Περί «καλών» και «κακών» παπάδων…

Share Button

Του π. Ηλία Μάκου

Ακούμε πολύ συχνά, διάφοροι, όχι μόνο πιστοί, αλλά και αδιάφοροι θρησκευτικά, να χαρακτηρίζουν τους ιερείς με πολύ ευκολία.

Άλλους, τους λιγότερους, τους κατατάσσουν στους «καλούς». Βέβαια όταν ακούει κανείς κολακευτικά λόγια, οφείλει να αξιολογεί την προαίρεση, αλλά και το χαρακτήρα αυτού που τα λέει, γιατί πολλές φορές, μπορεί να υποκρύπτουν ψεύτικο και υποκριτικό περιεχόμενο.

Και άλλους, τους περισσότερους, στους «κακούς». Σαφώς και μια τέτοιου είδους κατάταξη είναι καθαρά υποκειμενική και πλασματική.

Ποιοι είναι οι «καλοί» και ποιοι οι «κακοί» κληρικοί, κατά την αντίληψη του κόσμου;

Τι είναι εκείνοι, που δεν κάνουν παρατηρήσεις, που δεν ελέγχουν, που δεν χαλάνε χατήρια, που είναι όλο αγάπη, που συμβιβάζονται με τα πάντα και υπομένουν τα πάνδεινα, που δεν ανακατεύονται σε τίποτε, που είναι «κομμένοι και ραμμένοι» στα μέτρα των άλλων, που δεν ανακατεύονται «εκεί που δεν τους σπέρνουν» και δεν δημιουργούν διενέξεις, που υποχωρούν, όταν χρειάζεται;

Και τι είναι οι αυστηροί, όσοι τηρούν απαρέγκλιτα τις παραδόσεις και δεν κάνουν πίσω και έχουν απαιτήσεις και παρεμβαίνουν για να διορθώνουν, και νοιάζονται όταν οι άλλοι παίρνουν τον κατήφορο και επιδιώκουν να τους συνεφέρουν, αυτοί δηλαδή, που κάνουν με πάθος το καθήκον τους, χωρίς να λογαριάζουν κανέναν, έστω και αν από κάποιους θεωρούνται «σκοταδιστές» και «φορείς του μεσαίωνα»;

Ανάλογα με την αντίληψη περί πίστης του καθενός, αλλά και τις προσωπικές του εμπειρίες, θα μπορούσαν και οι πρώτοι να είναι και «καλοί» και «κακοί» και οι δεύτεροι να είναι και αυτοί και «καλοί» και «κακοί».

Άρα συμπέρασμα, με τέτοιου είδους διακρίσεις, δεν βγαίνει. Ως μια από τις βασικές προϋποθέσεις για να ασκήσει ο ποιμένας το έργο του και να προσδιοριστεί ως ιερατική προσωπικότητα θεωρείται η βίωση της ορθόδοξης πνευματικής ζωής.

Επειδή για τον κληρικό κύριο εργαλείο και όργανο δουλειάς είναι ο ίδιος του ο εαυτός, πρέπει να τον γνωρίζει καλά και να τον προσαρμόζει όχι στα μέτρα του κόσμου, αλλά του Χριστού, χωρίς να αγνοεί τον κόσμο.

Αποτελεί σημαντικό στοιχείο η εκ μέρους του ιερέα μίμηση του Καλού Ποιμένα και η άμεση συνάφειά του με τον Ποιμενάρχη Χριστό.

Η ορθή διαποίμανση του ποιμνίου, που καθορίζει και το ρόλο του ιερέα, προϋποθέτει αυτοποίμανση του ποιμένα, δηλαδή ποίμανση του εαυτού του.

Ο κληρικός ανακαλύπτει με τις πράξεις του τον εαυτό του και ταυτόχρονα τον αποκαλύπτει. Εντοπίζει μέσα του και φανερώνει στοιχεία κρυμμένα, που δίνουν μια άλλη βαθύτυπη εικόνα της καρδιάς του, με τα προβλήματα, τα χαρίσματα, τα ταλέντα, τις προτιμήσεις, τις προσδοκίες του.

Έτσι προσφέρεται, αφουγκράζεται, νιώθει, συμπονεί, συμπαραστέκεται, συμπορεύεται.

Η θεοφιλής ιερατική διακονία απλώνεται σ΄ ένα πολύπτυχο ενεργημάτων, που η συμπεριφορά του ποιμένα σκιαγραφείται επακριβώς από το Γρηγόριο, Επίσκοπο Αλεξανδρείας: «Γίνου διδάσκαλος της Ορθοδοξίας ακριβής, πράος, ταπεινός, ελεήμων, πατέρας ορφανών, αδυνάμων υπερασπιστής, οδηγός των πλανημένων, ιατρός των αρρώστων, παρηγοριά των θλιβομένων και να θέλεις να βλέπεις τους πάντες να χαίρονται και να ευφραίνονται».

Είναι αδιάφορο στον κληρικό αν φαντάζει «καλός» ή «κακός», αλλά τον ενδιαφέρει να είναι αληθινός, χωρίς να δυναμιτίζει τη λεπτότητα των σχέσεων και την αγαπητική κοινωνία. Και να ενεργοποιεί τις δυνάμεις του για το καλό των άλλων.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *