Tα έξι πρώτα χρόνια της ζωής ορόσημο στη διαμόρφωση της πρσωπικότητας

Share Button

clip-art-playing-children-370421 (1)Της Βασιλικής Β.Παππά

Η σπουδαιότητα των έξι πρώτων χρόνων για την ανάπτυξη της συναισθηματικής ζωής του παιδιού, για την κοινωνική ένταξη και, γενικά, για τη συγκρότηση της προσωπικότητάς του είναι καθοριστικά[1]. Τα παιδιά είναι ό,τι πολυτιμότερο έχουν οι γονείς στον κόσμο αυτό και η ευθύνη που έχουν για την ανατροφή τους είναι μεγάλη, καθώς, όπως τονίζει ο Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος – είναι όπως το μαλακό κερί, όπως το μαργαριτάρι, όπως η ζωγραφική, όπως η κατασκευή των αγαλμάτων. Κατ’ επέκτασιν, οι γονείς γίνονται ζωγράφοι, καλλιτέχνες, αγαλματοποιοί και κατασκευάζουν πολίτες. Γι’ αυτό χρειάζεται, μεγάλη προσοχή. Η ψυχή του παιδιού δεν επιτρέπεται να γίνει σπήλαιο ληστών. Είναι πόλη και ναός του Θεού[2].

Η βρεφική και παιδική ηλικία έγιναν αντικείμενο μεγάλης προσοχής και μελέτης. Παλαιότερα τα παιδιά αντιμετωπίζονταν ή αδιάφορα ή στην καλύτερη περίπτωση ως μικρογραφία ενήλικα. Στην πορεία, άρχισε να αντιμετωπίζεται με μεγάλη προσοχή, γιατί το σημερινό παιδί είναι ο πρόδρομος του αυριανού ενήλικα. Το ψυχικά υγιές παιδί έχει πολύ περισσότερες πιθανότητες να είναι αύριο ένας υγιής ενήλικας. Αντίστοιχα, το κακοποιημένο και τραυματισμένο παιδί έχει μεγάλες πιθανότητες να είναι αύριο ένας προβληματικός, αντικοινωνικός και παραβατικός ενήλικας. Η ανατροφή και η διαπαιδαγώγηση του παιδιού είναι μια υπρβολικά υπεύθυνη, επίπονη, χρονοβόρα και δύσκολη διαδικασία η οποία απαιτεί την ευαισθητοποίηση των γονέων, την αυταπάρνησή τους και την υπομονή τους[3]. Πέρα από το ότι ολοκληρώνει τη μητέρα και τον πατέρα ως άτομα, προδιαγράφει τις σχέσεις των ανθρώπων του αύριο[4]. Το βρέφος αδυνατεί ν’ ανταποκριθεί στις ανάγκες του, η πληρότητά του αλλά και η επιβίωσή του εξαρτώνται από την καλή διάθεση κάποιου άλλου. Οι Spitz και Bowlby απέδειξαν, ότι, η ανάπτυξη του παιδιού καθυστερεί ή υφίσταται ανεπανόρθωτες βλάβες, όταν υπάρχει συναισθηματική αποστέρηση. Έρευνες απέδειξαν πως παιδιά που προέρχονται από οικογένειες όπου επικρατεί ηρεμία, αγάπη, δημοκρατική ατμόσφαιρα, είναι: περισσότερο ενεργητικά, δημιουργικά με ερευνητική διάθεση, ανεξάρτητα, ισορροπημένα συναισθηματικά, αυθόρμητα, πιο κοινωνικά, λιγότερα ζηλιάρικα και λιγότερο νευρικά[5].

Οι παράγοντες της κληρονομικότητας και του περιβάλλοντος αλληλεπιδρούν στη διαμόρφωση της προσωπικότητας του παιδιού. Όταν υπάρχει αρμονική συνεργασία κληρονομικότητας και περιβάλλοντος, δημιουργούνται συγκροτημένες και ολοκληρωμένες προσωπικότητες[6]. Ιδιαίτερα σημαντική, είναι η σχέση μητέρας και παιδιού. Συνήθως, η μητέρα είναι ο πρώτος του δάσκαλος. Ανατρέφω ένα παιδί, θα πει στην πράξη ότι το μορφώνω. Η μητέρα είναι εκείνη που το εκπαιδεύει πως να πίνει νερό από το ποτήρι, πως να τρώει με το κουτάλι και το πηρούνι, πως να ντύνεται μόνο του, να πηγαίνει στην τουαλέτα. Επίσης, εκείνη το μαθαίνει να τακτοποιεί τα παιχνίδια του, να τα μοιράζεται με τα άλλα παιδιά και να σέβεται τα δικαιώματα του άλλου. Η μητέρα διδάσκει το παιδί της με διάφορους τρόπους. Χρησιμοποιεί το λόγο, την επίδειξη, του παραστέκεται με τη σωματική της δύναμη. Αν θέλει, όμως, να πετύχει στο έργο της, επιβάλλεται να προσαρμόζει τις προσδοκίες της σ’ αυτά που σωμαικά, ψυχολογικά και διανοητικά, μπορεί το παιδί να μάθει. Είναι σημαντικό για τη μητέρα να γνωρίζει το ίδιο της το παιδί. Να ξέρει σε ποιο σημείο ανάπτυξης βρίσκεται κι αν είναι έτοιμο να μάθει, αυτό που προσπαθεί να του διδάξει[7].

Το παιδί, αυτό που ζητάει από τη μητέρα του, δεν είναι μόνον ο κορεσμός της πείνας, η στοματική δηλαδή ικανοποίηση, αλλά και η αισθησιακή ικανοποίηση με την αφή (η θερμή αγκαλιά της μητέρας), κινητική, ηχητική (νανούρισμα), κ.λ.π[8]. Επίσης, από πολλούς μελετητές, έχει τονιστεί η σπουδαιότητα του θηλασμού. Με τον μητρικό θηλασμό δημιουργείται ισχυρός ψυχικός δεσμός μεταξύ μητέρας και παιδιού, αφού ένα μόνο πρόσωπο – η μητέρα – βρίσκεται σε συνεχή επαφή με το παιδί. Επιπλέον, η μητέρα που θέλει να θηλάσει και που θηλάζει το παιδί της, πρέπει ίσως να θεωρείται ότι έχει μεγαλύτερο το συναίσθημα της ευθύνης γενικά στην ανατροφή του, ώστε αυτό να έχει ευεργετική επίδραση για μακρύ χρονικό διάστημα[9]. Εκτός, όμως, από το συναισθηματικό δέσιμο, ο θηλασμός έχει αποδειχτεί, ότι απαλλάσσει τα παιδιά από λοιμώξεις, αλλεργίες και άλλες ασθένειες ενώ τα παιδιά που θηλάζουν, έχει αποδειχθεί ότι υπερτερούν πνευματικά των άλλων 8 μονάδες.

Ο πιο εκδηλωτικός τρόπος να μεταδώσουμε την αγάπη μας στο παιδί είναι η σωματική επικοινωνία. Κι όταν λέμε σωματική επικοινωνία, εννοούμε ένα χάιδεμα, ένα αγκάλιασμα, το ενθαρρυντικό χτύπημα στην πλάτη ή και ένα απλό άγγιγμα του παιδιού. Το παιδί που μεγαλώνει σε ένα σπίτι όπου οι γονείς χρησιμοποιούν την οπτική και σωματική επικοινωνία, αισθάνεται άνετα με τον εαυτό του και με τους άλλους, και συνεπώς, θα είναι αγαπητό και θα έχει αυτοσεβασμό. Κατ’ αυτό τον τρόπο το παιδί μπορεί να γεμίσει το συναισθηματικό του δοχείο[10]. Επίσης, η συμμετοχή του πατέρα στη φροντίδα του παιδιού και η συναισθηματική στήριξη στη σύζυγό του ενισχύει σημαντικά τη συζυγική και οικογενειακή αρμονία, ενισχύοντας τους δεσμούς τόσο με το παιδί όσο και με τη σύντροφό του[11].

Η οικογένεια αποτελεί πρωταρχικό παράγοντα στην ψυχοκοινωνική ανάπτυξη του ατόμου. Η ψυχοδυναμική της οικογένειας καθορίζεται από ποικίλους κοινωνιολογικούς παράγοντες, όπως το μέγεθος της οικογένειας, τη σειρά γεννήσεως του παιδιού, τη διαφορά ηλικίας μεταξύ των αδελφών, το μορφωτικό – οικονομικό επίπεδο της και από ψυχολογικούς παράγοντες, όπως, η προσωπικότητα των γονέων, η συμπεριφορά τους, οι ενδοοικογενειακές σχέσεις.

 

Mom-and-kids-summer-scene

“Ιδανικοί” γονείς θεωρούνται, όσοι συνδυάζουν την έκδηλη στοργή και την ενθάρρυνση για αυτονομία[12]. Το πολύ μικρό παιδί μπορεί να έχει ανάγκη από τη συνεχή μητρική φροντίδα, όσο μεγαλώνει όμως, η μητέρα οφείλει να το απελευθερώνει σιγά – σιγά, χωρίς να διακόπτεται η αμοιβαία αγάπη και να το οδηγεί στη συναισθηματική και πνευματική ανεξαρτησία. Η μητρική αγάπη που πνίγει τα παιδιά, τη στιγμή που αυτά έχουν ανάγκη να βγουν εξω από την οικογενειακή “φωλιά”, μοιάζει με τα δέντρα που φυτεύουμε, για να προστατεύσουμε το σπίτι από τον ήλιο και που, τελικά, μεγαλώνουν τόσο πολύ και ευδοκιμούν τόσο, ώστε πρέπει να τα κλαδέψουμε, αν δεν θέλουμε να πεθάνουμε από ασφυξία. Πολύ συχνά, μια μητέρα δεν μπορεί ν’ αντιληφθεί τη ζημιά που μπορεί να προκαλέσει, κυρίως, στο γιο της αλλά και στην κόρη της όταν κρατάει τα παιδιά προσκολλημένα επάνω της[13].

Μεγάλη έμφαση οι γονείς οφείλουν να δίνουν και στη θρησκευτική διαπαιδαγώγηση των παιδιών τους. Ανεξάρτητα από τις προσωπικές ιδέες και εμπειρίες των γονέων, το παιδί επιβάλλεται να έχει μια ομαλή θρησκευτική ζωή, γιατί αυτή θα σημαδέψει τη μετέπειτα πορεία του. Οι αρνητικές θρησκευτικές προδιαθέσεις των γονέων επιδρούν δυσμενέστατα στο παιδί. Αν η πρώτη παιδική ηλικία δεν σημαδευτεί από μια θρησκευτική αγωγή, θα σημαδευτεί από την έλλειψή της. Και η έλλειψή της είναι μια αγωγή, και μάλιστα εξίσου δυνατή, που επηρεάζει σοβαρά την μελλοντική εξέλιξη του παιδιού[14]. Το παιδί που μεγαλώνει χωρίς θρησκευτικές πεποιθήσεις, προσπαθεί να ικανοποιήσει την ανάγκη του για υπερβατική εμπειρία, διαλέγοντας μια αλλόκοτη και περιθωριακή έκφραση, κάποια μυστικοπαθή αιρετική θρησκεία. Σήμερα πολύ συχνά ακούμε και διαβάζουμε για αποκλίσεις των νέων, που εντάσσονται σε περιθωριακές ομάδες (σατανιστές, αναρχικοί κ.ά.). Νέοι χωρίς ηθικές αξίες και πνευματικές αρχές, παρασύρονται εύκολα μέσα στη σύγχρονη κοινωνία μας, με τα τόσα αντιφατικά μηνύματα και την άμβλυνση των ηθικών και θρησκευτικών αξιών[15].

Σε μια οικογένεια οι εμπειρίες πρέπει να φωτίζονται από την πνευματική ζωή των γονέων. Ιδιαίτερα η μητρική αγάπη μπορεί να συνδέσει το παιδί με τη θρησκευτική εμπειρία των μεγάλων, με τη ζωή της προσευχής και της συμμετοχής στη λειτουργική ζωή της εκκλησίας[16]. Αν κάθε μητέρα έχει ως πρότυπό της την Παναγία, τότε σίγουρα θα δώσει στο παιδί της ηθικές αξίες και υψηλά πρότυπα, εθίζοντάς το στην ευγένεια και στην ευσέβεια από νήπιο.

H Bασιλική Β. Παππά εργάζεται ως σύμβουλος Σχολικού Επαγγελματικού Προσανατολισμού στο ΚΕ.ΣΥ.Π. Ηγουμενίτσας της Διεύθυνσης Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Θεσπρωτίας.

 

Πηγή: Ημερολόγιο Αποδημίας στην ηλεκτρονική διεύθυνση: https://anastasiosds.blogspot.gr/2015/02/t.html

[1] Βλ. Φ. Αδαμοπούλου, Η σπουδαιότητα των έξι πρώτων χρόνων για την επιτυχία του ανθρώπου στη ζωή – Απόψεις ποιμαντικής ψυχολογίας, (Μεταπτυχιακή εργασία – Θεολογική Σχολή Α.Π.Θ.), (1998), σ. 80.
[2] Βλ. Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, “Οι γονείς, το παιδί και η ανατροφή του”, υπό Βενεδίκτου Ιερομονάχου αγιορείτου, (1995) (2), σσ. 11-12.
[3] Βλ. Φ. Αδαμοπούλου, ό.π. σ. 9.
[4] Βλ. Ε. Χέφνερ, Για μια νέα μητέρα, (1982), σσ. 10, 49.
[5] Βλ. Κ.Γ. Μάνου, Ψυχολογία του εφήβου, Αθήνα 1986, σ. 58.
[6] Βλ. Φ. Αδαμοπούλου, ό.π. σ. 80.
[7] Βλ. Ε. Χέφνερ, ό.π. σσ. 130-131.
[8] Βλ. Ε. Έρικσον, Η παιδική ηλικία και η κοινωνία (1975, σ. 74.
[9] Βλ. Λ.Γ. Μόρφη, Παιδιατρική, εκδ. ΟΕΔΒ (1984), σ. 95.
[10] Βλ. R. Campbell, Πώς ν’ αγαπάτε πραγματικά το παιδί σας (1991), σσ. 64-66.
[11] Βλ. Φ. Αδαμοπούλου, ό.π. και B. Bettelheim, Pour etre des parents acceptables, Ed. Robert Laffont, Paris 1988, σ. 55.
[12] Βλ. Ι.Ν. Παρασκευόπουλου, Εξελικτική ψυχολογία, τόμος 1 (1984), σσ. 181-182.
[13] Βλ. G. Courtois, Η τέχνη να αναθρέψεις τα παιδιά σήμερα, εκδ. Τήνος, σ. 145.
[14] Βλ. Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδας, Χριστιανική αγωγή παιδιών προσχολικής ηλικίας (1992), σ. 15.
[15] Βλ. π. Φ. Φάρου – π. Στ. Κοφινά, Γονείς και παιδιά (1986), σ. 158.
[16] Βλ. Σ. Κουλόμζιν, Το Ορθόδοξο βίωμα και τα παιδιά μας (1990), σ. 41.

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *