Τοπόσημα της Παραμυθιάς: Το κτίριο της οδού Καραχάλιου στον αριθμό 14

Share Button

Γράφει ο Δονάτος Μπόλοσης

Κατηφορίζοντας την οδό Διον. Καραχάλιου, τον δρόμο ανάμεσα στα φανάρια που οδηγεί στην λαϊκή αγορά της Παραμυθιάς, στον αριθμό 14, θα παρατηρήσουμε ένα διώροφο πέτρινο κτίριο αμπαρωμένο με δυο σκουριασμένες μεταλλικές πόρτες. Η θλιβερή κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει, σε καμία περίπτωση δεν προδίδει ότι κάποτε φιλοξενούσε το κεντρικό κατάστημα και το γραφείο διαχείρισης της σπουδαιότερης εμπορικής επιχείρησης  της Παραμυθιάς, της εμπορικής εταιρείας «Παναγιώτης Ρίγγας και Υιοί».

Αρχικά αποτέλεσε για αρκετά χρόνια το κεντρικό κατάστημα της εταιρείας «Παναγιώτης και Γεώργιος Νικολάου Ρίγγας» η οποία είχε ιδρυθεί λίγο μετά τα μέσα  του 19ου αιώνα και διαλύθηκε λόγω της απόσυρσης από το εμπόριο του Γεώργιου Ρίγγα. Όπως προκύπτει από το συμβόλαιο διαλύσεως της του 1903, την χρονιά αυτή το κτίριο θα μεταβιβαστεί στον Παναγιώτη Ρίγγα και θα αποτελέσει στη συνέχεια  την έδρα και το κεντρικό κατάστημα της εταιρείας «Παναγιώτης Ρίγγας και Υιοί». Μέλη της εταιρείας ήταν φυσικά ο Παναγιώτης και τρεις από τους γιους του, ο Δημοσθένης, ο Λεωνίδας και ο Θεμιστοκλής. Η διάδοχη αυτή εταιρεία διαλύθηκε το 1935, με το Δημοσθένη να  συνεχίζει μόνος πλέον κάποιες από τις δραστηριότητες στο ίδιο κτίριο μέχρι και το 1953 με την επωνυμία «Δημοσθένης  Π. Ρίγγας» ως φυσικό πρόσωπο. Μετά το θάνατο του Δημοσθένη το 1957 το κτίριο χρησιμοποιήθηκε ως γραφείο διαχείρισης της αμύθητης περιουσίας από την κόρη του Μαρία.

Το εργαστήρι, όπως αναγράφεται στο προαναφερόμενο συμβόλαιο, «κειμένου εν τη αγορά Παραμυθίας και οριζομένον  αφ΄ενός με εργαστήριον αναγνώστη Μιτσόνη, αφ΄ετέρου με εργαστήριον  Γιασην – αγά Πρόνιου, από το άλλο μέρος με τον δημόσιον δρόμον και από το τέταρτον με ξηρόλακο» έχει σχετικά στενή πρόσοψη στο δρόμο αλλά πολύ μεγάλο βάθος. Για τα δεδομένα της εποχής που τα καταστήματα της αγοράς δεν ήταν πάρα μερικά τετραγωνικά μέτρα, το κεντρικό κατάστημα ήταν τεράστιο. Μια μεταλλική θύρα στα αριστερά οδηγεί στο εσωτερικό του καταστήματος και δίπλα ακριβώς υπάρχει ένα μεγάλο άνοιγμα, που καλύπτει όλο το υπόλοιπο της πρόσοψης για την έκθεση των εμπορευμάτων και την εύκολη μεταφορά τους στον εσωτερικό χώρο, το οποίο κλείνει με μια εξάφυλλη μεταλλική πόρτα.  Ο δεύτερος όροφος οριοθετούνταν από  ένα ξύλινο πατάρι,  η απόσταση του οποίου από την οροφή, θα μπορούσε να δικαιολογήσει την ύπαρξη και δεύτερου παταριού. Τα παράθυρα της πίσω πλευράς φώτιζαν τον χώρο ενώ η πόρτα που οδηγούσε στο μπαλκόνι πάνω από τον κεντρικό δρόμο  χάριζε μια υπέροχη θεά στον χώρο της  πολύβουης αγοράς. Το κτίριο σκέπαζε μια δίριχτη ξύλινη κεραμοσκεπή, ενώ διέθετε και υπόγειο με πηγάδι, όπως και τα υπόλοιπα καταστήματα της οδού Διον. Καραχάλιου.

Την λειτουργία του καταστήματος υποστήριζαν διάφορες ιδιόκτητες αποθήκες που βρίσκονταν σε μικρή απόσταση από αυτό, όπως μια αποθήκη πλησίον του καταστήματος στο χώρο της λαϊκής η οποία σήμερα έχει καταρρεύσει. Άλλη αποθήκη σε κοντινή απόσταση είναι η αναγραφόμενη στον αριθμό 5 του προαναφερόμενου συμβολαίου: «μίας αποθήκης κειμένης εν τη συνοικία «Καλύβια» και οριζομένης αφ΄ενός με την οικίαν  κ. Σώζιου Καραγκιούζη από το άλλο με οικίας υιών Χασάν Μπολάτη και Χαφούζ Μούχου αφ΄ετέρου με οικόπεδον βακούφικον Χουσείν Εφένδη του ¨Τζαμιού του Παζαριού¨ και από το τέταρτον με τον δημόσιον δρόμον».

Στο κεντρικό κατάστημα, εκτός από τον Θεμιστοκλή που ήταν ο μόνιμος διαχειριστής του και τον Δημοσθένη όταν βρισκόταν στην Παραμυθιά, εργαζόταν τουλάχιστον ένας υπάλληλος. Ως υπάλληλοι του καταστήματος σε αρκετά έγγραφα αναφέρονται ο Νικόλαος Κόκκορης και ο Κωνσταντίνος Ντάγκας. Είναι όμως βέβαιο ότι απασχολούνταν ως εργάτες με μεροκάματο  αρκετά άτομα από την περιοχή προκειμένου να φορτώνουν και να ξεφορτώσουν τα εμπορεύματα στο κατάστημα και στις αποθήκες δορυφόρους του. Αν και η φορτοεκφόρτωση κατά τη μεταφορά θα μπορούσε να γίνεται από τους πολυάριθμους αγωγιάτες, η ανάγκη συλλογής και τακτοποίησης στις αποθήκες των μεγάλων ποσοτήτων τυριού και των δεκάδων τόνων χρυσοξύλου πριν την αποστολή τους, όπως και των εισαγομένων αλεύρων και της ζάχαρης, απαιτούσαν με βεβαιότητα μεγάλο αριθμό εργατών.

*Ο Δονάτος Μπόλοσης είναι ιστορικός, ερευνητής της τοπικής ιστορίας της Θεσπρωτίας και συγγραφέας του βιβλίου Ο Μίχο Λίας (1918-2013).

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *