδες είναι Ελληνικοί και δεν έχουν καμιά σχέση με την αλβανική γλώσσα και την αλβανική φυλή.
  • Η Τσαμουριά είναι από τις αρχές του 5ουπ.Χ. αιώνα ελληνική περιοχή και η εδαφική της προέκταση φτάνει μέχρι τη Βορειοηπειρωτική Χιμάρα.
  • Ο αρχικός εποικισμός της Τσαμουριάς από μεσσήνιους άποικους έγινε το 520-510 π.Χ. στην ευρύτερη περιοχή του Καλαμά μέχρι τη Χιμάρα.
  • Οι σημερινοί κάτοικοι της ευρύτερης περιοχής της Τσαμουριάς είναι απόγονοι των Μεσσήνιων εποίκων και ομιλούν ξεκάθαρα το νότιο γλωσσικό ιδίωμα της Ιωνικοαττικής διαλέκτου.

 

  • Η περιοχή αυτή της Τσαμουριάς κατακτήθηκε μετά το 1600 μ.Χ. περίπου από τους Τουρκαλβανούς και απελευθερώθηκε με τους Βαλκανικούς Πολέμους (1912- 1913).
  • Οι κατακτητές Τουρκοαλβανοί αποκαλούν τους ιδίους Τσάμηδες για προπαγανδιστικούς λόγους με στόχο να θέτουν θέματα αλυτρωτισμού και επιστροφής στα εδάφη που εγκατέλειψαν, ενώ η πραγματική ονομασία τους είναι Τουρκαλβανοί που κατοίκησαν, ως κατακτητές, στην περιοχή της Τσαμουριάς.
  • Η Ελληνική Πολιτεία και διάφοροι αρθρογράφοι ή συγγραφείς Έλληνες κακώς χρησιμοποιούν τους όρους Αλβανοί Τσάμηδες, Αλβανική Τσαμουριά, χαρίζοντας αφελώς τα ελληνικά εθνοτικά Τσάμηδες και Τσαμουριά στην Αλβανία.

Επομένως, οφείλουν όλοι να γνωρίζουν τα εξής:

  • Σήμερα στα εδάφη Θεσπρωτίας και Πρέβεζας, δηλαδή στην ευρύτερη περιοχή που έχει εδαφικό πυρήνα της Τσαμουριά, δεν υπάρχουν Τουρκοαλβανοί κάτοικοι ούτε υπάρχει κάτοικος που να επικαλείται ρίζες τουρκοαλβανικής καταγωγής.
  • Σήμερα υπάρχουν Έλληνες σε μερικές περιοχές – χωριά που προσδιορίσαμε, που ομιλούν τα αρβανίτικα, λόγω της μακρόχρονης συμβίωσης με τους αλβανόφωνους κατακτητές από την Αλβανία.
  • Τα τούρκικα που μιλήθηκαν από τους ελάχιστους Τούρκους κατακτητές σε μερικές περιοχές, χωρίς ποτέ να συγκροτήσουν αμιγώς τούρκικους οικισμούς ή χωριά, δε διασώθηκαν πουθενά μετά την αποχώρηση εκείνων που τα ομιλούσαν.
  • Οι εγκαταλειφθείσες περιοχές των Τουρκοαλβανών που αποχώρησαν, όσες δεν πωλήθηκαν τις τελευταίες ώρες πριν την αποχώρηση τους, είναι μέρος εκείνων που απαλλοτριώθηκαν το 1960 και αποδόθηκαν ως κλήροι σε ακτήμονες καλλιεργητές.

Η Ελλάδα οφείλει να οργανώσει μια ακόμη προσπάθεια ενημέρωσης της διεθνούς κοινής γνώμης με παρεμβάσεις σε Διεθνείς Οργανισμούς, πρωτίστως όμως στα κράτη – μέλη της Ε.Ε., για να διαλύσει τις μακροχρόνιες συγχύσεις επί του θέματος, να καταγγείλει τη συνεχιζόμενη οργανωμένη προπαγάνδα της γειτονικής χώρας με την πλαστογράφηση της Ιστορίας και για την αποκατάσταση της ιστορικής πραγματικότητας και αλήθειας για ένα ανύπαρκτο πρόβλημα που συστηματικά και πολυδάπανα συντηρούν οι παραχαράκτες γείτονές μας.

 

Αθήνα, Φλεβάρης 2020 Μιχάλης Μπότσαρης, Φιλόλογος

[email protected]

1 response on Οι Τσάμηδες και οι Τουρκαρβανίτες ή Τουρκαλβανοί

  1. Το ερώτημα που τίθεται στη τελευταία παράγραφο είναι
    Γιατί η Ελλάδα δεν το έκανε μέχρι σήμερα;
    Δεν ακούγεται κατά την γνώμη μου τίποτε.
    Υπάρχει κάτι που δεν γνωρίζει ο κόσμος για να μην έχουν κινηθεί, σύμφωνα με ότι περιγράφεται;

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *