Ο Θεόδωρος Νιτσιάκος που έχασε τη ζωή του το Σάββατο μετά από το τραγικό δυστύχημα δίπλα στην γενέτειρα του, την Αετομηλίτσα Ιωαννίνων, αφήνει πίσω του μία τεράστια περιουσία που την δημιούργησε πραγματικά από το μηδέν. Χάρη στην επιμονή της μητέρας και του δασκάλου του καθώς ήταν ο καλύτερος μαθητής στην τάξη κατάφερε να ξεκόψει από την νομαδική ζωή, να συνεχίσει τις σπουδές του και να δημιουργήσει μία επιχειρηματική αυτοκρατορία.
Ξεκινώντας από το μηδέν
Πουλώντας το μερίδιο του από το οικογενειακό κοπάδι προβάτων και με ένα μικρό δάνειο που πήρε από την Αγροτική Τράπεζα έφερε από την Ολλανδία, που είχε ολοκληρώσει τις σπουδές του με εξειδίκευση στην πτηνοτροφία, τους πρώτους 4.000 γεννήτορες που αποτέλεσαν την μαγιά για την δημιουργία μίας από τις μεγαλύτερες πτηνοτροφικές μονάδες της χώρας. Αν και οι περισσότεροι γνωρίζουν το όνομα Νιτσιάκος από τα κοτόπουλα που καταλήγουν στα σούπερ μάρκετ σε όλη την Ελλάδα λίγοι είναι αυτοί που ξέρουν ότι η συμβολή τους στον συνολικό κύκλο εργασιών του ομίλου είναι κάτι λιγότερο από 50%.
Αξιοποιώντας όλο τον κύκλο ζωής του κοτόπουλου, και όχι μόνο, ο όμιλος έχει δημιουργήσει ένα σημαντικό αριθμό από μονάδες που καταπιάνονται από συσκευασμένα τρόφιμα και ζωοτροφές μέχρι τα βιοκαύσιμα κάνοντας πράξη τo zero waste και την κυκλική οικονομία.
Συγκεκριμένα μέσω της Foodmaster AEBE, με έδρα την Άρτα δραστηριοποιείται στην επεξεργασία κρέατος για την παραγωγή προψημένων σκευασμάτων, αλλαντικών, προϊόντων για τη μαζική εστίαση (γύρος, σουβλάκια, μπιφτέκια κοκ).
Παράλληλα μέσω της Βιομηχανίας Ζωοτροφών Νιτσιάκος έχει δημιουργήσει μία σύγχρονη μονάδα παραγωγής ξηράς τροφής δυναμικότητας 5 τόνων ανά ώρα. Το εργοστάσιο λειτούργησε το 2006 και χρησιμοποιεί ως βασική πρώτη ύλη τα μη βρώσιμα είδη του πτηνοσφαγείου τα οποία συνιστούν εξαιρετικής ποιότητας συστατικά αφού αυξάνουν τη διατροφική αξία του τελικού προϊόντος και το καθιστούν ιδιαίτερα ελκυστικό για σκύλους και γάτες. Σημαντικό μέρος της παραγωγής εξάγεται σε άλλες χώρες. Παράλληλα έχει δημιουργήσει ένα σημαντικό δίκτυο εμπορίας ζωοτροφών για παραγωγικά ζώα.
Δυναμική παρουσία έχει και στον χώρο των αλεύρων καθώς διαθέτει εργοστάσιο παραγωγής εξοπλισμένο από τη Buhler Ελβετίας κατασκευής 1996 και δυναμικότητας 7 τόνων ανά ώρα στην Ιωνία Θεσσαλονίκης. Τα προϊόντα της μονάδας κατευθύνονται στην αρτοβιομηχανία και τους επαγγελματίες της ζαχαροπλαστικής και των τροφίμων.
Du Lac – Το πετράδι του στέμματος
Πετράδι του στέμματος αποτελεί η δραστηριοποιήση στον τουριστικό τομέα. Στην πόλη των Ιωαννίνων ξεχωρίζει το πέντε αστέρων Hotel Du Lac Congress Center & Spa δίπλα στη λίμνη Παμβώτιδα. Διαθέτει 170 δωμάτια και σουίτες με ιδιωτικές πισίνες, δύο εστιατόρια και μπαρ, σαλόνια με υπέροχη θέα στη λίμνη, χώρους πολλαπλών χρήσεων, ένα αυτόνομο συνεδριακό κέντρο και ένα κέντρο ευεξίας και χαλάρωσης. Το ξενοδοχείο λειτουργεί από το 1999 και πραγματοποίησε ριζική ανακαίνιση που ολοκληρώθηκε το 2010.
Τα επόμενα βήματα
Η παραγωγή μοσχαριού κρέατος, αρνιού αλλά και η είσοδός της στην αγορά του γύρου και των ιχθυοτροφών βρίσκονται ψηλά στην ατζέντα της Νιτσιάκος. Συγκεκριμένα αυτό το διάστημα βρίσκεται σε περιορισμένο επίπεδο η κυκλοφορία μοσχαρίσιου κρέατος από την πιλοτική εκτροφή 150 βοοειδών. Στόχος την προσεχή τριετία είναι να δημιουργηθούν μονάδες εκτροφής και τυποποιητήριο κόκκινου κρέατος, στα Δολιανά Ιωαννίνων. Τέλος στο αρνίσιο κρέας προϊόν με την υπογραφή της Νιτσιάκος αναμένεται οτι θα κυκλοφορήσει στην αγορά φέτος το Πάσχα.
Στο τιμόνι του ομίλου βρίσκεται πλέον ο γιος του Θεόδωρου Νιτσιάκου, Κωνσταντίνος έχοντας στο πλευρό του τις αδελφές του Μαριλένα στον εμπορικό τομέα και την Αγγελική η οποία πέρα από τον ξενοδοχειακό τομέα τους τελευταίους μήνες έχει πλέον έντονη δραστηριότητα και στις παραγωγικές επιχειρήσεις της Νιτσιάκος.
Σύμφωνα με τον τελευταίο ισολογισμό ο κύκλος εργασιών του ομίλου Νιτσιάκου διαμορφώθηκε το 2018 σε 347 εκατ. ευρώ αυξημένος κατά 7% σε σχέση με το 2017 ενώ τα μετά φόρων κέρδη ήταν της τάξης των 3,2 εκατ. ευρώ. Αξιοσημείωτο είναι ότι η εταιρεία διαθέτει χαμηλό τραπεζικό δανεισμό για το μέγεθος της. Σε επίπεδο εργαζομένων αύξησε τους εργαζόμενους της σε 854 το 2018 έναντι 806 την προηγούμενη χρονιά. Ο συνολικός αριθμός των εργαζομένων μέσω υπεργολαβιών ξεπερνάει τους 1.000.